Επίσης καταθέτουν ότι ο Μ. Καλομοίρης, μετά τον αρχικό καυγά, κινήθηκε οπλισμένος προς το σπίτι του Γ. Ξυλούρη και ήταν ο αδικοχαμένος πατέρας του εκείνος που τον γύρισε πίσω.
Στην κατάθεση ο μάρτυρας φέρεται να υποστηρίζει: «Είδα το Μανόλη να κρατάει ένα όπλο και πήγαινε προς το σπίτι του Ξυλούρη. Ο πατέρας του και ο ξάδερφος του μαζί με άλλα άτομα, δεν θυμάμαι πια, του φώναζαν και προσπαθούσαν να τον σταματήσουν. Ο πατέρας θυμάμαι ότι του είπε: «Μη Μανόλη υπάρχουν κοπέλια μέσα». Το ίδιο του είπα και εγώ. Εκεί είδα το πιστόλι, το κρατούσε στο χέρι. Ο Καλομοίρης έφθασε έξω από το σπίτι του Ξυλούρη. Ο πατέρας του τον γύρισε πίσω».
Σε άλλο σημείο κατάθεσης περιγράφεται ότι ο Γιώργης Ξυλούρης είχε θολώσει από τη μπουνιά που είχε φάει από τον Μ. Καλομοίρη. Ήταν νευριασμένος και δεν μπορούσε να το χωνέψει ότι τον χτύπησε ενώ πήγαινε στο σπίτι του. Όταν πλέον γύρισε στο σπίτι με το μάτι μωλωπισμένο, οι δικοί του προσπάθησαν να τον κλειδώσουν και να τον κρατήσουν εκεί.
«Ζήτησα να κλειδώσω την πόρτα του διαμερίσματος. Κλειδώνω την πόρτα και βάζω το κλειδί στην τσέπη. Μέχρι να κλειδώσω μπήκε στην κρεβατοκάμαρα του μαζί με τη γυναίκα του. Μπήκα και εγώ. Πέσαμε και οι τρεις στο κρεβάτι. Προσπαθούσαμε να τον συγκρατήσουμε» καταθέτει μάρτυρας, ο οποίος αγνοούσε ότι κρεβατοκάμαρα συγκοινωνούσε με την ταράτσα του διπλανού σπιτιού απ’ όπου έφυγε ο νεαρός κτηνοτρόφος.
Συγκλονιστική όμως είναι και η περιγραφή των τελευταίων στιγμών του Γ. Ξυλούρη. «Περίπου στο σημείο που είχε γίνει ο καυγάς, είδα ότι είχε μαζευτεί κόσμος και άκουγα τις γυναίκες να ουρλιάζουν. Είδα τον Γιώργη με σφαίρες επειδή η μπλούζα του ήταν σκισμένη. Ήταν πεσμένος κολλητά στην καρότσα του Ν… Δεν ξέρω αν εκεί χτυπήθηκε ή αν είχε μεταφερθεί για να τον βάλουν στην καρότσα. Με τον Μ., δεν θυμάμαι αν ήταν άλλος και ποιος, ανεβάσαμε το Γιώργη στην καρότσα. Ανέβηκα εγώ, ο Μ. και η γυναίκα του Γιώργη. Κατά τη μεταφορά στο Κέντρο Υγείας πιστεύω ότι ξεψύχησε διότι άκουσα-είδα δύο επιθανάτιους ρόγχους και μετά νομίζω ότι χάθηκε η επικοινωνία. Όσο τον βάζαμε στην καρότσα, δεν είδα κανένα όπλο ούτε είχα αντιληφθεί ότι στο ίδιο αυτοκίνητο ήταν ο Λευτέρης».