Ο Γεώργιος Καΐρης, μίλησε για τις τελευταίες στιγμές με τη γυναίκα του αλλά και όσα του απέμειναν από εκείνη μετά το θάνατό της: «Εκείνη την ημέρα η Τάνια μου ζήτησε να φάμε στη τραπεζαρία. Ίσως διαισθάνονταν ότι θα ήταν το τελευταίο γεύμα που θα κάναμε μαζί. Γύρω στις 5:15 ακούσαμε ότι η φωτιά έχει πάει στο Νταού Πεντέλης. Κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά». Ο κ. Καΐρης, όπως κατέθεσε, γύρω στις 5:20 το απόγευμα είπε στη γυναίκα του και τους γείτονες τους να φύγουν από την περιοχή γιατί θα καούν. «Φωνάξαμε τα σκυλιά ήταν εκπαιδευμένα, μπήκαν αμέσως στο αμάξι. Η γυναίκα μου, η Τάνια, μου ζήτησε να μπει μέσα στο σπίτι για να πάρει τα πράγματα της. Έβγαλα το αμάξι και μπήκα μέσα στο σπίτι αλλά δεν την έβλεπα. Φώναζα «Τάνια, Τάνια». Νόμιζα ότι θα είχε βγει από την άλλη μεριά του σπιτιού. Εκείνη τη στιγμή συνειδητοποίησα ότι είχαν πάρει φωτιά τα πάντα…. Δεν υπήρχε νερό, είχε κοπεί. ….Τα πάντα είχαν μαυρίσει. Η μέρα είχε γίνει νύχτα. Κανείς δεν υπήρχε. Με έκαιγε το θερμικό φορτίο, δεν μπορούσα να μπω στο σπίτι. Έχω στο μυαλό μου εικόνα να κάνω βήματα στον αέρα και να φωνάζω την Τάνια χωρίς η φωνή μου να βγαίνει.
Κατάφεραν να βρω ένα τηλέφωνο και άρχισα να παίρνω τη γυναίκα μου. Μου είπε: «Καίγονται τα πάντα, δεν ξέρω τι να κάνω». Ίσως είναι το πιο τραγικό σημείο. Της είπα: «Μη φοβάσαι, της έδωσα το λόγο μου: «Θα ανέβω να σε πάρω». Πως μπορείς να συνεχίσεις να ζεις όταν έχεις δώσει το λόγο σου στον έρωτα της ζωή σου και δεν βοήθησες; Δεν ξέρω πως υπάρχω. … Κάποια στιγμή γύρω στις 8 εμφανίστηκε ένα βανάκι της Πυροσβεστικής. Κλαίγοντας και ουρλιάζοντας το σταμάτησα. «Βοήθησε με. Η γυναίκα μου ζει, πάμε να την πάρουμε» τους είπα. Γύρισαν και μου είπαν: «Είμαστε εδώ για άλλη δουλειά και σηκώθηκαν και έφυγαν», κατέθεσε ο κ . Καΐρης και συνέχισε: «Μπήκαμε στο σπίτι …Ούρλιαζα και ένας πυροσβέστης με έβγαλε έξω. …Έμεινε αβοήθητη μια ολόκληρη ώρα. Κάποιοι την ώρα που εμείς καιγόμαστε είχαν πάει με τις φιλενάδες τους βόλτα. Πηγαίνανε για καφέ ενώ ξέρανε τι συνέβαινε. Μιλώ για τον κ. Πορτοζούδη. Εν καιρώ ειρήνης στην Ανατολική Αττική έγινε πόλεμος από την ανυπαρξία του κράτους και όλων των υποδομών του. Μας αφήσανε να καούμε παντελώς», είπε ο κ. Καΐρης και πρόσθεσε: «Μόνο ένα γιατρό είδα, διασώστη. Πάνω στη μηχανή του να πετάει το κράνος του κάτω και να λέει: «Δεν μπορώ είναι ο τέταρτος νεκρός και δεν πρόλαβα…». Όταν η Πυροσβεστική περισυνέλλεξε τη σορό της γυναίκας μου, τους ζήτησα να ανοίξουν το σάκο για να χαιρετήσω τον έρωτα της ζωής μου. Ο ήχος του φερμουάρ τρυπάει το κεφάλι μου. Και πώς να φιλήσεις τον έρωτα της ζωής σου για 21 ολόκληρα χρόνια; Τα χείλια της ήταν παγωμένα… Ξέρετε τι μου έμεινε κυρία πρόεδρε; Αυτό εδώ; Αυτό το σακουλάκι. Είναι ότι απέμεινε από τον έρωτα της ζωής μου. Έχει μέσα αυτά που φόραγε εκείνη την ημέρα τη. Να το καμένο της ρολόι της. Η περιουσία μου είναι αυτή η σακούλα τίποτα άλλο».».
Ο Παναγιώτης Μανέτας, αναφέρθηκε στις προσπάθειες που έκανε για να σώσει τη γυναίκα του από τις φλόγες, η οποία μάλιστα αντιμετώπιζε κινητικά προβλήματα, καθώς έπασχε από σκλήρυνση κατά πλάκας. Ο μάρτυρας είπε στην κατάθεσή του: «Η συγχωρεμένη η γυναίκα μου ήταν ΑΜΕΑ. Ήταν κατάκοιτη σε ένα κρεβάτι, εγώ την φρόντιζα. Είχε σκλήρυνση κατά πλάκας. Υπήρχε μια γυναίκα γνωστή μου στο Νέο Βουτζά και μας φιλοξένησε για λίγο εκεί. Εγώ ότι χρήματα είχα τα ξόδευα για τη γυναίκα μου δεν είχαμε που να μείνουμε. Κάτσαμε αρκετό καιρό στο Νέο Βουτζά μέχρι να δούμε τι θα γίνει. Σκέφτηκα να τη βάλω σε ένα ίδρυμα, δε μπορούσα να τη κάνω καλά. Είχα φτιάξει τα χαρτιά. Ήταν όλα έτοιμα και την ημέρα της φωτιάς ήταν να τη πάω στο Ίδρυμα. Εκείνη την ημέρα ξαφνικά ακούσαμε για τη φωτιά που είχε πιάσει στην Πεντέλη. Η κυρία που μας φιλοξενούσε είπε να φύγουμε. Πώς να φύγουμε; Και αυτή είχε πρόβλημα στα πόδια της. Βγήκα έξω και είδα ένα κύριο με μια μάνικα να προσπαθεί. Είδα δυο πυροσβεστικά να κατεβαίνουν κάτω. Και ένα περιπολικό της Αστυνομίας, από το οποίο κανείς δεν κατέβηκε για να που πει κάτι. Μου έκαναν απλά νόημα να φύγω, σαν να με χαιρετούσαν. Πήγα στο σπίτι. Η φωτιά είχε φτάσει 20 με 30 μέτρα κοντά. Έβαλα τη γυναίκα μου στο καρότσι και βοήθησαν και την κυρία Βασιλική. Πήγαμε 30 μέτρα. Ήρθε ένας ιδιώτης με ένα φορτηγάκι που μας είπε να μας βοηθήσει. Να βάλουμε τη γυναίκα μου στη καρότσα. Πώς να σηκώσουμε ένα άνθρωπο 100 κιλά και 1,80 ύψος; Η φωτιά είχε πλησιάσει. Λέω στην κυρία Βασιλική «φύγε εσύ». Άρχισε να καίγεται όλο το σώμα μου. Σκεφτόμουν να σώσω τη γυναίκα μου. Κράτησα τη ψυχραιμία μου. Δεν ξέρω που βρήκα το κουράγιο και την τράβηξα με τα χέρια και την πήγα σε ένα σπίτι που είχε ένα κενό και την κράτησα εκεί. Έκανα προσευχή και ο Θεός με άκουσε. Μου έφερε δυο αγγέλους. Δυο νέα παιδιά. Ήταν αστυνομικοί εκτός υπηρεσίας που ήρθαν και μας βρήκανε. Αυτοί μας σώσανε. Και σώσανε και 20 με 30 ακόμη άτομα. Δε θυμάμαι τα ονόματά τους. Βγάλανε και άλλους από ένα σπίτι δίπλα. Δυστυχώς δεν μπορούσανε να σηκώσουν τη γυναίκα μου, να την βάλανε στο αμάξι. Ήρθε ένα πυροσβεστικό και την πήρε. Έζησε τέσσερις μέρες και πέθανε. Είχε εισπνεύσει καπνούς. Εγώ μπήκα στο νοσοκομείο Δεν υπήρχε ενημέρωση από κανέναν. Τίποτα δεν υπήρχε, τίποτα. Πληρώνουμε τους φόρους τα πάντα. Δεν έπρεπε να μας βοηθήσουν; Με έσωσε ο Θεός. Μας αφήσανε μόνους. Να στείλουν ένα αμάξι, κάτι να σωθούμε. Έχω κάνει δυο χειρουργεία, δεν μπορώ να ανοίξω τα χέρια μου. Πρέπει να κάνω ακόμη δυο χειρουργεία στο κάθε χέρι και αν φτιάξουν. Δεν μπορώ να βαδίσω καλά. Η φωτιά δεν με άγγιξε. Από τα θερμικά αέρια το έπαθα. 400 βαθμοί Κελσίου. Αν ήμουν σε επαφή με τη φωτιά θα είχα λιώσει. Έχω θέματα υγείας με τα χέρια και με τα νεύρα από τα καψίματα. Ζητώ Δικαιοσύνη για την αμέλεια και εύχομαι να συμβεί ποτέ ξανά αυτό».
Ο Ευάγγελος Χαμηλοθώρης έχασε τον γιο του, Παναγιώτη, και λίγο αργότερα και τη γυναίκα του η οποία υπέστη ανακοπή καρδιάς. «Την αποφράδα εκείνη ημέρα ήμουν σπίτι με την αείμνηστη σύζυγό μου. Είδαμε για τη φωτιά στη τηλεόραση» είπε ξεκινώντας την κατάθεσή του ο εν λόγω μάρτυρας για να συνεχίσει: «Ο γιος μου εργάζονταν και σχόλαγε στις 6. Μιλήσαμε και μου είπε: «Μας μπλέξανε με τη φωτιά». Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ένας θόρυβος και κόπηκε η επικοινωνία μας. Μετά δεν είχαμε καμία επαφή. Ύστερα από μια ώρα αποφασίσαμε να πάμε να δούμε τι γίνεται. Πήγαμε στο Αστυνομικό Τμήμα Νέας Μάκρης. Ρωτήσαμε για θύματα και μας είπαν ότι δεν υπάρχει τέτοια πληροφορία. Πήγαμε στην περιοχή αλλά δεν μπορούσαμε να μπούμε και γυρίσαμε. Συγγενείς μας είπαν ότι έφερναν επιζώντες σε Νέα Μάκρη και Ραφήνα. Πήγαμε στην Νέα Μάκρη και μας ενημέρωσαν πως «δεν φέρνουν εδώ επιζώντες, μόνο στη Ραφήνα». Πήγαμε στη Ραφήνα, δεν υπήρχε κανένα νέο. Αυτό κράτησε μέχρι το πρωί. Μας είπαν τότε, ότι ήρθε και το τελευταίο πλοίο με επιζώντες. Από εκεί άρχισε ο Γολγοθάς μας. Να ρωτάμε σε νοσοκομεία και αστυνομικά τμήματα για το γιο μου αλλά χωρίς αποτέλεσμα. Η κόρη μου έδωσε dna. Κάλεσαν και εμένα να δώσω. Όπως κατάλαβα είχε βρεθεί η σορός του αλλά δε μας το λέγανε. Την επόμενη ημέρα μας ειδοποίησαν να παραλάβουμε τη σορό του παιδιού μου. Ο ανακριτής και ο ιατροδικαστής μας είπε ότι ο γιος μου δεν υπέφερε. Πρώτα λιποθύμησε από τον καπνό και μετά κάηκε. Ήταν ένα είδος παρηγοριάς για εμάς. Ο γιος μου εγκλωβίστηκε στο δρόμο του θανάτου και εκεί χάθηκαν πολλοί. Είχε ακούσει μάλλον ότι η φωτιά πάει προς τον Άγιο Πέτρο και αποφάσισε να πάει από Μαραθώνος. Τους οδηγούσαν προς αυτό το δρόμο. Εκεί έρχονταν αυτοκίνητα προς Νέα Μάκρη και από Νέα Μάκρη προς Ραφήνα».
Η δίκη συνεχίζεται αύριο.
Ειδήσεις σήμερα
ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΟ-Συντάξεις: Οι επίσημοι πίνακες με τα ποσά μετά την αύξηση σε όλα τα ταμεία
Τουρκία: Πήρε μπροστά η μονταζιέρα – Τα ψεύτικα βίντεο του Ακάρ και η ελληνική απάντηση
Μανταλένα Καϊλή: «Δεν έχω πάρει ούτε ευρώ από την ΕΕ»