Ο Δημήτρης Ρούπας, επιπυραγός της 1ης Ειδικής Μονάδας Αντιμετώπισης Καταστροφών (ΕΜΑΚ), βρέθηκε μαζί με τους 26 συναδέλφους του και τον επικεφαλής της ομάδας, αντιπύραρχο Αθανάσιο Μπαλάφα, στην πόλη Θουμάν της Αλβανίας, περίπου έντεκα ώρες από τη στιγμή που ο φονικός εγκέλαδος «χτύπησε» τη χώρα, αφήνοντας 10.000 άτομα χωρίς στέγη και 52 νεκρούς. Οι ίδιοι επιχείρησαν με κίνδυνο της ζωή τους κάτω από τσιμεντένιες πλάκες που ανά πάσα στιγμή μπορεί να έπεφταν. Ενας δυνατός μετασεισμός αρκούσε.
Ο Ελεύθερος Τύπος της Κυριακής τούς συνάντησε, εννέα μέρες μετά τον σεισμό, στην έδρα της 1ης ΕΜΑΚ στη Λεωφόρο ΝΑΤΟ, στον Ασπρόπυργο, όπου επέστρεψαν αφού ολοκλήρωσαν την επιχείρησή τους. Η ταπεινότητα, συνάμα το θάρρος θα μπορούσαν κάλλιστα να περιγράψουν το βλέμμα τους. Ο επιπυραγός περιέγραψε στον «Ε.Τ.» της Κυριακής, μαζί με τον επικεφαλής της ομάδας, τις πρώτες κρίσιμες ώρες που έκαναν -με ταχύτητα, ταυτοχρόνως και με επαγγελματισμό- αυτό που γνωρίζουν καλύτερα από οτιδήποτε άλλο: να σώζουν ανθρώπινες ζωές σε έκτακτες κρίσεις. Σε αντίθεση με όλους τους άλλους που τους χαρακτηρίζουν -δικαίως- «ήρωες», ο κ. Μπαλάφας ξεκαθαρίζει πως «είμαστε απλώς επαγγελματίες».
Τεράστιο ρίσκο
«Φτάσαμε την Τρίτη, 26 Νοεμβρίου, λίγο μετά τις πέντε το απόγευμα. Εξι ώρα ήδη ήμασταν στο πεδίο και είχαμε ξεκινήσει τις επιχειρήσεις. Χωριστήκαμε σε δύο ομάδες. Δεν σταματήσαμε ποτέ. Δουλεύαμε 24 ώρες το 24ωρο. Η μία βάρδια βάσει πρωτοκόλλου έμεινε στο camp για να φτιάξει τις σκηνές και η άλλη ομάδα έφυγε για το πεδίο. Η κατασκήνωση ήταν πάρα πολύ κοντά. Ξεκινήσαμε κατευθείαν. Είχαμε πληροφορίες για δύο εγκλωβισμένους ζωντανούς. Εναν άνδρα και μία γυναίκα», μας λέει ο κ. Ρούπας, που επιχείρησε μαζί με τους συναδέλφους του από την πρώτη στιγμή.
Το ρίσκο εκείνη τη στιγμή ήταν τεράστιο. Οι κατασκευές στην Αλβανία είναι αρκετά πρόχειρες -όπως αποδείχθηκε-, κάτι που σημαίνει πως η επικινδυνότητα της επιχείρησης είχε χτυπήσει «κόκκινο».
«Χωρίστηκαν οι δύο ομάδες. Δουλέψαμε πάντα βάσει προτεραιότητας στους ζωντανούς. Εγώ ήμουν στη γυναίκα, η οποία ήταν εγκλωβισμένη στο ισόγειο, είχε καταπλακωθεί το δεξί της χέρι. Αφού τη σώσαμε, της αφαίρεσαν το χέρι. Ηταν δύσκολο σημείο. Ηταν μεγάλο το ρίσκο συγκριτικά με άλλες επιχειρήσεις στο παρελθόν, όπως αυτή στην Αθήνα, στον μεγάλο σεισμό του 1999. Η διείσδυση στα χαλάσματα δεν ήταν τόσο μεγάλη αλλά ήταν πιο επικίνδυνη γιατί οι κατασκευές δεν ήταν σωστές, δεν υπήρχε πουθενά σκυρόδεμα, υπήρχαν σύρματα. Ηταν επικίνδυνο. Γιατί όπου επιχειρούσαμε κρέμονταν τούβλα και έκανε συνέχεια μετασεισμούς. Επεφταν τούβλα και άλλα αντικείμενα, ακόμη και όταν δεν έκανε μετασεισμό», ανέφερε ο επιπυραγός στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής.
Οι έμπειροι διασώστες, που έχουν επιχειρήσει σε αρκετές αντίστοιχες περιπτώσεις, είχαν να αντιμετωπίσουν ακόμη ένα πρόβλημα, το οποίο ήταν «βαρίδι» στη μάχη που έδιναν με τον χρόνο για να σώσουν όσο το δυνατόν περισσότερους εγκλωβισμένους. Ο σεισμός «βρήκε» τη γείτονα χώρα στις έξι το πρωί. Αυτό πρακτικά σημαίνει πως οι περισσότεροι πολίτες που εγκλωβίστηκαν εκείνη την ώρα στα συντρίμμια των κατεστραμμένων πολυκατοικιών και των σπιτιών ήταν στα κρεβάτια τους, τυλιγμένοι στις κουβέρτες και τα παπλώματά τους. Εν προκειμένω, οι πυροσβέστες έπρεπε πρώτα να «κόψουν» με σχεδόν… χειρουργικές κινήσεις τα υφάσματα και στη συνέχεια να τραβήξουν τα θύματα.
«Ενα από τα πιο δύσκολα υλικά είναι τα υφάσματα και τα πανιά. Ο σεισμός έγινε στις έξι η ώρα το πρωί. Εκείνη την ώρα ο κόσμος ήταν στα κρεβάτια του. Το πάπλωμα για να κοπεί μπορεί να χρειαστεί από μισή ώρα μέχρι και πέντε ώρες. Μας δυσκόλεψε πάρα πολύ το γεγονός ότι υπήρχαν τέτοια πράγματα. Οταν κάποιον τον βλέπεις κάτω από τα ερείπια, βάζεις πιο εύκολα το εργαλείο, θα τον ανασηκώσεις, θα δεις τι και πώς. Οταν είναι τυλιγμένος στο πάπλωμα πρέπει να πας πάρα πολύ προσεκτικά, θα πρέπει να βάλεις μέσα το χέρι σου να ψηλαφήσεις και σιγά σιγά με εργαλείο κοπής, που μπορεί να είναι ένα μαχαίρι ή ένα ψαλίδι, να κόβεις. Οπότε σου παίρνει περισσότερη ώρα, που αρκετές φορές μπορεί να είναι καθοριστική», μας εξήγησε ο κ. Ρούπας.
Υστερα από δυόμισι ώρες, η 45χρονη βγήκε από τα συντρίμμια στην αγκαλιά των διασωστών, στην περιοχή που είναι περίπου 15 χιλιόμετρα βορειοδυτικά των Τιράνων.
«Την απεγκλωβίσαμε ύστερα από 2,5 ώρες. Ηταν πάρα πολύ δυνατή. Της έλεγα τι να κάνει. Παραδείγματος χάρη, όταν απεγκλώβισα το δεξί της χέρι, μετά έπρεπε να πάω στο αριστερό της χέρι. Της έλεγα “τώρα θα σηκώσω την πλάκα, θα μου τραβήξεις το χέρι, να συντονιστούμε’’ για να είναι πιο εύκολος ο απεγκλωβισμός της. Γενικά της έδινα κουράγιο, όλα καλά. Μου έκανε τρομερή εντύπωση ότι δεν παραπονέθηκε ούτε μία στιγμή! Απλά φώναζε το όνομά μου. Να ξεκαθαρίσουμε ότι είμαστε ομάδα. Οσο εκπαιδευμένος κι αν είσαι, όση εμπειρία και αν έχεις, όσο δυνατός και να είσαι, λειτουργείς σαν ομάδα. Αλλος κοιτούσε, άλλος ήταν από πίσω μας έτοιμος να μας αρπάξει σε περίπτωση μετασεισμού. Δεν την απεγκλώβισα μόνος μου», θυμάται από εκείνη τη δύσκολη ημέρα ο επιπυραγός. Στις επιχειρήσεις συμμετείχε και ο Οσκαρ, ο σκύλος της ομάδας που έκανε έρευνες στα συντρίμμια.
«Ο συντονισμός ήταν τρομερός»
Η 1η ΕΜΑΚ επιχείρησε στο Θουμάν ενώ οι 15 άντρες της 5ης ΕΜΑΚ, με έδρα τα Γιάννενα, επιχείρησαν στο Δυρράχιο απεγκλωβίζοντας και αυτοί με τη σειρά τους έναν άνδρα εν ζωή. Σε κάθε «κρίση» υπάρχει πάντοτε και ένας «εγκέφαλος» που φροντίζει για τη σωστή διαχείρισή της. Στην προκειμένη περίπτωση τον πιο δύσκολο ρόλο φαίνεται πως είχε ο Αθανάσιος Μπαλάφας, επικεφαλής της 1ης ΕΜΑΚ, μαζί με τον συνάδελφό του από την 5η. Οι Αλβανοί, παρά το γεγονός πως ήταν εν μέσω ενός τεράστιου και καταστροφικού σεισμού, κατάφεραν γρήγορα να αποκτήσουν, σε συνεργασία με τους συναδέλφους τους από πολλές χώρες, τον απαραίτητο συντονισμό.
Σύμφωνα με τους ειδικούς, η εκάστοτε επιχείρηση έρευνας και διάσωσης είναι μία αρκετά περίπλοκη κατάσταση. Η «γαλανόλευκη» επιχείρηση, όπως ανέφερε ο επικεφαλής της 1ης ομάδας διάσωσης, ξεκίνησε από την Ελλάδα. Η γραμματεία Πολιτικής Προστασίας είχε στείλει τις απαραίτητες ενημερώσεις στην αλβανική πρεσβεία με αποτέλεσμα να γνωρίζουν πόσα άτομα θα έπρεπε να περιμένουν, τι δυνατότητες έχει η ελληνική αποστολή αλλά και τι χρειάζονταν τα μέλη της.
«Με περίμεναν…»
«Τα τελευταία τριάντα χρόνια που και τα Ηνωμένα Εθνη και η Ευρωπαϊκή Ενωση έχουν ρίξει βάρος στον συντονισμό στις καταστροφές έχουμε δει όσοι είμαστε στον χώρο ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο η επικινδυνότητα αλλά το πώς θα συντονίσεις τις ανάγκες πίσω. Πώς θα ταιριάξεις τις πραγματικές ανάγκες στο πεδίο με τους πραγματικούς πόρους και μέσα που φέρνει κάθε ομάδα στον χώρο. Ουσιαστικά η επιχείρηση ξεκίνησε φεύγοντας από την Ελλάδα. Οταν προσγειώθηκα στα Τίρανα, γύρω στις τρεις και τέταρτο το μεσημέρι της Τρίτης, με περίμενε ένας εκπρόσωπος της ελληνικής πρεσβείας μαζί με έναν ανώτατο αξιωματικό της αλβανικής αστυνομίας. Είχα στη διάθεσή μου το αυτοκίνητο που χρειαζόμουν για τον εξοπλισμό, ενώ είχαμε και δικό μας αυτοκίνητο», μας είπε ο κ. Μπαλάφας.
Ηδη οι αλβανικές αρχές είχαν αποφασίσει πού θα επιχειρήσουν οι Ελληνες διασώστες. Στο αεροδρόμιο δύο Ιταλοί είχαν αναλάβει τον ρόλο των ανθρώπων υποδοχής των ευρωπαϊκών ομάδων που έφταναν στη χώρα. «Στην επόμενη ώρα, γύρω στις τέσσερις το μεσημέρι, ως ώφειλα, έψαξα να βρω αν υπάρχει κέντρο υποδοχής των διασωστικών ομάδων. Είναι μία πάγια τακτική, πίσω από τις κουρτίνες, είναι τα άτομα που ξέρουν ανά πάσα ώρα και στιγμή ποιος είναι και πού είναι. Αυτό που στοιχίζει τις πρώτες ώρες μιας κρίσης είναι η έλλειψη πληροφορίας ή οι μαζεμένες πληροφορίες που δεν ξέρουμε αν είναι σωστές και έγκυρες. Αυτόν τον ρόλο τον παίζουν κάποια άτομα. Στο αεροδρόμιο υπήρχαν για αυτόν τον ρόλο δύο Ιταλοί, οι οποίοι έφτασαν πρώτοι και ανέλαβαν αυτόν τον ρόλο. Πέρασα ένα εικοσάλεπτο με αυτούς και τους εξήγησα ποιοι είμαστε. Αντιλαμβάνεστε ότι όλες οι διασωστικές ομάδες έκαναν ακριβώς το ίδιο πράγμα», μας είπε ο επικεφαλής της 1ης ΕΜΑΚ και συνέχισε: «Εκανα τότε αξιολόγηση του χώρου και έβγαλα έξω την πρώτη ομάδα. Η δεύτερη ομάδα έφτιαξε ένα σημείο διοίκησης και τη βάση των επιχειρήσεων. Ταυτόχρονα απαντούσα σε τηλέφωνα και επικοινώνησα με τον Ιταλό ξανά. Με ρώτησε αν έκρινα ότι χρειάζομαι βοήθεια στο χωριό».
Συσκέψεις
Ολες οι διασωστικές ομάδες συμφώνησαν πως η πρώτη συνάντηση που θα έκαναν θα ήταν το πρωινό της Τετάρτης στο Δυρράχιο και ότι δύο φορές την εκάστοτε ημέρα παραμονής τους θα έκαναν αντίστοιχη σύσκεψη. Ταυτόχρονα με τις επιχειρήσεις των διασωστών «έτρεχε» μία σκληρή προσπάθεια να συντονιστούν όλοι στο πεδίο. «Σε πρώτο χρόνο προσπαθήσαμε όλες οι διασωστικές ομάδες απ’ όλες τις χώρες να πείσουμε τις τοπικές αρχές ότι εδώ “αν θέλετε να μας εκμεταλλευτείτε σωστά, θα πρέπει να μπούμε σε έναν κύκλο εργασιών με συγκεκριμένο πλαίσιο’’. Οι Αλβανοί μάς άκουσαν. Ενας από το προσωπικό μας, που έχει εκπαιδευτεί για αυτόν τον σκοπό, έμεινε με τις τοπικές αρχές στο δημαρχείο του Δυρραχίου και ουσιαστικά κατηγοριοποιούσαν ανάγκες: νερό, φαγητό, έρευνες, διάσωση. Ηταν ο σύνδεσμός μας. Υστερα από επτά – οκτώ ώρες είχες 15 ανοιχτά προβλήματα (σ.σ.: κτίρια τα οποία είχαν πέσει), από αυτά τα δύο δεν είχαν κανέναν εγκλωβισμένο, από τα 13 μέσα σε έξι ώρες στα μισά είχαν λυθεί τα προβλήματα και έπρεπε να δουλέψουμε στα υπόλοιπα. Ολοι είχαν διάθεση συνεργασίας. Τους βοήθησε και η εμπειρία που είχαν πριν από δυο – τρεις μήνες. Είχαν πάλι έναν σεισμό», είπε ο κ. Μπαλάφας στον Ελεύθερο Τύπο της Κυριακής.
Και εκείνο το διάστημα πάντως οι ελληνικές αρχές είχαν αποστείλει σκηνές, φαγητό και ρούχα, τα οποία τότε δεν είχαν χρησιμοποιηθεί αλλά τελικά αποδείχθηκαν αναγκαία μετά τον καταστροφικό σεισμό.
Από την έντυπη έκδοση