«Εγώ και η μητέρα της Ελένης είμαστε ψυχικά νεκροί. Ξέρετε ποιες ήταν οι τελευταίες λέξεις του παιδιού μου “θα σας βρει ο πατέρας μου!” Ποιος πατέρας θα μπορούσε να αντέξει να ηχούν αυτές οι λέξεις καθημερινά στα αυτιά του; Όμως αντέχουμε διότι νιώθουμε ένα χρέος απέναντι στην κοινωνία, καμία άλλη γυναίκα να μην κακοποιηθεί».
Ενώπιον του Μικτού Ορκωτού Εφετείου, ο πατέρας της Ελένης Τοπαλούδη αφού πρώτα ζήτησε συγγνώμη για τις στιγμές εντάσεις που ενδεχομένως προκλήθηκαν σε προηγούμενες συνεδριάσεις, μίλησε για μια “πρόσχαρη, ευδιάθετη, συνεπή στα μαθήματα” κοπέλα, που “συμμετείχε σε όλες τις δραστηριότητες”, ενώ σε άλλο σημείο της κατάθεσης του, ζήτησε “τα ισόβια να είναι ισόβια για τέτοια ειδεχθή εγκλήματα” και να μπει ο όρος γυναικτοκτονία και οικογενειοκτονία στον Ποινικό Κώδικα.
Αναφέρθηκε στα όσα μεσολάβησαν μέχρι να εντοπιστεί, νεκρή πλέον, η φοιτήτρια: «Την Τετάρτη δυστυχώς δεν απαντούσε στα τηλέφωνα. Την επόμενη ημέρα άρχισε να μας κυριεύει το άγχος. Άρχισαν να μας κυριεύουν οι άσχημες σκέψεις. Την Παρασκευή πήραμε κι άλλα τηλέφωνα, τον σπιτονοικύρη, φίλους και τελικά πήγαμε στο ΑΤ στο Διδυμότειχο και κάναμε δήλωση εξαφάνισης. Την ίδια ημέρα αργότερα με πήρε τηλέφωνο ένας αστυνομικός, συγγενής μας και πήγα στο αστυνομικό τμήμα. Αμέσως κατάλαβα. Είδα το βλέμμα συμπόνιας στους αστυνομικούς και τα δακρυσμένα μάτια. Εκεί έπεσε όλος ο κόσμος μου, ήρθε ένα απόλυτο κενό στη ψυχή μας.Όταν γύρισα σπίτι δεν μπορούσα να πω κάτι,απλά έκανα ένα απλό νεύμα. Να μην συμβεί σε κανέναν να δει μία μάνα να κλαίει και να μαλλιοτραβιέται όταν ακούει τον θάνατο του παιδιού της».
Στη συνέχεια, περιέγραψε και το ταξίδι τους στη Ρόδο. «Προσπαθήσαμε να μαζέψουμε κομμάτια μας, να βρούμε αεροπορικά εισιτήρια και να πάνε στη Ρόδο. Εγώ δεν άντεξα να μπω στο νεκροτομείο. Μπήκε μόνο ο αδελφός μου» κατέθεσε και πρόσθεσε: «Την επόμενη ημέρα μας έδωσαν κλειδιά από διαμέρισμα της Ελένης. Είναι το δεύτερο πιο συγκλονιστικό που βιώνει ένας γονιός που έχει χάσει το παιδί του. Τρέχανε τα δάκρυα όταν μπήκαμε στο σπίτι. Αυτό που μου έκανε εντύπωση πως το πλυντήριο ήταν ακόμα αναμμένο. Είχε αποτσίγαρα και στο τραπέζι κάποιες τσιχλίτσες. Πήρα όλα τα πράγματα της, ήταν οι αναμνήσεις μας. Πήρα ακόμα και τα φρούτα που είχε αγοράσει διότι τα είχε πάρει για το εαυτό της και τα έριξα μέσα στο τάφο. Δεν ήθελα να αφήσω τίποτα που ήταν της Ελένης».
Όσον αφορά στους κατηγορούμενους ο Γιάννης Τοπαλούδης στράφηκε εναντίον τους, επισημαίνοντας πως αν δεν ήταν η Ελένη θα ήταν μια άλλη κοπέλα. «Είμαι σίγουρος ότι στο σπίτι κολαστήριο πήγαν και άλλα κοριτσάκια. Η Ελένη αντιστάθηκε για αυτό συνέβη όλο αυτό. Αν δεν ήταν Ελένη μας θα ήταν κάποιο άλλο κοριτσάκι. Για εμάς οι γονείς των κατηγορουμένων είναι οι ηθικοί αυτουργοί και της δολοφονίας Ελένης και των ίδιων τους παιδιών. όταν έβγαζαν τα μαχαίρια από δημοτικό, όταν ήταν ο φόβος και ο τρόμος, τι έκαναν για τα παιδιά τους; Απολύτως τίποτα αλλά το έπαιζαν και νταήδες. Ενίσχυαν την θρασύδειλη συμπεριφορά των παιδιών τους. Έβριζαν και έφτυναν τους εκπαιδευτικούς.Εξαφάνιζαν οτιδήποτε έπρεπε να εξαφανιστεί, στρώμα, κινητά κ.ά. Και η γιαγιά και ο θείος άκουγαν κραυγές τρόμου κόρη μας. Το παιδί μας σπάραζε και αυτοί έκαναν τους κουφούς» είπε χαρακτηριστικά.
Στο βήμα του μάρτυρα ανέβηκε και η Κούλα Αρμουτίδου, η οποία αρκετές φορές ήρθε σε αντιπαράθεση με την υπεράσπιση των κατηγορουμένων και κυρίως με το συνήγορο του Ροδίτη κατηγορούμενου. Κατά την ώρα που την εξέταζε ο ίδιος, οι ερωτήσεις του γύρω από τις επικοινωνίες με το παιδί τους, τα χρήματα που της έστελναν και την μεταξύ τους σχέση -η πρόεδρος απαγόρευσε τις ερωτήσεις- η Κουλά Αρμουτίδου αντέδρασε έντονα: «Τι είναι αυτά που λες δεν ντρέπεσαι; Είναι ελεεινός, δεν τον αντέχω! Χάνω το παιδί μου και με τι ασχολείσαι;», τον ρώτησε.
Περιγράφοντας την Ελένη, ανέφερε: «Το παιδί μου ήταν ένα καλό παιδί, με φιλότιμο, καλοσυνάτο. Δεν είχε πονηριά, δεν ήταν αγαθιάρα αλλά ήθελε να πιστεύει στο καλό. Σε αυτό που δείχνει κάποιος. Έδινε και έπαιρνε. Δεν ήταν πονηρό παιδί. Τα έδινε όλα. Στο σπίτι μας υπάρχει χαρά, φιλοξενία, δόσιμο. Όταν βγήκαν αποτελέσματα και πέρασαν στη Ρόδο, εμείς κλαίγαμε. Πως δεν την έφερα στην Κομοτηνή; Έχω μετανιώσει χίλιες φορές. Πως την άφησα σε αυτό το νησί των βιαστών και των δολοφόνων;».
Όσο για το επίμαχο χρονικό διάστημα, κατέθεσε ότι παρά τις καθημερινές τηλεφωνικές επαφές εκείνη την εβδομάδα, ξαφνικά δεν μπορούσαν να εντοπίσουν την Ελένη. «Θυμάμαι ότι είχαμε μιλήσει Σαββατοκύριακο και μου έλεγε τι φαγητά θέλει όταν θα έρθει. Δευτέρα, Τρίτη μιλήσαμε» είπε και συνέχισε: «Από την Τετάρτη αρχίσαμε να ψάχνουμε. Πέμπτη με έζωσαν τα φίδια. Παρασκευή πήγαμε στο ΑΤ και μπήκε σε ένα υπολογιστή έψαξα και δε μου άρεσε το ύφος του. Μας είπε “όλα καλά θα πάνε”… Από όταν το μάθαμε, δε θυμάμαι τίποτα, μόνο ένα σκοτάδι, κενό. Μόνο τη λακκούβα που ανοίξανε θυμάμαι, το χαντάκι…»
Η δίκη συνεχίζεται στις 13 Απριλίου.
Ειδήσεις σήμερα
Φωτιά στο νοσοκομείο Παπανικολάου: Ένας νεκρός και 4 τραυματίες -Πώς άρχισε η πυρκαγιά
Απελαύνονται 12 Ρώσοι διπλωμάτες από την Αθήνα – Κηρύχθηκαν personae non gratae
Ρούλα Πισπιρίγκου: «Είμαι αθώα με αποδείξεις, είμαι στη φυλακή κι άλλοι έξω κάνουν πάρτι»!