Οπως είπε οι πειρατές τους είχαν μεταφέρει σε μια βαλτώδη περιοχή δίπλα σε ένα ποτάμι. Όλες τις ημέρες της ομηρίας τους ζούσαν πάνω στα δέντρα. Εκεί είχαν τοποθετήσει ξύλινες τάβλες για να μπορούν να κοιμούνται.
Όπως εκμυστηρεύτηκε στους δικούς του ανθρώπους, οι πειρατές δεν τον είχαν δεμένο, αλλά τόσο ο ίδιος όσο και οι άλλοι όμηροι βρίσκονταν συνεχώς περικυκλωμένοι από οπλισμένους άνδρες.
Για να τους κρατήσουν στη ζωή, κάποιες ημέρες οι οπλισμένοι φρουροί τους έδιναν εμφιαλωμένο νερό, ενώ κάποιες άλλες αναγκάζονταν να πιουν νερό μέσα από πλαστικές σακούλες που προηγουμένως είχαν βυθιστεί στο ποτάμι.
Το φαγητό που έτρωγαν ήταν ελάχιστο. Κυρίως τους έδιναν σκέτο ρύζι και άλλες φορές τους τάιζαν με το ωμό κρέας των άγριων θηρίων της περιοχής.
Όπως αναφέρει η Real News, η προσευχή ήταν το στήριγμα του. Εκείνες τις δύσκολες στιγμές θυμόταν τις συμβουλές της μητέρας του, η οποία στο παρελθόν του είχε πει, σε περίπτωση που βίωνε μια περιπέτεια, να προσευχόταν στον Θεό.
«Θέλω να ευχαριστήσω τον Θεό, τους γονείς μου, το δικηγορικό γραφείο του Νίκου Κούστα και των παιδιών του, Βασίλη και Κατερίνας καθώς και όλους όσοι με υποστήριξαν πνευματικά όλες αυτές τις ημέρες που βρισκόμουν στα χέρια των απαγωγέων», λέει μέσω των δικηγόρων του ο Δ. Γκιάτης θέλοντας να κλείσει με αυτόν τον τρόπο την τελευταία σελίδα του βιβλίου της δοκιμασίας του.