Σκληρή ανακοίνωση εξέδωσε πριν από λίγο η Ένωση Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ για το όριο αποχώρησης των δικαστών από την υπηρεσία τους, το οποίο με βάσει το Σύνταγμα είναι το 67ο έτος.
Οι δικαστές του ανώτατου ακυρωτικού δικαστηρίου συνδέουν άμεσα το συνταγματικά προβλεπόμενο όριο με τη λειτουργική τους ανεξαρτησία και τονίζουν πως αυτή η συνταγματική επιταγή δεν προσκρούει στο ευρωπαϊκό δίκαιο, σημειώνοντας μάλιστα στην ανακοίνωσή τους μία σειρά από αποφάσεις του ΔΕΕ.
Οι σύμβουλοι της επικρατείας κάνουν μάλιστα λόγο για τη συνταγματική αυτή πρόβλεψη θυμίζοντας «τις πικρές εμπειρίες που έζησε το δικαστικό σώμα» από τις παρεμβάσεις που παρατηρήθηκαν από τη δικτατορική κυβέρνηση του Μεταξά, τις κατοχικές κυβερνήσεις, αλλά και τις κυβερνήσεις κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου.
Καταλήγοντας, οι δικαστές του ΣτΕ αναφέρουν ότι οποιαδήποτε συζήτηση για την αλλαγή των ορίων ηλικίας αποχώρησης από το σώμα μπορεί να γίνει μόνο με αλλαγή του Συντάγματος.
Η απάντηση της Βασιλική Θάνου
Την ίδια ώρα, η πρόεδρος του Αρείου Πάγου Βασιλική Θάνου με ανακοίνωσή της ζητά από τις συνδικαλιστικές ενώσεις καθώς και άλλους φορείς να αφήσουν τους δικαστές να εκφράσουν ελεύθερα την άποψή τους στη διοικητική ολομέλεια που έχει προγραμματιστεί για την Πέμπτη, μετά από αίτημα της συντριπτικής πλειοψηφίας των δικαστών όπως λέει.
Η ανακοίνωση της Ενωσης Δικαστικών Λειτουργών του ΣΤΕ
Με αφορμή τη δημόσια συζήτηση σχετικά με το ζήτημα του ορίου ηλικίας των δικαστικών λειτουργών, το Δ.Σ. της Ένωσης των Δικαστικών Λειτουργών του Συμβουλίου της Επικρατείας επισημαίνει τα εξής:
1) Η δικαστική ανεξαρτησία κατοχυρώνεται σε όλα ανεξαιρέτως τα ελληνικά Συντάγματα και συνδέεται ευθέως με τις θεμελιώδεις αρχές της διάκρισης των λειτουργιών και του κράτους δικαίου. Η δικαστική ανεξαρτησία περιλαμβάνει προσωπικές και λειτουργικές εγγυήσεις που κατοχυρώνονται στο Σύνταγμα, μεταξύ των οποίων σημαίνουσα θέση κατέχει ο καθορισμός συγκεκριμένου ορίου ηλικίας, με τη συμπλήρωση του οποίου οι δικαστές αποχωρούν υποχρεωτικά από την υπηρεσία.
2) Ο καθορισμός από το Σύνταγμα του 1975 συγκεκριμένου ορίου ηλικίας αποτρέπει παρεμβάσεις του νομοθέτη που θα αποσκοπούσαν είτε στην παράταση παραμονής ήδη υπηρετούντων ανώτατων δικαστών είτε στην πρόωρη απομάκρυνσή τους με την μείωση του ορίου, ενώ ταυτόχρονα διασφαλίζει την ανανέωση των προσώπων στις ανώτατες θέσεις της δικαστικής ιεραρχίας που αποτελεί βασική επιλογή ενός δημοκρατικού πολιτεύματος.
3) Η επιλογή του Συντάγματος 1975 οφείλεται στις πικρές εμπειρίες που έζησε το δικαστικό σώμα και γενικότερα η ελληνική πολιτεία και κοινωνία, από τις παρεμβάσεις του νομοθέτη στον καθορισμό του ορίου ηλικίας με σκοπό την εκκαθάριση του δικαστικού σώματος από πρόσωπα “μη αρεστά” στην εκτελεστική εξουσία και την προώθηση άλλων που θεωρούνταν “ημέτεροι”.
4) Οι παρεμβάσεις αυτές παρατηρούνται από τη δικτατορική κυβέρνηση Μεταξά (ΑΝ 1912/1939), από τις κατοχικές κυβερνήσεις (ΝΔ 266/1941, ΝΔ 1380/1942) και από κυβερνήσεις κατά την περίοδο του εμφυλίου πολέμου (ΑΝ 721/1945).
5) Το Συμβούλιο της Επικρατείας, επί προσφυγής του αποχωρήσαντος προέδρου του Αρείου Πάγου λόγω μείωσης του ορίου ηλικίας, με την απόφαση 46/1945 έκρινε αντισυνταγματικό τον ΑΝ 721/1945 με τη σκέψη ότι ο προβλεπόμενος στο άρθρο 88 παρ. 2 Σ. 1911 ειδικός νόμος μόνον εφάπαξ μπορούσε να εκδοθεί, διότι αντίθετη εκδοχή που θα επέτρεπε τη διαρκή αυξομείωση των ορίων ηλικίας θα οδηγούσε σε ουσιώδη μείωση της συνταγματικής εγγύησης της ανεξαρτησίας των δικαστικών λειτουργών.
Ωστόσο, ο πρόεδρος του Αρείου Πάγου απαλλάχθηκε εκ νέου από την υπηρεσία με β.δ. εκδοθέν, αυτή τη φορά, κατ’ επίκληση της 93/1946 συντακτικής πράξης, αλλά η Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας, με την 370/1946 απόφαση έκρινε και την εν λόγω συντακτική πράξη αντισυνταγματική, ακυρώνοντας το ως άνω β.δ.
6) Έχοντας επίγνωση των προβλημάτων και των ανωμαλιών που δημιουργήθηκαν και είχαν ως στόχο την ποδηγέτηση της δικαιοσύνης, το Σύνταγμα του 1952 (άρθρο 88 παρ. 2) ρύθμισε το ίδιο κατά τρόπο εξαντλητικό το ζήτημα των ορίων ηλικίας των δικαστικών λειτουργών αφαιρώντας οριστικά τη σχετική εξουσία από τον νομοθέτη. Την ίδια επιλογή ακολούθησε και ο συντακτικός νομοθέτης του 1975 (άρθρο 88 παρ. 5), ρυθμίζοντας κατά τρόπο αποκλειστικό το όριο ηλικίας, όπως συνάγεται από τις προπαρασκευαστικές εργασίες θέσπισης του Συντάγματος 1975 (Βουλή των Ελλήνων, Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή, Πρακτικά των Συνεδριάσεων των Υποεπιτροπών της επί του Συντάγματος 1975 Κοινοβουλευτικής Επιτροπής σ. 203 επ., 287επ., Βουλή των Ελλήνων, Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή, Επίσημα Εστενογραφημένα Πρακτικά της Ολομέλειας της Επιτροπής του Συντάγματος 1975 σ. 384 – 393, Βουλή των Ελλήνων, Ε΄ Αναθεωρητική Βουλή, Πρακτικά των Συνεδριάσεων της Ολομέλειας της Βουλής των συζητήσεων επί του Συντάγματος 1975 σ. 603 επ., 624 επ., 751επ.). Όπως δε έχει κριθεί από την Ολομέλεια του Συμβουλίου της Επικρατείας ο καθορισμός από το Σύνταγμα του ορίου υποχρεωτικής αποχώρησης από την υπηρεσία των δικαστικών λειτουργών δεν θίγει την αρχή της ισότητας (βλ. ΣτΕ Ολομ. 4581/1983).
7) Εξάλλου, δεν τίθεται ζήτημα παραβίασης του ενωσιακού δικαίου, το οποίο σέβεται την συνταγματική ταυτότητα των κρατών μελών (άρθρο 4 παρ. 2 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση), συμπεριλαμβανομένων και των διατάξεων του Συντάγματος για την δικαστική ανεξαρτησία. Σε πρόσφατη, μάλιστα, απόφασή του το ΔΕΕ έκρινε ότι η υποχρεωτική αποχώρηση δικαστικών λειτουργών από την υπηρεσία μετά τη συμπλήρωση ανάλογου ορίου ηλικίας δεν αντιβαίνει στο ενωσιακό δίκαιο (βλ. ΔΕΕ απόφαση της 21.7.2011, συνεκδικασθείσες υποθέσεις C-159/2010 και C-160/2010, Gerhard Fuchs και Peter Köhler). Σημειωτέον δε ότι και με την απόφαση του Ανώτερου Διοικητικού Δικαστηρίου της Έσσης (Hessischer VGH, Beschluss vom 19.8.2013 – Az 1 B 1313/13) κρίθηκε ότι η υποχρεωτική αποχώρηση δικαστών από την υπηρεσία με τη συμπλήρωση συγκεκριμένου ορίου ηλικίας δεν αντιβαίνει στο ενωσιακό δίκαιο και, με τον τρόπο αυτό, ανατράπηκε η προγενέστερη διάταξη της 16.5.2013 του Διοικητικού Δικαστηρίου της Φρανκφούρτης (VG Frankfurt am Main, Beschluss vom 16.5.2013, Az. 9 L 1393/13.F), με την οποία, κατά τη διαδικασία των ασφαλιστικών μέτρων, είχαν κριθεί τα αντίθετα.
8) Από όλα τα ανωτέρω προκύπτει ότι η διάταξη του άρθρου 88 παρ. 5 του Συντάγματος είναι σαφής και ανεπιφύλακτη και δεν είναι δεκτική αντίθετης ερμηνείας που θα ανέτρεπε την ασφάλεια δικαίου, στην οποία αποβλέπει κάθε πολίτης και την οποία είναι ταγμένοι να υπηρετούν οι δικαστές. Συνεπώς, η συζήτηση γύρω από το ζήτημα του ορίου ηλικίας των δικαστικών λειτουργών μπορεί να γίνει μόνο με τελικό σκοπό τη διατύπωση πρότασης για την αναθεώρηση της σχετικής διατάξεως του Συντάγματος. Οποιαδήποτε άλλη λύση δίνει τη δυνατότητα να ανατρέπονται διατάξεις του Συντάγματος με σαφές και ανεπιφύλακτο περιεχόμενο.
Αναλυτικά η ανακοίνωση της Προέδρου του Αρείου Πάγου
“Οι ανακοινώσεις ορισμένων μελών επιστημονικών και συνδικαλιστικών φορέων, σχετικά με τη σύγκληση της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου, της 26-1-2017 είναι αδικαιολόγητες και δημιουργούν εύλογα ερωτηματικά, και τούτο διότι με το περιεχόμενο των ανακοινώσεών τους προσπαθούν να στοχοποιήσουν προσωπικά την
Πρόεδρο του Αρείου Πάγου, παρότι γνωρίζουν πολύ καλά ότι:
1) Το αίτημα αύξησης της ηλικίας συνταξιοδότησης των Δικαστών δεν είναι αίτημα προσωπικό, αλλά αίτημα της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ανώτατων και Ανώτερων Δικαστικών Λειτουργών, οι οποίοι κατ΄ επανάληψη είχαν απευθυνθεί και εξακολουθούν να απευθύνονται και στην Ένωση Δικαστών και Εισαγγελέων, ζητώντας να στηρίξει το δίκαιο και νόμιμο αίτημά τους.
2) Ο Πρόεδρος του Αρείου Πάγου διαθέτει απόλυτα νόμιμο δικαίωμα (άρθ. 14 παρ. 2 και 4 ΚΟΔΚΔΛ – Ν. 1756/1988) να συγκαλεί την Ολομέλεια, για να γνωμοδοτήσει επί νομικών ζητημάτων, δικαίωμα το οποίο και κατά το παρελθόν συχνά έχει ασκήσει ο εκάστοτε Πρόεδρος. Τα μέλη της Ολομέλειας είναι εκείνα, τα οποία θα αποφασίσουν για την νομική ορθότητα, τη βασιμότητα και τη συνταγματικότητα ή μη των τεθέντων ερωτημάτων.
Ας αφήσουν λοιπόν ανεπηρέαστους τους Δικαστές του Αρείου Πάγου, οι οποίοι δεν έχουν ανάγκη ούτε υποδείξεων ούτε παραινέσεων, για να εκφράσουν την επιστημονική τους άποψη.
Οι ανακοινώσεις των ως άνω φορέων λίγες μόλις ημέρες πριν τη συνεδρίαση της Ολομέλειας και χωρίς να αναμένουν για να ακουσθεί και η αντίθετη προς τη δική τους νομική άποψη, μπορούν δικαιολογημένα να θεωρηθεί ότι συνιστούν ανεπίτρεπτη προσπάθεια επηρεασμού και παρεμπόδισης της ελεύθερης έκφρασης γνώμης των μελών του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αποτελούν σαφή παρέμβαση, για την έκδοση της απόφασης της Ολομέλειας του Αρείου Πάγου.”