Πρόκειται για παλιό, ακατοίκητο σπίτι επί της οδού Ιουλίου Σμιθ στην Πνύκα, χωρίς ωστόσο να υπάρξουν τραυματίες καθώς τη στιγμή της κατάρρευσης δεν περνούσαν πεζοί ούτε υπήρχαν σταθμευμένα οχήματα και έτσι δεν προκλήθηκαν υλικές ζημιές.
Σε συνέχεια του δεύτερου σπιτιού που έπεσε εντός λίγων ημερών (ξημερώματα Κυριακής στο Γκάζι) και αφού ο αντιδήμαρχος Αστικής Υποδομής, Κατασκευών και Κτιριακών Εργων Γιώργος Αποστολόπουλος παραδέχτηκε σε χθεσινό δημοσίευμα του Ελεύθερου Τύπου πως μέχρι σήμερα δεν έχει γίνει καμία επίσημη καταγραφή των ετοιμόρροπων κτιρίων και τα εγκαταλελειμμένα ξεπερνούν τα 1400, ο Δήμος Αθηναίων με ανακοίνωσή του επιχειρεί να πάρει μια εκ διαμέτρου αντίθετη θέση. «Ο Δήμος Αθηναίων έχει προβεί σε συγκεκριμένες πολιτικές πρωτοβουλίες, για το σοβαρό ζήτημα των εγκαταλελειμμένων κτιρίων αλλά και για την αλλαγή του απαρχαιωμένου νομοθετικού καθεστώτος που τα διέπει», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Οπως σημειώνεται, μεταξύ άλλων, το 2013 κατεγράφησαν τα εγκαταλελειμμένα κτίρια και προτάθηκαν λύσεις διαχείρισης, μέσω του Σχεδίου Ολοκληρωμένης Αστικής Παρέμβασης, που προσυπέγραψαν 17 υπουργεία. «Η κυβέρνηση επέλεξε να εντάξει τη διαχείριση των εγκαταλελειμμένων κτιρίων στο θολό καθεστώς της νεοσύστατης εταιρίας Ανάπλαση Αθήνας Α.Ε., εναντίον της οποίας ο Δήμος Αθηναίων έχει προσφύγει στο Συμβούλιο της Επικρατείας». Στην ανακοίνωση του δήμου επισημαίνεται ότι στα εγκαταλελειμμένα κτίρια υπάρχουν δύο κατηγορίες που εμπλέκεται η αυτοδιοίκηση Α’ βαθμού. Η πρώτη αφορά κτίρια που κατόπιν κάποιας καταγγελίας ή αναφοράς επεμβαίνει ενώ η δεύτερη αφορά κτίρια που έχουν χαρακτηριστεί ως επικίνδυνα και έχουν κριθεί από την αρμόδια επιτροπή ότι χρήζουν κατεδάφισης, ως ετοιμόρροπα.
Αντίστοιχα πάντως ανησυχητική κατάσταση επικρατεί και στο Δήμο Πειραιά, σύμφωνα με τα στοιχεία που παρουσίασε χθες το Επαγγελματικό και Βιοτεχνικό Επιμελητήριο Πειραιά. Ειδικότερα, εκτιμάται ότι το 60% των κτιρίων είναι κατασκευασμένα πριν από το 1970. Επίσης, το 55% των κτιρίων ανήκουν κατά μέσο όρο σε πάνω από 10 ιδιοκτήτες, ενώ στα μεγάλα το φαινόμενο της συνιδιοκτησίας φτάνει σε αδιέξοδες καταστάσεις. Αποτέλεσμα αυτού, πάνω από το 30% των γραφείων και καταστημάτων στην περιοχή να παραμένουν κλειστά, παλαιά κτίρια δεν ανακαινίζονται και η ποιότητα του κτιριακού δυναμικού να χειροτερεύει διαρκώς.
Στο μεταξύ, με ανακοίνωσή του ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της «Ανάπλασης Αθήνας Α.Ε.» Νίκος Μπελαβίλας τονίζει ότι για την υπάρχουσα κατάσταση φορείς του Δημοσίου έχουν κορυφαία ευθύνη, ενώ ακολουθούν οι εταιρίες, οι κάτοχοι των ακινήτων και τελευταίοι οι μικροί ιδιώτες κληρονόμοι χωρίς οικονομική δυνατότητα αποκατάστασης.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου