Η Ελλάδα κρατάει τα τελευταία χρόνια υψηλή θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών χωρών, διαθέτοντας ένα από τα υψηλότερα ποσοστά φοιτητικού πληθυσμού σε σχέση με τον πληθυσμό της. Μάλιστα, συγκριτικά με τις χώρες του ΟΟΣΑ, το ποσοστό των κατόχων πτυχίου τριτοβάθμιας εκπαίδευσης στην Ελλάδα στις ηλικίες 25-34 ετών αγγίζει το 42%, ευρισκόμενο αρκετά κοντά στον μέσο όρο του ΟΟΣΑ, που καταγράφει το 44%.
Οι νέοι επιλέγουν να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους, σε αντίθεση με άτομα μεγαλύτερης ηλικίας που δεν κατέχουν πτυχίο.
Το παραπάνω συμπέρασμα προκύπτει από το ότι στις ηλικίες 25-64 ετών το ποσοστό της χώρας μας πέφτει στο 32%, έναντι 37% μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ.
Οσο υψηλή είναι η θέση της Ελλάδας όσον αφορά την παρουσία της στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, αντιστρόφως ανάλογη είναι η προσβασιμότητα των αποφοίτων στην αγορά εργασίας. Μάλιστα, η διαφορά σε σχέση με τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ αγγίζει το 16%.
Ειδικότερα, μόλις το 72% των πτυχιούχων εργάζεται, και από αυτούς τα μεγαλύτερα θύματα της ανεργίας είναι οι νέοι, καθώς στις ηλικίες 25-34 ετών το ποσοστό πέφτει στο 68%.
Πάντως, οι κάτοχοι μεταπτυχιακού έχουν αυξημένες κατά 12% πιθανότητες να βρουν πιο εύκολα δουλειά από τους κατόχους πτυχίου. Οι γυναίκες αποτελούν το μεγαλύτερο ποσοστό των ανέργων, παρότι σε μεγάλο ποσοστό κατέχουν πτυχίο, ενώ, ακόμα και στην περίπτωση που βρουν δουλειά, αμείβονται με μόλις το 74% του μισθού των αντρών.
Κίνηση τώρα: Νέο κύμα εκδρομέων - «Μπούκωσε» η Αττική Οδός, μεγάλες καθυστερήσεις
Οι τάσεις
Η επιλογή των σπουδών δείχνει τις τάσεις που επικρατούν στη χώρα, με την πρώτη θέση να κατέχουν οι επιστήμες μηχανικής, στη συνέχεια η Διοίκηση και η Νομική, και στη τρίτη θέση οι ανθρωπιστικές σπουδές. Στον αντίποδα, οι γεωτεχνικές επιστήμες και η Πληροφορική βρίσκονται πολύ χαμηλά στα ενδιαφέροντα των φοιτητών.
Στην Ευρώπη οι επιλογές διαφοροποιούνται, μιας και στην πρώτη θέση βρίσκονται οι επιστήμες διοίκησης και οι νομικές σπουδές, ακολουθούν οι επιστήμες μηχανικής, ενώ στην τρίτη θέση βρίσκονται οι επιστήμες υγείας και κοινωνικής πρόνοιας.
Η πολιτική για την Παιδεία, όπως αποτυπώνεται από τα στοιχεία της έκθεσης, κατατάσσει την Ελλάδα στις τελευταίες θέσεις όσον αφορά τη χρηματοδότηση στην Ανώτατη Εκπαίδευση, ενώ η χώρα μας ξεχωρίζει αρνητικά για τη μεγαλύτερη αναλογία φοιτητών ανά διδάσκοντα που καταγράφεται στα ελληνικά πανεπιστήμια. Αξιοσημείωτο είναι και το ότι ο πανεπιστημιακός χώρος στην Ελλάδα είναι… ανδρική υπόθεση, καθώς υπερτερούν σε αριθμό οι άντρες καθηγητές, αλλά και οι μεγάλοι σε ηλικία πανεπιστημιακοί, μιας και κατέχουμε και σε αυτή την περίπτωση τα χαμηλότερα ποσοστά νέων διδασκόντων κάτω των 35 ετών.
Ο ακαδημαϊκός χάρτης Γαβρόγλου
Η Ανεξάρτητη Αρχή, που κατά το παρελθόν είχε επικριθεί σκληρά από τον τέως υπουργό Παιδείας Κώστα Γαβρόγλου, επανέρχεται και σε αυτή την έκθεση στις επιφυλάξεις της για τις fast track διαδικασίες με τις οποίες «πανεπιστημιοποιήθηκαν» τα ΤΕΙ μέσα σ’ ένα καλοκαίρι. Μάλιστα, στην έκθεση αποτυπώνεται ως καλή πρακτική η συγχώνευση Ιδρυμάτων στον παγκόσμιο ακαδημαϊκό χάρτη, με παραδείγματα όπως η Σουηδία και η Δανία. Ωστόσο, η περίπτωση της Ελλάδας, παρά τα ξένα παραδείγματα, ακολούθησε και αυτή τη φορά τον δικό της «τρόπο».
Σύμφωνα με την ΑΔΙΠ, θα έπρεπε να είχε εκπονηθεί επιστημονική μελέτη για τις ακαδημαϊκές, οικονομικές και κοινωνικές παραμέτρους που θα οδηγούσαν σε αυτές τις αλλαγές. Παράλληλα, θα έπρεπε να διερευνηθεί η ανάγκη της διατήρησης ή αναβάθμισης της τεχνικής εκπαίδευσης, της διεύρυνσης του επιστημονικού τομέα, να γίνει αξιολόγηση των προγραμμάτων σπουδών, αλλά και να εξεταστεί η υπερπροσφορά σε ορισμένα γνωστικά αντικείμενα σε σχέση με τη ζήτηση στην αγορά εργασίας.
Η πραγματικότητα, βέβαια, αποδείχθηκε πολύ διαφορετική. Τμήματα γεννήθηκαν μέσα σ’ ένα απόγευμα με βουλευτικές τροπολογίες, προγράμματα σπουδών δεν ήταν διαθέσιμα στους υποψηφίους ούτε όταν συμπλήρωναν το μηχανογραφικό τους, ενώ η πολιτική του κ. Γαβρόγλου ήταν να διατηρήσει τον κατακερματισμό της ανώτατης εκπαίδευσης, μη εξασφαλίζοντας πόρους, υποδομές και ανθρώπινο δυναμικό.
Από την έντυπη έκδοση