Μεταξύ των συλληφθέντων συγκαταλέγεται και ο 42χρονος φερόμενος ως αρχηγός της σπείρας, ο οποίος είναι έγκλειστος φυλακών για παρόμοια αδικήματα και μάλιστα φέρεται ότι δρούσε μέσα από τις φυλακές, τηλεφωνώντας στα θύματα και συντονίζοντας την δράση των μελών της σπείρας.
Παράλληλα, οι αστυνομικοί εξιχνίασαν 65 περιπτώσεις εξαπατήσεων, ενώ το παράνομο περιουσιακό όφελος που αποκόμισαν οι συλληφθέντες από τη συνεχή δράση τους, αγγίζει τις 600.000 ευρώ.
Σύμφωνα με τον γενικό περιφερειακό αστυνομικό διευθυντής Δυτικής Ελλάδας, ταξίαρχο Νικόλαο Κοτρωνιά, «οι απάτες έχουν διαπραχθεί σχεδόν σε όλη την Ελλάδα και συγκεκριμένα από τη βόρεια Ελλάδα, μέχρι την Κρήτη και από τα Ιόνια Νησιά, μέχρι τα Δωδεκάνησα και το βορειοανατολικό Αιγαίο».
Από τις έρευνες των αστυνομικών εξιχνιάσθηκαν απάτες σε βάρος επιχειρηματιών, ιερέων και άλλων πολιτών, στο Μεσολόγγι, στο Αιτωλικό, στο Αγρίνιο, στο Αίγιο, στην Κέρκυρα, στην Κεφαλονιά, στα Ιωάννινα, στη Θεσσαλία, στην Δυτική και Κεντρική Μακεδονία, στην Εύβοια, στην Αττική, στη Λακωνία, στην Αρκαδία, στη Μυτιλήνη, στην Κρήτη, στις Κυκλάδες, στη Ρόδο, στην Κω και σε άλλα νησιά των Δωδεκανήσων.
Οι συλλήψεις έγιναν σε Δυτική Ελλάδα, Χανιά και Αττική, έπειτα από επιχείρηση που οργάνωσαν και υλοποίησαν οι αστυνομικοί του τμήματος Ασφαλείας Μεσολογγίου.
Μεταξύ των συλληφθέντων συγκαταλέγεται και ο 42χρονος αρχηγός της σπείρας, ο οποίος την διηύθυνε μέσα από το σωφρονιστικό κατάστημα που ήταν έγκλειστος, δίνοντας εντολές στα βασικά μέλη της και στρατολογώντας τα περιφερειακά της μέλη της, σύμφωνα με τον επικεφαλής της διεύθυνσης Αστυνομίας Αιτωλίας, Ιωάννη Νταλαχάνη.
Ενδεικτικά «τους τελευταίους δέκα μήνες είχε στρατολογήσει 47 περιφερειακά μέλη της σπείρας». Τα στοιχεία των 47 ατόμων έχουν ταυτοποιηθεί και πρόκειται, σύμφωνα με την Αστυνομία, για 24 άνδρες και 23 γυναίκες.
Πώς δρούσε η σπείρα
Ειδικότερα, ως προς τον τρόπο δράσης των μελών της σπείρας, ο 42χρονος αρχηγός, σύμφωνα με τα όσα ανέφερε ο Ιγνάτιος Τριανταφύλλου, αφού λάμβανε από τα υπόλοιπα βασικά μέλη της τα στοιχεία και τα τηλέφωνα των υποψηφίων θυμάτων, επικοινωνούσε μαζί τους και παρουσιαζόταν συνήθως ως διευθυντής τραπεζικού καταστήματος, ενημερώνοντάς τους ότι είναι δικαιούχοι σημαντικών χρηματικών ποσών, προερχόμενων από προγράμματα ευρωπαϊκών επιδοτήσεων (ΕΣΠΑ) για ανακαίνιση τουριστικών καταλυμάτων, για συντήρηση ιερών ναών, αναδρομικών του ταμείου κληρικών (πρώην ΤΑΚΕ), επιδοτήσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης, στο πλαίσιο αποκατάστασης καταστροφών σε σπίτια και επιχειρήσεις σε σεισμόπληκτες περιοχές.
Στη συνέχεια, με το πρόσχημα πληρωμής σχετικών φόρων από τα θύματα και αναφέροντάς τους παράλληλα ότι η προθεσμία ανάληψης των χρηματικών ποσών των επιδοτήσεων έχει λήξει προ αρκετού καιρού και ότι μέσα στην ίδια μέρα θα πραγματοποιηθεί η οριστική διαγραφή τους, τους έπειθε να καταθέτουν μεγάλα χρηματικά ποσά σε τραπεζικούς λογαριασμούς.
Επιπλέον, ο 42χρονος συντόνιζε και κατηύθυνε τα βασικά μέλη της, σε ό,τι αφορά τον εντοπισμό και την στρατολόγηση στις τάξεις της οργάνωσης των περιφερειακών μελών, που προέρχονταν κυρίως από περιοχές των νομών Αττικής και Ηλείας.
Στη συνέχεια έπειθαν τα περιφερειακά μέλη να χρησιμοποιούν, ή εάν δεν διαθέτουν, να δημιουργούν τραπεζικούς λογαριασμούς στο όνομά τους, για να πραγματοποιούνται οι καταθέσεις των χρηματικών ποσών από τους εξαπατημένους επιχειρηματίες, ιερείς και πολίτες, προκειμένου να μην είναι ανιχνεύσιμα με αυτό τον τρόπο τα δικά τους στοιχεία.
Μάλιστα, για την επικοινωνία με τα μέλη της σπείρας και τα θύματα, ο 42χρονος είχε εισαγάγει παράνομα μέσα στις φυλακές που κρατείτο, τουλάχιστον έξι συσκευές κινητών τηλεφώνων και περίπου δέκα κάρτες συνδέσεων με στοιχεία κατόχων αλλοδαπών, υπηκόων τρίτων χωρών, προκειμένου να μην εντοπίζεται εύκολα.
Σύμφωνα με τα όσα είπε ο κ. Τριανταφύλλου, από τις έρευνες των αστυνομικών προέκυψε ότι ορισμένα από τα μέλη της σπείρας προσπάθησαν να νομιμοποιήσουν τα χρήματα που αποκόμισαν από την παράνομη δράση τους, ιδρύοντας εμπορικές επιχειρήσεις και καταστήματα υγειονομικού ενδιαφέροντος, ενώ παράλληλα ενδιαφέρονταν για την αγορά αυτοκίνητων μεγάλης αξίας
Πηγή: ΑΠΕ – ΜΠΕ