Μιλώντας σε συνέδριο στην Καλαμάτα με θέμα τη «σχέση Ελληνισμού και Χριστιανισμού ως μία δημιουργική σύνθεση», ο Μητροπολίτης Μεσσηνίας Χρυσόστομος υπογράμμισε τα εξής:
«Ἡ πρωτοβουλία τοῦ Παραρτήματος Καλαμάτας τοῦ Λυκείου τῶν Ἑλληνίδων νά ἀφιερώσει μία ἀπό τίς ὁμιλίες τοῦ 20οῦ Πανελληνίου Συνεδρίου τοῦ Λυκείου τῶν Ἑλληνίδων στό ἐρώτημα τῆς ὁριοθέτησης τῶν σχέσεων Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ ἀνταποκρίνεται ἀπόλυτα σέ μία ζωτική καί ἐπείγουσα ἀνάγκη, ἰδιαίτερα στή σημερινή καμπή τῆς ἱστορίας τοῦ Ἔθνους μας.
Χαρακτηρίζω τήν ἀνάγκη μελέτης τοῦ θέματος αὐτοῦ ζωτική καί ἐπείγουσα, ὄχι γιατί πληθαίνουν στίς μέρες μας οἱ φωνές ἀμφισβήτησης τοῦ στενοῦ δεσμοῦ μεταξύ τῶν δύο αὐτῶν πνευματικῶν μεγεθῶν στήν ἱστορική πορεία τοῦ λαοῦ καί τοῦ Ἔθνους μας, ἀλλά γιατί τό ἐρώτημα γιά τήν ἑλληνική ταυτότητα στίς ἡμέρες μας δέν εἶναι μόνο ἐπίκαιρο˙ εἶναι ζωτικό καί φλέγον. Οἱ λόγοι εἶναι πολλοί. Ἀπό τό ἕνα μέρος οἱ ραγδαῖες πολιτισμικές μεταβολές τῶν ἡμερῶν μας ὁδηγοῦν ὅλους τούς λαούς πρός παγκοσμιοποιημένες μορφές ἑνοποιήσεων, οἱ ὁποῖες ἐπιτρέπουν εἴτε ἐπιβάλλουν τήν διακοινωνία καί ἀλληλοπεριχώρηση τῶν πολιτισμῶν μέ ἀποτέλεσμα τό ἐνδεχόμενο διαλύσεως ἤ καί ἀφανισμοῦ παραδοσιακῶν ἰδιαιτεροτήτων, καί μάλιστα συμπαγοῦς ἐθνικῆς ἤ ἄλλης μορφῆς. Ἔτσι, ὄχι μόνο ἡ ἑνοποιημένη Εὐρώπη, στήν ὁποία ἀνήκει πλέον καί ἡ Ἑλλάδα, ἀλλά καί ὁ εὐρύτερος χῶρος τῆς σημερινῆς «οἰκουμένης» μέ τίς ἀκατάσχετες τάσεις πρός παγκοσμιοποίηση, τήν ὁποία καθιστᾶ πλέον ἀνεξέλεγκτη ἡ πρόοδος τῆς τεχνολογίας, δέν μπορεῖ παρά νά θέτουν ἐπί τάπητος τό ἐρώτημα τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητας.
Ἐάν τό ζητούμενο εἶναι μία γεωγραφική ταυτότητα, ἕνας λαός πού κατοικεῖ σέ ὡρισμένη γεωγραφική περιοχή, τότε διερωτᾶται κανείς εὐλόγως : πρῶτον ἐάν δέν εἶναι «Ἕλληνες» ὅσοι κατοικοῦν ἤ καί ἔχουν γεννηθεῖ ἐκτός τῆς γεωγραφικῆς περιοχῆς, πού καλοῦμε Ἑλλάδα˙ καί δεύτερον, ἀκόμη σπουδαιότερο, τί θά ἀπομείνει ἀπό τήν ταυτότητα τοῦ γεωγραφικοῦ αὐτοῦ εἴδους, ὅταν ἡ ἐλεύθερη διακίνηση καί ἐγκατάσταση προσώπων, πού προβλέπει ἀπό τή σύστασή της ἡ Εὐρώπη, ἀλλοιώνει δημογραφικά καί γεωγραφικό χῶρο τῆς Ἑλλάδος; Συναφές εἶναι καί τό ζήτημα τοῦ βιολογικοῦ καθορισμοῦ τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητας : ὁ ἤδη αὐξανόμενος ταχύτατα ἀριθμός μικτῶν γάμων, δηλαδή μεταξύ ἑλλήνων καί «ξένων», ἀναμένεται νά ἀκολουθήσει τή δημογραφική ἀλλοίωση, πού θά συνεπιφέρει ἡ ἐλεύθερη διακίνηση καί ἐγκατάσταση προσώπων. Ἡ βιολογική διαφοροποίηση, ὁτιδήποτε καί ἄν μπορεῖ νά σημαίνει μιά τέτοια ἔννοια, θά καθίσταται διαρκῶς καί περισσότερο δυσχερής μέσα σέ ἕνα ταχύτατα ἑνοποιούμενο κόσμο.
Ἀλλά τό ἐρώτημα γιά τήν ἑλληνική ταυτότητα δέν ἀναφύεται μόνο ἐξ αἰτίας τῶν παγκοσμίων μεταβολῶν τῆς ἐποχῆς μας. Ἀποτελεῖ, ὡς μή ὤφειλε, καί ἐσωτερικό πρόβλημα τοῦ ἑλληνισμοῦ. Καί τοῦτο ἀξίζει τῆς ἰδιαιτέρας προσοχῆς μας.
Ἀπό τήν ἵδρυση τοῦ σημερινοῦ ἑλληνικοῦ κράτους ὁ ἑλληνισμός βιώνει μιά βαθειά διχοτόμηση τῆς συνειδήσεώς του, θέματα.
Ἔτσι γεννᾶται τό ἐρώτημα : Μέ ποιόν ἑλληνισμό πορευόμεθα ὡς σύγχρονοι ἕλληνες ; Εἶναι δυνατόν νά ἐπιβιώσει καί νά δημιουργήσει ὁ ἑλληνισμός ὑπό συνθῆκες ἑνός τέτοιου διχασμοῦ τῆς συνειδήσεώς του ; Μήπως πρέπει νά ἀναζητήσουμε ὅλοι τρόπους ὑπερβάσεως τοῦ συνειδησιακοῦ μας διχασμοῦ ; Μήπως ἡ ἱστορική συνέχεια τοῦ Ἔθνους μας, πρέπει νά διαποτίσει βαθύτερα τήν παιδεία μας ἐνσωματώνοντας οὐσιαστικά, καί ὄχι τυπικά, τή συμβολή τοῦ Χριστιανισμοῦ καί τῆς Ὀρθοδοξίας στή διαμόρφωση τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητάς μας ;
Τό θέμα λοιπόν τῆς ἑλληνικῆς ταυτότητας τείνει σήμερα νά περιπλακεῖ καί ἀπό ἄλλου εἴδους διχοτομήσεις, οἱ ὁποῖες παίρνουν τή μορφή ἐπικίνδυνης συνθηματολογίας. Πρόκειται γιά τό δίλλημα ἐάν ὁ ἑλληνισμός ἀνήκει στήν «Ἀνατολή» ἤ στήν «Δύση». Ἄν ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι φαινόμενο τῆς «καθ’ ἡμᾶς Ἀνατολῆς» μόνο καί ἀποκλειστικά, πού ἀντιπαρατίθεται καί ἀντιτίθεται πρός τήν ἐπάρατη «Δύση». Ἄν ἡ «Ρωμηοσύνη» δέν εἶναι προτιμώτερη ὡς ἔκφραση τῆς ταυτότητάς μας ἀπό τόν ὅρο «ἑλληνισμός», καί ἄλλα παρόμοια. Ἔκαμα λόγον γιά «ἐπικίνδυνη συνθηματολογία», διότι αὐτοῦ τοῦ εἴδους τά διλήμματα ὄχι μόνο δέν δικαιώνονται ἱστορικά, ἀλλά καί κινδυνεύουν νά ἀπομονώσουν τόν ἑλληνισμό ἀπό τό ἱστορικό γίγνεσθαι προσφέροντας ἔτσι ἀφελῶς καί ἀκουσίως ὑπηρεσίες σέ ὅσους θά ἐπιθυμοῦσαν ἴσως τήν περιθωριοποίηση τῆς ἑλληνικῆς Ὀρθοδοξίας. Διότι ποῦ ἀλλοῦ μποροῦν αὐτοῦ τοῦ εἴδους τά διλήμματα νά ὁδηγήσουν παρά στήν ἀκούσια ἀσφαλῶς, ἀλλά πάντως βέβαιη, στήριξη θεωριῶν, ὅπως ἡ Ὀρθοδοξία βρίσκεται ἀπομονωμένη καί ξένη πρός τόν Δυτικό πολιτισμό. Εἶναι, λοιπόν, ἡ ἑλληνική ταυτότητα ξένη πρός τήν ἱστορία καί τά θεμέλια τοῦ εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ; Πρέπει νά παραχωρηθεῖ ἡ Εὐρώπη πνευματικά ἀπόλυτα στούς δυτικούς χριστιανούς, ἤ μήπως εἶναι χρήσιμο νά ὑπενθυμίζουμε στούς ἑαυτούς μας καί στούς ἄλλους ὅτι ἡ Νέα Ρώμη εἶναι τοὐλάχιστον συνθεμελιωτής τοῦ Εὐρωπαϊκοῦ πολιτισμοῦ, ὅτι οἱ Βυζαντινοί αὐτοκράτορες ὑπερασπίζονταν ἐπί αἰῶνες τά σύνορα τῆς Εὐρώπης, καί ὅτι, τέλος, οἱ Ἕλληνες Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ὑπῆρξαν «Οἰκουμενικοί Διδάσκαλοι»;
Τά ἐρωτήματα αὐτά ἐπιβάλλουν μία ὁριοθέτηση τῆς σχέσεως Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ καί μία βαθύτερη προσέγγιση τῶν μεγάλων θεμάτων, τά ὁποῖα ἔκριναν τήν πνευματική πορεία τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί τῆς πολιτισμένης ἀνθρωπότητας ὑπό τήν ἐπίδραση τῆς σκέψεως τῶν Ἑλλήνων Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας.
Σήμερα το έθιμο των φωτιών σε Φλώρινα, Πρέσπες, Άργος Ορεστικό και Σιάτιστα Κοζάνης
Ἡ σχέση Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ ἦταν πάντοτε συγκρουσιακή, ὅμως μέσα ἀπό αὐτήν τήν σύγκρουση κάθε φορά ἀναδεικνύετο τό ἀναγκαῖο ἀποτέλεσμα τῆς θετικῆς συνύπαρξης καί τῆς ἐποικοδομητικῆς συνάντησης. Εἶναι ἀλήθεια ὅτι ὁ Ἑλληνισμός καί ὁ Χριστιανισμός συγκρούστηκαν γιά αἰῶνες. Συγκρούστηκαν τόν δεύτερο αἰώνα, ὅταν οἱ «προοδευτικοί» διανοούμενοι χριστιανοί δραπέτευσαν ἀπό τό ἀνυπόφορο ἐρώτημα περί τοῦ προσώπου τοῦ Χριστοῦ, βρίσκοντας καταφύγιο στόν ἑλληνιστικό γνωστικισμό. Ὁ ἀγώνας ξανάρχισε καί συγκρούστηκαν πάλιν τόν τέταρτο αἰώνα. Συγκρούστηκαν τόν ἕκτο αἰώνα. Συγκρούστηκαν τόν ὄγδοο αἰώνα, ὅταν ἡ ἑλληνική νοησιαρχική παράδοση συμμάχησε μέ τήν Ἀσία. Συγκρούστηκαν τόν ἑντέκατο αἰώνα, μέ τούς φιλοσόφους γύρω ἀπό τόν Ἰωάννη Ἰταλό. Συγκρούστηκαν τόν δέκατο τέταρτο αἰώνα, ὅταν ἡ ἑλληνική οὐσιοκρατική σκέψη ἔκαμε μιά ὕστατη ἀπόπειρα ἀπόπεμψης τῆς Χριστιανικῆς διδασκαλίας. Ἡ τελευταία ἐκείνη μάχη πρίν τήν πτώση τοῦ Βυζαντίου ἦταν ἀποφασιστική. Μέ αὐτή ἡ Ὀρθοδοξία ἀρνήθηκε γιά πάντα κάθε νέα σύνθεση μεταξύ Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ, ἔξω ἀπό ἐκείνη τῆς πατερικῆς ἐποχῆς. Αἰχμάλωτος στούς Τούρκους, ὁ βυζαντινός ἑλληνισμός ἄφησε γιά τή Δύση τή φιλοδοξία νά γίνει ἑλληνικότερη τῶν Ἑλλήνων. Τό ἀποτέλεσμα ἀποδείχτηκε ἀπογοητευτικό: ὁ Ἑλληνισμός τοῦ δυτικοῦ ἀνθρωπισμοῦ καί ὀρθολογισμοῦ δέν ἦταν πολλές φορές παρά μιά διαστροφή τοῦ γνήσιου ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ. Ἐπίσης στό πλαίσιο τοῦ δυτικοῦ ρομαντισμοῦ καί τοῦ γερμανικοῦ ἰδεαλισμοῦ, τόν ὁποῖον καλλιεργοῦσαν οἱ θρησκευτικοί καί συντηρητικοί κύκλοι τοῦ 19ου καί τοῦ 20ου, ἀναπτύχθηκαν ἀπόψεις κυρίως στόν προτεσταντικό χῶρο περί ἐξελληνισμοῦ τοῦ Χριστιανισμοῦ καί ἰδιαίτερα τῆς Ὀρθοδοξίας, τίς ὁποῖες ἀνέπτυξε ὁ Adolf von Harnack, μέ ἐπιδιωκόμενο σκοπό νά ἀποδείξει τόν ἀποχριστιανισμό τῆς ἀλήθειας τοῦ Εὐαγγελίου καί τῆς ἐκκλησιαστικῆς παραδόσεως.
Ἀλλά αὐτά εἶναι θέματα ἀρκετά ἐξειδικευμένα τά ὁποῖα δέν εἶναι δυνατόν νά ἀναπτυχθοῦν στά χρονικά ὅρια τῆς παρούσης εἰσηγήσεως.
Σκοπός, μέ τήν παροῦσα εἰσήγηση, εἶναι νά παρουσιάσουμε καί νά προσδιορίσουμε κυρίως τή σημασία τῆς συνάντησης Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ ὅπως τήν ὁριοθέτησαν οἱ Ἕλληνες Πατέρες καί Διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας δημιουργῶντας κυριολεκτικά τόν «Χριστιανισμό Ἑλληνισμό», ὡς μία οὐσιαστική καί ἐποικοδομητική σύνθεση τῶν δύο (Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ) καί τήν σημασία του γιά μᾶς σήμερα, κυρίως γιά τήν σημερινή ἑλληνική ταυτότητά μας στό πλαίσιο τῆς Εὐρώπης.
Εἶναι ἀνάγκη λοιπόν νά διακριβώσουμε πρώτιστα καί ἐν πάσῃ συντομίᾳ τά κριτήρια, τίς προϋποθέσεις καί τούς ὅρους ἐκείνους μέ τούς ὁποίους οἱ Ἕλληνες Πατέρες διαλέχθηκαν μέ τόν Ἑλληνισμό τῆς ἐποχῆς τους ὥστε ὁ λόγος τους νά ἔχει τήν ἴδια δημιουργική μαρτυρία καί προσφορά γιά τήν ταυτότητα τοῦ νεοέλληνα, ὡς εὐρωπαίου πολίτου.
α) Οἱ Πατέρες γνώριζαν ὅλα τά φιλοσοφικά ρεύματα τῶν χρόνων τους καί κατόρθωσαν μέ μία ἐκπληκτική δημιουργικότητα νά τά μεταμορφώνουν σέ πολιτισμό. Κινήθηκαν στό ἐπίπεδο τῶν ἰδεῶν καί τῶν πολιτιστικῶν ρευμάτων τῆς ἐποχῆς τους, τόλμησαν καί διαλέχθηκαν μέ αὐτά καί συνέβαλαν μέ τόν τρόπο αὐτό μεταμορφωτικά στήν διαμόρφωση ἑνός ἄλλου, νέου πολιτισμοῦ τῆς ἀνθρωπότητας, τοῦ ἑλληνοχριστιανικοῦ πολιτισμοῦ, ἑνός νέου πολιτιστικοῦ μοντέλου κοινωνίας. Αὐτή εἶναι ἡ βασική καί οὐσιαστική συμβολή τους.
Αὐτό τό ὁποῖο ἦταν γιά τόν κόσμο τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας ἡ ὕστερη ἑλληνική φιλοσοφία, μέ τίς ἀντίστοιχες ὑπαρξιακές συνέπειες γιά τόν ἄνθρωπο, τόν κόσμο, τό περιβάλλον καί τήν ἱστορία, εἶναι ἀντίστοιχα καί ὁ σύγχρονος πολιτισμός τῆς ἀνθρωπότητος μέ τόν ὁποῖον θά πρέπει νά διαλεχθοῦμε ὡς Ἔθνος καί ὡς Ἐκκλησία. Ὁ καλπάζων τεχνικός πολιτισμός τῆς ἐποχῆς μας, οἱ κατακτήσεις τῆς τεχνολογίας καί οἱ πρόοδοι τῆς ἐπιστήμης, ἀποτελοῦν τά σημεῖα ἐκεῖνα στά ὁποῖα καλεῖται ἡ σύγχρονη θεολογική σκέψη καί προβληματική τῆς ἐποχῆς μας νά ἐγκύψει στηριζόμενη στή σκέψη, στό λόγο καί στόν πλοῦτο τῶν Πατέρων. Υἱοθετώντας δηλαδή τήν ὁρολογία τῆς ἐποχῆς καί τό περιεχόμενο τῆς πατερικῆς σκέψης καί προβληματικῆς, θά πρέπει νά περισώσουμε τό ἀνθρώπινο πρόσωπο καί τήν ἐλευθερία του, τήν οἰκολογική διάσταση τῆς δημιουργίας, τό φυσικό περιβάλλον, τίς ἀνθρώπινες σχέσεις καί τήν ἀνθρώπινη κοινωνία.
Ὁ σύγχρονος θεολογικός λόγος μέ πυξίδα τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας μπορεῖ νά ἀποκτήσει δυνάμεις, ὥστε νά διαλεχθεῖ δημιουργικά καί νά ἀνταποκριθεῖ θετικά στίς προκλήσεις τῆς ἐποχῆς μας, ἡ ὁποία εἶναι ὄντως μία δύσκολη καί κρίσιμη ἐποχή, μέ σκοπό νά νοηματοδοτήσει τήν ἀνθρώπινη ζωή καί ὕπαρξη. Ὁ θεολογικός λόγος ὅσο διαλέγεται μέ τόν σύγχρονο πολιτισμό καί τά προβλήματά του τόσο καθίσταται μία δυναμική παρουσία καί διαφοροποιεῖται ἀπό κάθε στατική ἀντίληψη ἤ ἰδεολογοποιημένη ἐκφορά ὅρων ἤ ἁπλοῦ θεολογικοῦ στοχασμοῦ.
β) Οἱ ἴδιοι οἱ Πατέρες μέσα ἀπό μία στάση ἐκλεκτικότητας καί ἐπιλογῆς ὅρων, ἐκφράσεων καί περιγραφῶν, ἀπό τήν ἑλληνική φιλοσοφία καί τήν ἑλληνική σκέψη, προσπάθησαν νά διατυπώσουν καί νά φανερώσουν τό ὑποκρυπτόμενο νόημα, μέ κάθε φράση καί σέ κάθε συλλαβή. Ἡ στάση αὐτή τῶν Πατέρων ἔναντι τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί τῆς φιλοσοφίας τῆς ἐποχῆς τους δηλώνει σαφῶς τήν πρόθεσή τους νά μεταφέρουν τό περιεχόμενο τῆς χριστιανικῆς πίστης στόν πολιτισμό τῆς ἐποχῆς τους. Μέσα ἀπό τήν «καινοτομία» αὐτή τῶν ὀνομάτων καί τῶν ὅρων, τόν ἀποφατικό τρόπο ἔκφρασης, τήν κατανόηση τῆς γλώσσας καί τήν περιγραφική λειτουργικότητά της, κατάφεραν νά ἐκχριστιανίσουν καί νά δώσουν διαφορετικό περιεχόμενο σέ κάθε ἑλληνική γλωσσική ἔκφραση καί ὅρο.
Γιά τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας ἡ διαλεκτική μέ τά ἑλληνιστικά πολιτιστικά γεγονότα τῆς ἐποχῆς τους λειτουργοῦσε πάντοτε, μεταμορφωτικά καί νοηματοδοτοῦσε τά ἐπιτεύγματα τοῦ Ἑλληνικοῦ Πολιτισμοῦ, μέ τό πνεῦμα τοῦ Χριστιανισμοῦ, προβάλλοντας σ’ αὐτή τήν διαλεκτική ὡς κριτήρια τά ἀνθρωπολογικά ἐκεῖνα στοιχεῖα μέ τά ὁποῖα προσπαθοῦσαν νά ἀπαντήσουν στά ἐπίκαιρα ἐρωτήματα, μέ κέντρο ἀναφορᾶς πάντοτε τόν ἄνθρωπο σέ σχέση πρός τήν κοινωνίαν.
Ἄς δοῦμε τώρα τήν σημασία αὐτῆς τῆς διαλεκτικῆς σύνθεσης Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ γιά τήν σημερινή ἑλληνική μας ταυτότητα.
Ὁ ἀείμνηστος π. Γ. Φλωρόφσκυ, ὁ ὁποῖος ἄν καί Ρῶσος ὁ ἴδιος, τόλμησε νά πεῖ ὅτι χωρίς τόν Ἑλληνισμό ὁ Χριστιανισμός θά διέπραττε πνευματική αὐτοκτονία. Ἡ σύνθεση αὐτή ἀναγκαιότητας καί δημιουργικότητας καί ὄχι ἀντιθετικότητας, συνεπάγεται, ὅτι : Ὁ Χριστιανικός Ἑλληνισμός δέν εἶναι ἄλλο ἀπό αὐτό πού ὀνομάζουμε «Ὀρθοδοξία», ὄχι ὡς ἰδεολόγημα, ἀλλά ὡς ἕνας συγκεκριμένος τρόπος ζωῆς, στάσης καί ὕπαρξης, μέ τίς ἀντίστοιχες κοινωνιολογικές καί ἀνθρωπολογικές προεκτάσεις.
Στήν πραγματικότητα ἀπό τόν δ΄ αἰῶνα μ.Χ. καί ἑξῆς ἕνας μόνον Ἑλληνισμός ὑπῆρχε: ὁ Χριστιανικός Ἑλληνισμός. Ἡ Ὀρθοδοξία εἶναι στήν οὐσία της ἑλληνική γι’ αὐτό ἀκριβῶς καί δέν συμβιβάζεται μέ καμμιᾶς μορφῆς ἐθνικισμό ὁ ὁποῖος εἶναι τό ἀντίθετο τοῦ ὑγιοῦς ἐθνισμοῦ ὁ ὁποῖος σέβεται τά γεωγραφικά ὅρια τῶν ἐθνῶν, τίς παραδόσεις, τήν ἱστορία, τήν γλῶσσα καί τήν θρησκευτική ἰδιαιτερότητα καί δέν διεκδικεῖ τίποτε ἀπό τούς γείτονές του. Ὁ ἐθνικισμός ὅμως διέσπασε καί τήν Ὀρθοδοξία, κατά τόν ιθ΄ κυρίως αἰῶνα. Οἱ Ὀρθόδοξοι ζοῦμε σέ μία τραγική σύγχυση, ζοῦμε τόν κίνδυνο τοῦ ἐθνοφυλετισμοῦ καί ἀπειλούμεθα ἀπ’ αὐτόν, ἀλλά καί ἡ Ὀρθοδοξία ἐγκλωβίζεται σέ «βαβυλώνια αἰχμαλωσία» ἔναντι τῆς Δύσης. Ἡ Ὀρθοδοξία ὅμως κινδυνεύει καί σήμερα νά χάσει τήν ἑνότητα καί τήν οἰκουμενικότητά της, καί τοῦτο γιατί ἔχει λησμονήσει ὅτι βάση της εἶναι ὁ Ἑλληνισμός τῶν Πατέρων.
Στόν ραγδαία λοιπόν ἐξελισσόμενο πολιτικό καί πολιτιστικό κόσμο, οἱ Ὀρθόδοξοι Ἕλληνες φέρνουμε μαζί μας μιά ταυτότητα πού διαμορφώθηκε ἀπό τόν μόνο Ἑλληνισμό, πού ἐπέζησε στήν ἱστορία, καί πού ὁ Χριστιανικός Ἑλληνισμός, ὁ ὁποῖος δέν γνωρίζει μισαλλοδοξία καί δέν φοβᾶται οὔτε ἀποκρούει τήν ἑτερότητα. Θά μποροῦσε μάλιστα νά ἀποτελεῖ μία παρουσία εὐεργετική, ὥστε νά συντελέσει στήν «καλή ἀλλοίωση» τοῦ κόσμου, πού ἔρχεται μέ τόσες ὑποσχέσεις καί δυνατότητες, ἀλλά καί μέ τόσες ἀπειλές καί κινδύνους. Ὁ ἑλληνισμός αὐτός δέν καλλιεργεῖ τόν ρατσισμό καί τήν ξενοφοβία ἀλλά ἑδραιώνει ἕναν χριστιανικό ἀνθρωπισμό καί μία κοινωνική ἀλληλεγγύη καί δικαιοσύνη.
Ὁ συγκεκριμένος ἀνθρωπισμός, μέ τά στοιχεῖα τά ὁποῖα τοῦ προσέθεσε ἡ Ὀρθοδοξία τῶν Ἑλλήνων Πατέρων, συνίσταται στό ὅτι ὁ Ἄνθρωπος ὡς αὐτοτελής προσωπικότητα μέ τή δική της ἀξία βρίσκεται πλέον ἤ πρέπει νά βρίσκεται στό ἐπίκεντρο τῆς ὀργάνωσης, τῆς διαμόρφωσης καί τοῦ προορισμοῦ κάθε κοινωνικοῦ μοντέλου ἀνάπτυξης, κυρίως δέ τοῦ εὐρωπαϊκοῦ.
Ὁ συγκεκριμένος ἀνθρωπισμός ἐπιβάλλει σέ καθένα ἀπό τούς φορεῖς του, ὡς ἀξιωματική ἀρχή, νά μεριμνᾶ γιά τούς ἄλλους, πρώτιστα στό πλαίσιο τῆς ὑπεράσπισης τῶν ἀνθρωπίνων δικαιωμάτων, μέσω τῆς ἀλληλεγγύης καί τῆς δικαιοσύνης, ἕνα δικαίωμα τό ὁποῖο πολλές φορές κατανοεῖται χωρίς ὅρια γι’ αὐτό καί ὁδηγεῖ στήν ἀσυδοσία, ὅπως ἀνάλογη ἀρνητική συνέπεια ἔχει καί ἡ ἀντίληψη ἐφαρμογῆς τῆς ἐλευθερίας χωρίς ὅρια.
Ἡ ἑλληνική αὐτή ἔννοια τῆς ἀλληλεγγύης, νοηματοδοτούμενη ἀπό τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων ἐγγυᾶται τήν κοινωνική συνοχή, ὡς συνύπαρξη στό πλαίσιο τοῦ κοινωνικοῦ συνόλου, ἐνῶ ἡ δικαιοσύνη καθιερώνει μία συγκεκριμένη συμπεριφορά, ἡ ὁποία ὑπερβαίνει τό δέον καί ὑποδεικνύει ὡς ἀξιακό «ἀποτύπωμα» τόν σεβασμό πρός τήν ἐλευθερία τοῦ ἄλλου, στό πλαίσιο μιᾶς ἀναφορικῆς σχέσης.
Ὑπάρχουν καί ἄλλα προβλήματα στά ὁποῖα ὁ Χριστιανικός Ἑλληνισμός καλεῖται νά ἀπαντήσει, ὅπως ἡ δυστοπική κατάσταση ἄμβλυσης καί ἀποδυνάμωσης, μέσα ἀπό νομοθετήματα, βασικῶν ἀρχῶν καί ἀξιῶν γιά τήν δόμηση τοῦ νέου κοινωνικοῦ μοντέλου, τά ὁποῖα μέχρι σήμερα ἦταν ἀδιαπραγμάτευτες καί σταθερές ἀναφορές στήν ἑλληνική κοινωνία ἤ ἡ τάση ἐπικυριαρχίας τοῦ ἀτομισμοῦ καί τοῦ καταναλωτισμοῦ ὡς τά δύο πανομοιότυπα ἔκγονα τῆς εὐδαιμονίας καί τῆς ὠφελιμοθηρίας, στοιχεῖα τά ὁποῖα ὁδηγοῦν σέ κοινωνικές ἀνισότητες καί διασπάσεις, εἴτε ἡ τάση διαμόρφωσης νέων ἐναλλακτικῶν μορφῶν οἰκογένειας μέ τά ἔκγονά τους τήν υἱοθέτηση νομοθετικά συμφώνων συμβίωσης διαφόρων μορφῶν πρός ἐξυπηρέτηση ἑνός ἰδιότυπου φαινομένου δικαιωματισμοῦ.
Ἡ δημιουργική σύνδεση Χριστιανισμοῦ καί Ἑλληνισμοῦ εἶναι ἀνάγκη νά ἀναδειχθῆ ὡς προτεραιότητα γιά τό μέλλον τῆς ἑλληνικῆς πολιτιστικῆς ταυτότητάς μας, κυρίως μέσα ἀπό τήν ἐνεργό συμμετοχή τῆς Ὀρθόδοξης Ἐκκλησίας καί τῆς Πατρίδας μας στόν διεξαγόμενο διάλογο τῶν Πολιτισμῶν. Ἡ ἴδια ἡ καταγωγή τοῦ Ἑλληνισμοῦ καί ἡ προσφορά τοῦ Χριστιανισμοῦ καθιστοῦν τήν Ὀρθοδοξία «ἐκ καταγωγῆς» παράγοντα οὐσιαστικό σ’ αὐτόν τόν πολιτισμικό διάλογο.
Τό γεγονός αὐτό ἑδράζεται καί στό ὅτι ὁ πραγματικός καί γνήσιος Πολιτισμός ἔχει στό ἐπίκεντρό του τόν Ἄνθρωπο καί τό ἱστορικό γίγνεσθαι, σέβεται δίχως ἐκπτώσεις , ἀποκλεισμούς καί συμβιβασμούς τήν ἰδιαιτερότητα, τήν διαφορετικότητα καί τήν ἑτερότητα κάθε ἀνθρώπινης προσωπικότητας, ἐπειδή θεωρεῖ ὅτι ὅλες αὐτές οἱ ἀξίες ἀποτελοῦν δομικά στοιχεῖα τοῦ ἀναλλοίωτου καί αὐθεντικοῦ Ἑλληνοχριστιανικοῦ Πολιτισμοῦ μας.
Αὐτό τό ὁποῖο ὅμως καθιστᾶ τόν συγκεκριμένο Ἑλληνοχριστιανικό Πολιτισμό γνήσιο εἶναι στό κατά πόσο ἐκφράζεται ὡς μία παραγωγική σύνθεση Ἑλληνισμοῦ καί Χριστιανισμοῦ, Ἑλληνισμοῦ καί Ὀρθοδοξίας. Ἕνας τέτοιος γνήσιος Πολιτισμός βρισκόμενος «ἐν διαλόγῳ» ἀποτελεῖ καί τήν ἠχηρή ἀπάντηση σέ ὅλους ἐκείνους τούς ἀνιστόρητους, οἱ ὁποῖοι γιά νά ὑποτιμήσουν τήν Ὀρθοδοξία καί τόν Χριστιανισμό εἴτε ὑπερτονίζουν μία ἑλληνικότητα κολοβωμένη στά στενά ὅρια τοῦ ἀρχαιοελληνισμοῦ εἴτε ὁμιλοῦν ἰσοπεδωτικά γιά ἕναν σύγχρονο εὐρωπαϊκό πολιτισμό περιορισμένο μόνο καί ἀποκλειστικά στήν δυτική ἔκφανσή του ξεχνῶντας τήν ἀνατολική διάστασή του, ἡ ὁποία στήν οὐσία της εἶναι Χριστιανική καί Ἑλληνική».
Ειδήσεις σήμερα
Ηλεκτρικό ρεύμα: Αυτές είναι οι κλίμακες επιδότησης – Στα 90 ευρώ η ενίσχυση για το φυσικό αέριο
Ο Πούτιν κήρυξε μερική επιστράτευση στη Ρωσία – «Δεν μπλοφάρω για τα πυρηνικά»