Αν και η δικαστική νίκη του δημοσιογράφου ανακοινώθηκε από τον ίδιο το προηγούμενο διάστημα, η απόφαση και το σκεπτικό του διοικητικού δικαστηρίου δημοσιεύθηκαν πριν από λίγες ημέρες, ενώ ήδη το Δημόσιο έχει προχωρήσει σε άσκηση έφεσης, μη δεχόμενο ουσιαστικά την ευθύνη του για τις πράξεις του οργάνου του.
[fwduvp preset_id=”test” playlist_id=”Test”]
Σύμφωνα με τους δικαστές, «η χειροβομβίδα κρότου-λάμψης υπάγεται στην έννοια του όπλου, τα δε αστυνομικά όργανα που φέρουν τον εν λόγω εξοπλισμό πρέπει να εκπαιδεύονται κατάλληλα στη χρήση αυτού, έτσι, ώστε, όταν αναγκασθούν, κατά την εκπλήρωση των καθηκόντων τους, να προβούν σε χρήση του ως άνω εξοπλισμού, η δράση τους να διέπεται και να κατευθύνεται από τις αρχές της νομιμότητας, της αναγκαιότητας και της αναλογικότητας».
Μάλιστα, οι δικαστές ξεκαθαρίζουν ότι «η ρίψη από αστυνομικό όργανο χειροβομβίδας κρότου-λάμψης σε σημείο στο οποίο τη συγκεκριμένη χρονική στιγμή επικρατεί ηρεμία και δεν απειλούνται η ζωή, η σωματική ακεραιότητα ή η ιδιοκτησία κανενός συνιστά εσφαλμένη χρήση, καθώς δεν κινείται μέσα στα όρια που διαγράφονται από τις ανωτέρω αρχές».
Με την απόφαση με αριθμό 8144/2020, το δικαστήριο είναι «καταπέλτης» κατά των ΜΑΤ, επισημαίνοντας πως όχι μόνο δεν έπρεπε να χρησιμοποιήσουν τη χειροβομβίδα σε σημείο όπου επικρατούσε ηρεμία εκείνη τη στιγμή, αλλά ταυτόχρονα ήταν απαγορευτική η ρίψη της σε περιορισμένο χώρο, όπως ήταν αυτός της στοάς όπου δέχτηκε την επίθεση ο δημοσιογράφος.
«Η ρίψη της εν λόγω χειροβομβίδας στην είσοδο στοάς, δηλαδή σε περιορισμένο και όχι ανοιχτό χώρο, συνιστά μη νόμιμη χρήση αυτής.
Τα ωστικά κύματα που δημιούργησε η ρίψη της ανωτέρω χειροβομβίδας στην είσοδο της στοάς, όπως αυτά πολλαπλασιάστηκαν εντός αυτής, όπου βρισκόταν ο ενάγων, είχαν ως επακόλουθο την πλήρη κώφωση αυτού και από τα δύο αυτιά», αναφέρει η απόφαση.
Κατά τη δικαστική κρίση, η πλήρης κώφωση του δημοσιογράφου «συνδέεται αιτιωδώς με τη ρίψη της χειροβομβίδας στην είσοδο της στοάς, υπό την έννοια ότι αυτή οφείλεται αποκλειστικά στην παράνομη πράξη του οργάνου του εναγομένου (σ.σ.: Δημοσίου)».
Δώρα στο πνεύμα των ημερών - Ευφάνταστες προτάσεις από τον «Ε.Τ.» για σας και τους αγαπημένους σας
Το δικαστήριο απέρριψε και την ένσταση συνυπαιτιότητας του δημοσιογράφου, που είχε προβάλει το Δημόσιο, αφού «από κανένα στοιχείο της δικογραφίας δεν προέκυψε ότι αυτός συνέβαλε στον τραυματισμό του ούτε ότι θα μπορούσε με οποιοδήποτε τρόπο να τον είχε αποτρέψει», ενώ «αβάσιμος» κρίθηκε ο ισχυρισμός του Δημοσίου σχετικά με την υποτιθέμενη υποχρέωση του δημοσιογράφου να φέρει προστατευτικό εξοπλισμό.
Ετσι, κατά το δικαστήριο ο δημοσιογράφος πρέπει να λάβει αποζημίωση, που αντιστοιχεί στο ποσό που θα είχε καταβάλει ως δαπάνη για υπηρεσίες αποκλειστικής νοσοκόμας κατά το κρίσιμο διάστημα εάν δεν είχε δεχτεί την αυξημένη φροντίδα της μητέρας του, διαφυγόν κέρδος, δεδομένου ότι, εξαιτίας της απώλειας της ακοής του, κατέστη ανίκανος για την άσκηση του επαγγέλματός του.
Υπενθυμίζεται ότι ο τραυματισμός του δημοσιογράφου είχε συμβεί στις 15 Ιουνίου 2011, κατά τη διάρκεια μεγάλης διαδήλωσης στο κέντρο της Αθήνας κατά των μέτρων λιτότητας.
Τότε, ο Μανώλης Κυπραίος δέχθηκε επίθεση από άνδρες των ΜΑΤ με χειροβομβίδα κρότου-λάμψης, αν και είχε δηλώσει τη δημοσιογραφική του ιδιότητα. Αποτέλεσμα της αναίτιας επίθεσης ήταν να χάσει την ακοή του, ενώ τον περασμένο Μάιο, εννιά χρόνια μετά την επίθεση, δικαιώθηκε για την αστυνομική αυθαιρεσία εναντίον του. Ωστόσο, στα τέλη του Σεπτεμβρίου, του γνωστοποιήθηκε η έφεση που άσκησε το Ελληνικό Δημόσιο εις βάρος της απόφασης.
Το Δημόσιο έκανε πίσω στην υπόθεση της Marfin δείχνοντας την ευαισθησία του, αλλά στην προκειμένη περίπτωση και παρά το γεγονός ότι το αποτέλεσμα του ανεπανόρθωτου τραυματισμού του θύματος οφείλεται στα όργανά του (σ.σ.: αστυνομικούς), δεν έχει μέχρι στιγμής αντιδράσει.
Η Διεθνής Αμνηστία, για την προσφυγή του Δημοσίου
Για το ζήτημα εξέδωσε ανακοίνωση και η Διεθνής Αμνηστία, επισημαίνοντας ότι «η πρόσφατη προσφυγή εμποδίζει την πρόσβαση του Μανώλη Κυπραίου σε αποτελεσματική επανόρθωση και, σύμφωνα με το Διεθνές Δίκαιο, τα θύματα κακομεταχείρισης και άλλων παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων έχουν το δικαίωμα σε επανορθώσεις, όπως αποκατάσταση, οικονομική αποζημίωση, αποκατάσταση φήμης, δίκαιη ικανοποίηση και εγγυήσεις μη επανάληψης. Τα θύματα πρέπει να αντιμετωπίζονται πάντα με σεβασμό».
Από την έντυπη έκδοση