Γράφει ο Γιώργος Σερφιώτης
Με ορίζοντα το 2050 βρίσκεται συνεχώς στους υπολογισμούς και τις προβλέψεις των μεγαλύτερων οργανισμών παγκοσμίως και των κυβερνήσεων των ισχυρότερων κρατών την ώρα που εμφανίζεται σπάνια ως θεματική στον καθημερινό και πολιτικό δημόσιο λόγο.
Η απουσία αυτή από τη θεματολογία ίσως να εντοπίζεται στην πολυπλοκότητα του θέματος αλλά και στη δυναμική και συνεχή εξέλιξή του. Στην αρχή της η δημογραφία, που γεννήθηκε στα μέσα του 1660 από τον ερασιτέχνη στατιστικολόγο Τζον Γκράουντ, ήταν απλά η συνολική μελέτη των «δελτίων θνησιμότητας» που εκδίδονταν στο Λονδίνο.
Όμως, από τότε μέχρι σήμερα, το πεδίο έχει γίνει σημαντικά πιο περίπλοκο. Οι παράγοντες που το επηρεάζουν είναι σημαντικά πιο διευρυμένοι και οι ειδικοί πλέον κάνουν χρήση ολοένα και περισσότερων εργαλείων για την καλύτερη ανάλυση και αποτύπωση των δεδομένων. Η ενδυνάμωση των γυναικών παγκοσμίως, ο θρησκευτικός φονταμεταλισμός, οι κλιματικές αλλαγές, η διαρκής βελτίωση της τεχνολογίας, οι διατροφικές συνήθειες, μαζί με δεκάδες ακόμα παράγοντες διαρκώς αλληλεπιδρούν και αναδιαμορφώνουν το δημογραφικό του πλανήτη μας.
Γιατί «τσουνάμι»
Αξίζει να σημειωθεί πως μόνο τον 20ο αιώνα ο παγκόσμιος πληθυσμός τετραπλασιάστηκε και μέχρι το 2050, εκτιμάται ότι θα αυξηθεί ακόμα 32%. Το νούμερο είναι πιθανόν ασύλληπτο αν το σκεφτεί κανείς, καθώς ήδη κατοικούν τον πλανήτη μας 7,3 δισεκατομμύρια ψυχές, που με βάση τις εκτιμήσεις θα φτάσουν τα 9,7 δισεκατομμύρια.
Πέρα από το προφανές ερώτημα που γεννάτε για το «πού θα χωρέσουμε», προκύπτει και ένα ακόμα πιο σημαντικό, που επηρεάζει εξαιρετικά τις οικονομικές προβλέψεις, άρα και τις ζωές μας. Αυτό δεν είναι άλλο από το «τι ηλικία θα έχουμε τότε» σαν συνολικός πληθυσμός.
Δημογραφικό και οικονομία
Στην καθημερινότητα, η συζήτηση για την οικονομία περιστρέφεται γύρω από όρους όπως εισφορές, φόροι, δαπάνες δημοσίου, φοροδιαφυγή, κόστος εργασίας και άλλα πολλά ακόμα. Όμως το στοιχείο εκείνο που επηρεάζει όλα τα μοντέλα προβλέψεων και εν πολλοίς καθορίζει τον υπολογισμό όλων των παραπάνω, είναι η δημογραφική πρόβλεψη μιας χώρας. Με απλά λόγια, πόσοι πολίτες θα είναι κομμάτι του ενεργού πληθυσμού στο μέλλον, ώστε να συντηρούν τους πολύ νέους και τους γηραιότερους.
Χαλκιδική: Στις φωτιές τυλίχτηκαν δύο σκάφη στην μαρίνα του Πόρτο Καρράς
Μπορεί λοιπόν να μην το συζητάμε καθημερινά, αλλά η δημογραφική πρόβλεψη αποτελεί τροχοπέδη για την οικονομική βιωσιμότητα μιας χώρας, τις δυνατότητες δανεισμού της και εν γένει την αξιοπιστία της αναφορικά με τη μελλοντική της πορεία.
Παγκόσμιες πιέσεις
Σε έναν κόσμο που πλέον αποτελεί «μια γειτονιά» λόγω των αυξημένων αλληλεπιδράσεων, η σύνθεση του πληθυσμού, είναι αναμφίβολα ένας εξαιρετικά σημαντικός παράγοντας.
Ενώ ο παγκόσμιος πληθυσμός υπολογίζεται να αυξηθεί 32% έως το 2050, αυτό δεν σημαίνει αυτομάτως πως η αυξητική αυτή τάση θα εντοπιστεί σε κάθε γωνιά της γης. Μπορεί έτσι, παρότι το προσδόκιμο ζωής ξεπερνά το όριο των 80 ετών, ο κατά τόπους ρυθμός γεννήσεων να μειωθεί σημαντικά, δημιουργώντας ισχυρές στρεβλώσεις στις ισορροπίες των ηλικιακών ομάδων. Η Ευρώπη, εμπίπτει σε αυτή ακριβώς την περίπτωση.
Ο συνολικός πληθυσμός της αναμένεται να μειωθεί περίπου 30 εκατομμύρια έως το 2050, την ίδια στιγμή που ο ρυθμός γεννήσεων βρίσκεται κάτω από το 2,1 με τάση να μειωθεί περαιτέρω. Αναπόφευκτα λοιπόν, καλούμαστε να συζητήσουμε και να σχεδιάσουμε στρατηγικά, το πώς θα αντιμετωπίσουμε την πιθανότητα μετατροπής μας σε «ήπειρο γερόντων».
Η Ελλάδα
Η χώρα μας προφανώς και δεν ξεφεύγει από την τάση αυτή της ευρωπαϊκής ηπείρου. Το 2015 (τελευταία χρονιά με δεδομένα από την ΕΛΣΤΑΤ) ο ρυθμός γεννήσεων ήταν 1,3 και ο δείκτης εξάρτησης, δηλαδή η αναλογία του μη οικονομικά ενεργού πληθυσμού προς τον οικονομικά ενεργό, συνέχισε να αυξάνεται φτάνοντας στο 55,2. Η εικόνα αποτυπώνεται πιο ξεκάθαρα κοιτώντας τη διαφορά μεταξύ συνολικών γεννήσεων και θανάτων. Το 2015 στην πατρίδα μας είχαμε μείωση του συνολικού πληθυσμού κατά 29.000 και πλέον συμπολίτες μας, με την τάση να δείχνει πως θα συνεχιστεί αυτή η αρνητική διαφορά και τα επόμενα χρόνια.
Αποτέλεσμα της δημογραφικής αυτής πορείας στην Ελλάδα, είναι πως όλοι οι δείκτες, της οικονομίας, των εργασιακών θεμάτων, του κράτους πρόνοιας, της άμυνας και της ασφάλειας της χώρας, επιβαρύνονται σημαντικά στις προβλέψεις για το μέλλον. Επομένως, είμαστε αναγκασμένοι ως πολίτες να κάνουμε θυσίες μεγαλύτερες από αυτές που απαιτούν τα σημερινά δεδομένα, σε μια προσπάθεια να μειώσουμε όσο το δυνατόν περισσότερο τον αρνητικό αντίκτυπο στις επόμενες γενεές, από τη γήρανση του πληθυσμού. Πώς θα μπορέσουμε λοιπόν, να ανακόψουμε τις επιπτώσεις της μείωσης του ενεργού πληθυσμού από τα 7 εκατομμύρια που είναι σήμερα, σε περίπου 5 εκατομμύρια το 2050;
Μέρος της απάντησης
Η παράμετρος που απουσιάζει είναι οι υποδομές, δημόσιες και ιδιωτικές, που είναι ικανές να ενισχύσουν τις προσπάθειες των ζευγαριών για τεκνοποίηση, ώστε σταδιακά αν όχι να αναστρέψουμε την τάση, τουλάχιστον να μειώσουμε τη διαφορά.
Μια τέτοιου είδους υποδομή, που έχει τη δυνατότητα συνδυαστικά με άλλες να επηρεάσει θετικά τα μελλοντικά δημογραφικά δεδομένα, είναι η δημιουργία περισσότερων βρεφονηπιακών σταθμών. Η σκέψη είναι πως εάν ένα ζευγάρι που πολύ πιθανόν πιέζεται οικονομικά, γνωρίζει πως θα έχει βοήθεια στην ανατροφή του παιδιού ήδη από μικρή ηλικία, θα μπορέσει ευκολότερα να αποφασίσει το επόμενο βήμα και να αποκτήσει παιδί. Μια τέτοια αλλαγή, θα αυξήσει το χαμηλό ρυθμό γεννήσεων από το σημερινό 1,3.
Σύμφωνα με την έρευνα του ανεξάρτητου, μη κερδοσκοπικού οργανισμού έρευνας και ανάλυσης διαΝΕΟσις, με τίτλο «Γιατί η Ελλάδα πρέπει να Επενδύσει στην Προσχολική Ηλικία», παρατηρείται πως στη χώρα μας δεν έχουμε επίσημο φορέα που να διαθέτει συνολική εικόνα για τους παιδικούς σταθμούς. Η ίδια η ΕΛΣΤΑΤ, ξεκίνησε να τους απογράφει μόλις το 2014 και ακόμα δεν υπάρχουν δημοσιευμένα στοιχεία. Όμως με βάση εκτιμήσεις, ο αριθμός των βρεφονηπιακών σταθμών για το 2015 κυμαινόταν περίπου σε 1.200 με συνολική εκτιμώμενη δυνατότητα 120.000 θέσεων.
Το σημαντικό στο σημείο αυτό είναι πως τα παιδιά που βρίσκονται σε επιλέξιμες ηλικίες για να πάνε σε βρεφονηπιακούς σταθμούς είναι περίπου 300.000. Η Ελλάδα λοιπόν, με ρυθμό γεννήσεων 1,3 και υποδομές που δεν μπορούν να δεχθούν ούτε τα μισά παιδιά της, μάλλον πρέπει να δει το δημογραφικό της πρόβλημα με μια πιο στρατηγική ματιά και σε βάθος χρόνου.