«Η συνέχιση της δημοσιονομικής λιτότητας δεν δημιουργεί συνθήκες διατηρήσιμης δημοσιονομικής προσαρμογής» και η πιθανότητα εξόδου της χώρας στις αγορές είναι μικρή, δεδομένης της τρέχουσας δημοσιονομικής κατάστασης και της αδυναμίας περιορισμού του πιστωτικού κινδύνου, αναφέρεται χαρακτηριστικά.
Όον αφορά τα εργασιακά, το Ινστιτούτο εκφράζει τον έντονο προβληματισμό του, καθώς σύμφωνα με τις δικές του εκτιμήσεις, το πραγματικό ποσοστό ανεργίας είναι στο 29,6%. Όπως εξηγεί, το 68,9% των εργαζομένων με μερική απασχόληση δηλώνει ότι ο λόγος για τον οποίο απασχολείται με αυτή τη μορφή εργασίας είναι ότι δεν μπορούσε να βρει πλήρη απασχόληση. Η μακροχρόνια ανεργία την ίδια ώρα, συνεχίζει να κινείται σε ποσοστό μεγαλύτερο του 70%.
Στο ίδιο πλαίσιο, επισημαίνεται ότι το ποσοστό ανεργίας εμφανίζεται σημαντικά υψηλότερο στις γυναίκες (27,2%) σε σχέση με τους άνδρες (18,9%), αλλά και στις νεότερες ηλικίες σε σχέση με τις γηραιότερες.
Ειδικότερα, η ανεργία στην ηλικιακή ομάδα 15-24 ετών βρίσκεται στο 44,2%, στην ηλικιακή ομάδα 25-29 ετών στο 33,2%, στην ηλικιακή ομάδα 30-44 ετών στο 21,5%, στην ηλικιακή ομάδα 45-64 ετών στο 18,5% και τέλος στην ηλικιακή ομάδα 65-74 στο 13%.
Το βασικό συμπέρασμα της μελέτης συνίσταται στο ότι «η συνέχιση της δημοσιονομικής λιτότητας δεν δημιουργεί συνθήκες διατηρήσιμης δημοσιονομικής προσαρμογής», ειδικά σε όρους επίτευξης βιώσιμων πρωτογενών πλεονασμάτων και ανάκτησης της φερεγγυότητας του δημόσιου τομέα.
Παράλληλα, υποστηρίζεται ότι η οικονομία βρίσκεται σε μια κατάσταση εύθραυστης στασιμότητας και μη διατηρήσιμης δυναμικής, λόγω της υψηλής αβεβαιότητας, της αδύναμης κατανάλωσης, της δραματικής αποεπένδυσης, αλλά και των αρνητικών επιπτώσεων αυτής στη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της οικονομίας.
Μικρή η πιθανότητα εξόδου στις αγορές
Κατά το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ, η πιθανότητα εξόδου της χώρας στις αγορές είναι μικρή, δεδομένης της τρέχουσας δημοσιονομικής κατάστασης και της αδυναμίας περιορισμού του πιστωτικού κινδύνου.
Αυτό οφείλεται, όπως αναλύει, στο γεγονός ότι η υπερφορολόγηση δεν δημιουργεί βιώσιμα πρωτογενή πλεονάσματα, ενώ η εύθραυστη και αβέβαιη τάση μεγέθυνσης της οικονομίας δεν δημιουργεί διατηρήσιμες προσδοκίες δημοσιονομικής φερεγγυότητας.
«Η ένταξη της οικονομίας στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας (ΕΚΤ) θα διευκόλυνε την έξοδο της χώρας στις αγορές, δεν θα είχε όμως προσδιοριστικό ρόλο στην ανάκτηση της φερεγγυότητας της χώρας» προσθέτει επίσης.