Αντικείμενο της δίκης ήταν δημοσίευση το 2013 στον προσωπικό λογαριασμό του δημοσιογράφου σε μέσο κοινωνικής δικτύωσης, ότι η μηνύτρια «είναι στη λίστα Λαγκάρντ» και παραπομπή σε δημοσίευμα μέσου που ανήκει στον κ. Βαξεβάνη.
Στο δικαστήριο κατέθεσαν, τόσο η μηνύτρια, όσο και ο σύζυγος της, οι οποίοι είπαν πως είναι απολύτως ψευδή όσα ισχυρίστηκε ο κατηγορούμενος δημοσιογράφος.
«Δεν έχω ποτέ κάνει μήνυση σε κανέναν, αλλά αυτό ήταν πολύ βαρύ. Έγραψε ότι είμαι στη λίστα Λαγκάρντ. Γεγονός που δεν ισχύει .Ήταν ο πρώην σύζυγος μου με τον οποίο είχα χωρίσει πριν 10 χρόνια. Είχε τη λίστα ο κατηγορούμενος και ήξερε ότι δεν είμαι εγώ στην λίστα».
Πρόεδρος: ο πρώην σύζυγος σας, είχε βάλει εσάς σε αυτό το λογαριασμό στην Ελβετία;
Μηνύτρια: Όχι, απλά είχε δηλώσει το τηλέφωνο μου για να επικοινωνούν μαζί μου. Δεν είχα απολύτως κανένα δικαίωμα. Αναφέρομαι ως αντιπρόσωπος του πελάτη για περίπτωση επικοινωνίας και τίποτε άλλο. Από τον συγκεκριμένο λογαριασμό, δεν είχα καν να προσκομίσω ένα έγγραφο στην διαμάχη με τον πρώην σύζυγο μου για την διατροφή των παιδιών μας.
Ο κ. Γεωργιάδης κατέθεσε στο δικαστήριο, πως μόλις είδε την ανάρτηση του κ. Βαξεβάνη επικοινώνησε μαζί του και του είπε πως δεν ισχύει κάτι τέτοιο: «Του εξήγησα ότι αν θέλει μπορεί να καλέσει και την δικηγόρο της συζύγου μου που είχε στην αντιδικία με τον πρώην άντρα της, για να του δώσει τα δικόγραφα ώστε να δει ότι οι γυναίκα μου δεν γνώριζε λεπτομέρειες για αυτούς τους λογαριασμούς. Αυτός όμως συνέχισε με κατηγορεί τη σύζυγο μου. Η επιτροπή της Βουλής εξέτασε το ζήτημα και είδε ότι η σύζυγος μου δεν έχει σχέση με την λίστα Λαγκάρντ. Ο Βαξεβάνης όμως πάλι συνέχισε και έβγαλε νέο δημοσίευμα με φωτογραφία εμένα και της συζύγου μου, με τίτλο ‘χρυσοί πελάτες’. Η συνέχεια του δημοσιεύματος έγινε για λόγους προσωπικούς εμπάθειας…».
Στην απολογία του, ο δημοσιογράφος μεταξύ άλλων είπε πως έκανε το καθήκον του να ψάξει την υπόθεση της λίστας, αφού υπήρχε το όνομα της κ. Μανωλίδου. «Όταν συστάθηκε η επιτροπή στη Βουλή, έκανε αίτημα η επιτροπή για να μεταφραστούν τα έγγραφα της λίστας, και όχι ο Γεωργιάδης. Ένα δημόσιο πρόσωπο οφείλει να απαντά για λόγους διαφάνειας και ο Γεωργιάδης αντί αυτού κάνει μηνύσεις».
Στην αγόρευση του, ο εισαγγελέας τόνισε πως δεν συντρέχει η αντικειμενική υπόσταση του αδικήματος της συκοφαντικής δυσφήμισης, καθώς ο κατηγορούμενος που διέθετε τον δίσκο με τα στοιχεία της λίστας είχε την πεποίθηση πως όσα γράφει είναι αληθή. Κατά τον εισαγγελικό λειτουργό, στην εκδικαζόμενη περίπτωση εφαρμόζεται η διάταξη για απλή δυσφήμιση σε βάρος της μηνύτριας, γιατί «υπάρχει σκοπός εξύβρισης καθώς ο κατηγορούμενος είχε την λίστα στα χέρια του καιρό, και είχε επικοινωνήσει με την μηνύτρια και του είχε πει ότι δεν έχει καμία σχέση. Επίσης έβαλε στο δημοσίευμα, όχι φωτογραφία του πρώην συζύγου της μηνύτριας, αλλά της ίδιας, με σκοπό τη δυσφήμηση».
Το δικαστήριο έκρινε ότι πράγματι ο δημοσιογράφος ανέφερε ψευδή γεγονότα, πλην όμως η πρόεδρος διατύπωσε αμφιβολίες ως προς το αν είχε ή όχι δόλο, και έτσι μετέτρεψε την συκοφαντική σε απλή δυσφήμιση – αδίκημα για το οποίο έχει επέλθει παραγραφή και επομένως παύει η ποινική δίωξη.
Πηγή: ΑΠΕ
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]