Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η έρευνα για τις δημογραφικές προοπτικές της χώρας, που διεξήγαγε ο ερευνητικός οργανισμός διαΝΕΟσις και δημοσιεύτηκε από την «Καθημερινή».
Η έρευνα επεξεργάστηκε οκτώ διαφορετικά σενάρια, τα οποία όλα υπολογίζουν μεγάλη μείωση του πληθυσμού. Το πιο αισιόδοξο μιλά για συρρίκνωση κατά 800.000 άτομα, με αυξανόμενη γήρανση της ελληνικής κοινωνίας. Η διάμεσος ηλικία (δηλαδή η ηλικία όπου οι μεγαλύτεροι αυτής είναι ίσοι σε αριθμό με τους μικρότερους), θα φτάσει το 2050 τα 49-52 έτη, από 44 που είναι σήμερα και 26 το 1951.
Τα παιδιά σχολικής ηλικίας (από 3 μέχρι 17 ετών) θα μειωθούν από 1,6 εκατ. σήμερα σε 1,4 εκατ. (αισιόδοξο σενάριο) έως 1 εκατ. (απαισιόδοξο σενάριο) το 2050. Ο πραγματικός οικονομικά ενεργός πληθυσμός θα σημειώσει καθίζηση και θα μειωθεί κατά 1-1,7 εκατ. άτομα, από 4,7 εκατ. σήμερα στα 3-3,7 εκατ. το 2050!
Από το 2011, οι θάνατοι είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις
Από το 1951 μέχρι το 2011 ο πληθυσμός της Ελλάδας αυξήθηκε από τα 7,6 στα 11,1 εκατομμύρια κατοίκους. Πρόκειται για μια αύξηση θεαματική, η οποία πραγματοποιήθηκε παρότι από τη γενιά του 1956 και μετά ξεκίνησε μια προοδευτική μα απρόσκοπτη μείωση της γονιμότητας, η οποία συνεχίζεται μέχρι σήμερα.
Σύμφωνα με την έρευνα της διαΝΕΟσις, μεταπολεμικά δεν υπήρξε στην Ελλάδα το φαινόμενο της έκρηξης γεννήσεων που παρουσιάστηκε σε άλλες χώρες της Ευρώπης («baby boom»). Η αύξηση του πληθυσμού στις τελευταίες δεκαετίες οφειλόταν αποκλειστικά στις κατά περιόδους μεταναστευτικές ροές και στη ραγδαία αύξηση του προσδόκιμου ζωής, το οποίο μέσα σ’ αυτό το διάστημα αυξήθηκε κατά 8 χρόνια για τους άντρες και κατά 10 για τις γυναίκες.
Από το 1951, αρχή της περιόδου που εξετάζει η έρευνα της διαΝΕΟσις (απ’ όπου υπάρχουν αξιόπιστα στοιχεία), και μέχρι τα μέσα της δεκαετίας του ’70, η αύξηση του πληθυσμού της χώρας οφειλόταν σχεδόν αποκλειστικά στο θετικό φυσικό ισοζύγιο, δηλαδή στο ότι υπήρχαν περισσότερες γεννήσεις απ’ ό,τι θάνατοι.
Τη δεκαετία του ’90 και ώς το τέλος της επόμενης δεκαετίας, η αύξηση του πληθυσμού άλλαξε και πάλι χαρακτήρα. Το φυσικό ισοζύγιο σχεδόν εκμηδενίστηκε, καθώς οι γεννήσεις μειώθηκαν πολύ, ενώ η Ελλάδα έγινε χώρα υποδοχής μεταναστών, κυρίως από τους βόρειους γείτονές της. Τη δεκαετία 1991-2001 το φυσικό ισοζύγιο ήταν θετικό κατά μόλις 20.536 άτομα, αλλά η συνολική αύξηση του μόνιμου πληθυσμού έφτασε τα 563.298.
Από το 2011 η Ελλάδα έχει μπει σε μια νέα φάση, πρωτοφανή μεταπολεμικά. Το φυσικό ισοζύγιο πλέον γίνεται αρνητικό (οι θάνατοι είναι περισσότεροι από τις γεννήσεις), αλλά και το μεταναστευτικό ισοζύγιο, παρά την προσφυγική κρίση, είναι κι αυτό αρνητικό, καθώς πολλοί Ελληνες, κυρίως νέοι επιστήμονες, μεταναστεύουν σε αναζήτηση εργασίας, λόγω της υψηλότατης ανεργίας. Την 1η Ιανουαρίου 2015 ο πληθυσμός της Ελλάδας ήταν 10,8 εκατομμύρια, δηλαδή ήδη μικρότερος κατά 300.000 από το 2011.
Η έρευνα της διαΝΕΟσις έχει ως σημείο αφετηρίας ακριβώς την 1/1/2015. Οπως σημειώνει ο καθηγητής του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας, Βύρωνας Κοτζαμάνης, στην παρουσίαση της έρευνας «η οικονομική κρίση καταρχάς αναμένεται να επιταχύνει (και ενδεχομένως και σε ορισμένες περιπτώσεις να ανατρέψει) τις μακρόχρονες τάσεις εξέλιξης των βασικών δημογραφικών συνιστωσών».
Η μετανάστευση
Οσον αφορά τις μεταναστευτικές ροές, είναι προφανές ότι σε συνθήκες κρίσης η Ελλάδα δεν αποτελεί «ελκυστικό» προορισμό για οικονομικούς μετανάστες, και πιθανότατα, αν η οικονομική κατάσταση δεν σταθεροποιηθεί, ένα επιπλέον τμήμα των εγκατεστημένων ακόμη και σήμερα οικονομικών μεταναστών στην Ελλάδα θα επιστρέψει στη χώρα του (αν και η πλειονότητα το έχει ήδη κάνει την τελευταία πενταετία). Ταυτόχρονα, θα συνεχισθεί πιθανότατα, εξαιτίας κυρίως της αυξημένης ανεργίας των νέων και στην περίπτωση που αυτή δεν περιοριστεί σημαντικά τα επόμενα χρόνια, η έξοδος κυρίως νέων αποφοίτων τριτοβάθμιας εκπαίδευσης (και δευτερευόντως μόνον ημιειδικευμένων ατόμων).
Κάτω από το 40% το ποσοστό των οικονομικά ενεργών πολιτών
Στα τελευταία 65 χρόνια ο πληθυσμός της αυξήθηκε κατά 46%, αλλά στο ίδιο διάστημα ο πληθυσμός των κατοίκων ηλικίας άνω των 65 ετών τετραπλασιάστηκε. Ο πληθυσμός των κατοίκων με ηλικία άνω των 85 ετών δεκαπλασιάστηκε. Το 1961 μόλις το 8,3% του πληθυσμού ήταν ηλικίας άνω των 65, ενώ το 26,2% ήταν ηλικίας κάτω των 14. Το 2014 η σύνθεση του πληθυσμού είναι εντελώς διαφορετική:
Το 20,5% είναι άνω των 65 και μόλις το 14,7% είναι κάτω των 14 ετών. Η διάμεσος ηλικία (δηλαδή η ηλικία του ατόμου οι γηραιότεροι του οποίου είναι ίσοι σε αριθμό με τους νεότερους) ήταν το 1951 τα 26 έτη, σήμερα είναι τα 44 έτη.
Σήμερα, ο πληθυσμός της χώρας που είναι μεταξύ 20-69 ετών είναι 7,1 εκατ. και ο οικονομικά ενεργός πληθυσμός είναι 4,7 εκατ. Το ποσοστό είναι μικρό, καθώς πολλοί έχουν αποθαρρυνθεί από τη μεγάλη ανεργία και δεν αναζητούν καν εργασία.
Το 2050 εκτιμάται πως στις ηλικίες 20-69 θα βρίσκονται 4,8-5,5 εκατ. άτομα, με αποτέλεσμα οι οικονομικά ενεργοί να είναι μόλις 3-3,7 εκατ. Δηλαδή, το ποσοστό τους θα πέσει κάτω από το 40% στο σύνολο του πληθυσμού! Κι αυτό γιατί πέρα από τη γενική μείωση του πληθυσμού, θα έχει αυξηθεί το ποσοστό των άνω των 69 ετών.
Εάν επιβεβαιωθούν οι τάσεις που καταγράφει η διαΝΕΟσις, οι σχολικές τάξεις θα αδειάσουν, αφού ο αριθμός των μαθητών σε όλες τις βαθμίδες μειώνεται δραματικά. Τα προνήπια (3-4 ετών) είναι σήμερα 214.480 παιδιά, το 2050 εκτιμούνται σε 127.730-174.110. Τα νήπια (5 ετών) είναι σήμερα 113.890 και θα είναι 66.110-89.780. Το Δημοτικό σήμερα παρακολουθούν 644.860 μαθητές, ενώ το 2050 υπολογίζονται από 413.350-565.150. Στο Γυμνάσιο βρίσκονται 319.730 μαθητές σήμερα, το 2050 θα κινούνται μεταξύ 210.150-304.450. Τέλος, το Λύκειο σήμερα έχει 321.360 μαθητές, ενώ το 2050 μόνο 212.230-292.140.