«Καλώς θεσπίστηκε η γνωστοποίηση λειτουργίας μιας επιχείρησης, όμως ταυτόχρονα θα πρέπει να υπάρχει αυστηρός χρονικός περιορισμός για την ολοκλήρωση των αδειοδοτήσεων και των πιστοποιήσεων. Δεν πρέπει να σημειώνονται καθυστερήσεις», λέει στον «Ε.Τ.» η αναπληρώτρια διοικητής της Εθνικής Αρχής Διαφάνειας Αλεξάνδρα Ρογκάκου.
Οπως εξηγεί η ίδια, όλες «οι επιχειρήσεις ψυχαγωγίας και υγειονομικού ενδιαφέροντος παίρνουν την τελική άδεια από τους δήμους. Αλλά πρώτα πρέπει να έχουν προηγηθεί μια σειρά από εγκρίσεις και πιστοποιήσεις από διάφορους φορείς. Οπως για παράδειγμα το υπ. Τουρισμού αν πρόκειται για υδάτινο πάρκο, την Αστυνομία, την Πυροσβεστική, το υπ. Ανάπτυξης, την Πολεοδομία κ.ά.»
Αντίστοιχος αργός μαραθώνιος όμως απαιτείται και για το κλείσιμο μιας επιχείρησης στην περίπτωση που δεν πληροί τα νόμιμα. Χαρακτηριστικότερο παράδειγμα, το σφράγισμα από την Εθνική Αρχή Διαφάνειας ενός λούνα παρκ στην Αττική μετά από 17 χρόνια που λειτουργούσε χωρίς άδεια.
«Το καταφέραμε μετά από πολύ μεγάλο αγώνα των επιθεωρητών μας. Με το πόρισμα της ΕΑΔ το 2023 έκλεισε η συγκεκριμένη επιχείρηση», τονίζει η κ. Ρογκάκου. Ποια όμως είναι η ιστορία;
Η ΕΑΔ είχε εκδώσει αυτεπάγγελτα εντολή ελέγχου της νομιμότητας αδειοδότησης και λειτουργίας δραστηριότητας λούνα παρκ, όταν κατά τη διάρκεια προκαταρκτικής διερεύνησης καταγγελίας για τη συγκεκριμένη επιχείρηση, διαπιστώθηκε ότι λειτουργεί βάσει άδειας λειτουργίας που είχε χορηγηθεί το 2006, η χρονική ισχύς της οποίας έχει λήξει.
Ενα από τα προβλήματα ήταν ότι υπήρχαν νόμιμες κατοικίες σε αποστάσεις μικρότερες των 150 μ. (εφαπτόμενες στο λούνα παρκ και σε απόσταση έως 14 μ.) ενώ η ελάχιστη απόσταση λειτουργίας σύμφωνα με το νόμο δεν μπορεί να είναι μικρότερη των 150 μ..
Αυτό, σύμφωνα με την ανακοίνωση της ΕΑΔ, καθιστούσε «σαφές πως μετά τη λήξη ισχύος της τότε άδειας λειτουργίας της το 2001, αυτή δεν μπορούσε να ανανεωθεί, πολλώ δε μάλλον να της χορηγηθεί νέα. Η επιχείρηση λούνα παρκ, επί μία περίπου πενταετία, από το 2001 έως το 2006 λειτούργησε άνευ νόμιμης άδειας λειτουργίας εν μέσω προστριβών με τους περιοίκους, καταγγελιών, διοικητικών κωλυσιεργιών και δικαστικών διενέξεων. Επιπλέον δε, το 2002, το ΣτΕ είχε κρίνει και απορρίψει την αναστολή εκτέλεσης της διακοπής λειτουργίας της, και η σφράγισή της ζητήθηκε, μεταξύ άλλων, από το τότε Γραφείο Υπουργού του ΥΠΕΧΩΔΕ, το πρώην ΣΕΕΔΔ και τη Νομαρχία Αθηνών-Πειραιώς. Καίτοι των προαναφερόμενων, το 2006 ο Δήμος προχώρησε μη νόμιμα στη χορήγηση της ελεγχόμενης άδειας λειτουργίας».
Το 2011 η Αστυνομία διαπίστωσε ότι το Λούνα Παρκ λειτουργούσε άνευ αδείας, καθώς η ισχύς της άδειας του 2006 είχε λήξει. «Εκτοτε και έως τον Απρίλιο του 2022, για 11 χρόνια, η επιχείρηση λειτουργούσε βάσει απόφασης αναστολής εκτέλεσης της απόφασης σφράγισής της, παρά τις λοιπές παραβάσεις των όρων της άδειας που είχαν διαπιστωθεί από Υπηρεσίες του Δήμου και άλλους εμπλεκόμενους φορείς. Από τη δημοσίευση της απόφασης του Εφετείου Αθηνών, τον Απρίλιο του 2022 και ως την αυτεπάγγελτη έναρξη του ελέγχου της ΕΑΔ, το Λούνα Παρκ λειτουργούσε μη νόμιμα, καθώς πρώτον δε διέθετε άδεια λειτουργίας εν ισχύ και δεύτερον λειτουργούσε έως τότε βάσει της προμνησθείσας απόφασης αναστολής εκτέλεσης της σφράγισής του η οποία ίσχυε έως την έκδοση της απόφασης του Εφετείου. Ως εκ τούτου εξέλιπε νόμιμος λόγος λειτουργίας του και ο δήμος όφειλε να προχωρήσει στην οριστική διακοπή λειτουργίας του», αναφέρονταν στην ίδια ανακοίνωση.
Σε περαιτέρω ελέγχους που ζητήθηκαν από το κλιμάκιο ελέγχου διαπιστώθηκαν μεταξύ άλλων «ασυμφωνία μεταξύ των αδειοδοτούμενων και των ευρεθέντων στο χώρο ψυχαγωγικών παιχνιδιών καθώς και διαφοροποιήσεις σε κτίσματα, μεγέθη, διαδρόμους, κιγκλιδώματα από τα κατατιθέμενα σχέδια για την έκδοση της εν λόγω άδειας».
Ακολούθησε αυτοψία από την Πυροσβεστική που προχώρησε στην ανάκληση του πιστοποιητικού πυροπροστασίας της επιχείρησης και τελικά η σφράγιση του λούνα παρκ έγινε τον Μάιο του 2023, ενώ είχε προηγηθεί και η απορριπτική απόφαση της προέδρου Πρωτοδικών περί χορήγησης προσωρινής διαταγής αναστολής εκτέλεσης της απόφασης σφράγισής της.
«Οποιαδήποτε καταγγελία φθάνει στην ΕΑΔ από τους πολίτες ερευνάται, ιδίως μάλιστα σε περιπτώσεις που άπτονται της δημόσιας ασφάλειας και υγείας. Πέραν της διαχείρισης και διερεύνησης των καταγγελιών, διενεργούμε και διαρκείς συστημικούς ελέγχους», καταλήγει η κ. Ρογκάκου.