Μάλιστα, έχουν πάρει «κεφάλι» έναντι των παραδοσιακών ψιλικατζίδικων και μίνι μάρκετ, με τον αριθμό τους να συρρικνώνεται συνεχώς λόγω του έντονου ανταγωνισμού. Είναι ενδεικτικό ότι σύμφωνα με έρευνα της Nielsen IQ, τα ψιλικατζίδικα από 29.550 που ήταν το 2011 μειώθηκαν σε 21.950 το 2023, καταγράφοντας πτώση κατά 25,7%. Αντίθετα, τα μικρά καταστήματα των μεγάλων αλυσίδων σούπερ μάρκετ το ίδιο διάστημα αυξήθηκαν από 4.758 σε 5.017, καθώς ο τζίρος της μικρής λιανικής, που ξεπερνά τα 5 δισ. ευρώ, αποτελεί ισχυρό δέλεαρ.
Τα convenience stores, όπως αποκαλούνται πλέον αυτά τα καταστήματα, κερδίζουν συνεχώς νέους πελάτες, καθώς οι απαιτήσεις των καταναλωτών για ποικιλία κωδικών είναι αυξημένες, ενώ έντονη είναι και η τάση εξοικονόμησης χρημάτων. Μπορεί οι τιμές των καταστημάτων της γειτονιάς να είναι ελαφρώς αυξημένες σε σχέση με τις μεγάλες αλυσίδες, καθώς τα περισσότερα λειτουργούν με τη μέθοδο του franchise, ωστόσο οι πολίτες δεν παρασύρονται σε περιττές αγορές που συνήθως κάνουν στα σούπερ μάρκετ, αλλά στα απολύτως απαραίτητα. Για παράδειγμα, αν κάποιος χρειάζεται γάλα και υλικά για τοστ (τυρί, γαλοπούλα και ψωμί), στο μίνι μάρκετ θα αγοράσει 2,30 ευρώ το γάλα, 4,20 ευρώ μία συσκευασία τυρί γκούντα, 3,90 ευρώ τη γαλοπούλα σε φέτες και 1,80 ευρώ τo ψωμί του τοστ. Δηλαδή, θα πληρώσει 12,2 ευρώ. Τα ίδια ακριβώς προϊόντα σε μεγάλο σούπερ μάρκετ κοστίζουν 1,94 ευρώ το γάλα, 3,90 το τυρί, 3,50 ευρώ η γαλοπούλα και 1,38 το ψωμί του τοστ, δηλαδή συνολικά 10,72 ευρώ. Ωστόσο, συνήθως, όταν οι καταναλωτές επισκέπτονται τα μεγάλα καταστήματα, παρασύρονται σε αγορές προϊόντων που ναι μεν μπορεί να χρειάζονται, αλλά δεν είναι άμεσης ανάγκης, «φουσκώνοντας» κατά πολύ τον τελικό λογαριασμό, καθώς, σύμφωνα με έρευνα του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών, για το 2024, η μέση δαπάνη στο σούπερ μάρκετ ανέρχεται στα 70 ευρώ.
Ομως ένας ακόμα λόγος που οι καταναλωτές επιλέγουν τα μικρά καταστήματα της γειτονιάς σε σχέση με τα μεγάλα σούπερ μάρκετ, είναι ότι λειτουργούν με διευρυμένο ωράριο, μέχρι τις 11 ή 12 η ώρα το βράδυ, και επτά ημέρες την εβδομάδα, καθώς είναι ανοιχτά ακόμα και τις Κυριακές, ενώ διαθέτουν σαφώς μεγαλύτερη ποικιλία από τα ψιλικατζίδικα, από βασικά είδη μέχρι πιο εξειδικευμένα προϊόντα και έτοιμα γεύματα. Για παράδειγμα, ένας εργένης μπορεί να επισκεφθεί ένα από αυτά τα καταστήματα και να προμηθευτεί οποιαδήποτε ώρα της ημέρας μία έτοιμη σαλάτα Caesar πληρώνοντας 4,6 ευρώ και ένα κουτάκι αναψυκτικό τύπου cola με 1 ευρώ, όταν τα ίδια προϊόντα στα σούπερ μάρκετ κοστίζουν 4,25 ευρώ και 0,88 ευρώ αντίστοιχα, ωστόσο θα γλιτώσει και χρόνο και χρήμα.
Από την άλλη, όλο και μεγαλύτερο είναι το ενδιαφέρον των μεγάλων παικτών του οργανωμένου λιανεμπορίου τροφίμων να επενδύσουν σε ένα δίκτυο convenience stores, καθώς εμφανίζουν υψηλότερα περιθώρια κέρδους, δεδομένου ότι τα λειτουργούν οι franchisees και οι ίδιοι δεν επωμίζονται τα λειτουργικά και μισθολογικά κόστη, ενώ εξασφαλίζουν και επιπλέον πηγή εσόδων, λόγω των αμοιβών δικαιόχρησης. Μάλιστα, με αυτό τον τρόπο τούς δίνεται η δυνατότητα να εισέλθουν σε περιοχές που μέχρι πρότινος δεν διέθεταν παρουσία, ενισχύοντας το δίκτυό τους.
Οι ισχυροί παίκτες
Την ισχυρότερη θέση σε αυτού του είδους τα καταστήματα έχει η ΑΒ Βασιλόπουλος, η οποία ήδη από πέρυσι έχει προχωρήσει σε αλλαγές στο business plan της μετατρέποντας τα εταιρικά καταστήματα σε franchise.
Παράλληλα, η Metro δραστηριοποιείται στη μικρή λιανική με τα My Market Local και σχεδιάζει την περαιτέρω «επέκταση» μέσω franchise με τη δημιουργία 30-35 νέων καταστημάτων.
Σημαντική παρουσία διαθέτουν στα καταστήματα της γειτονιάς η ΟΚ Anytime και η Bazaar, ενώ αν τελικά ολοκληρωθεί το deal της Μασούτης για την εξαγορά της αλυσίδας Κρητικός, η βορειοελλαδίτικη αλυσίδα θα αποκτήσει ένα ευρύ δίκτυο τέτοιων καταστημάτων.
Τέλος, αίσθηση προκάλεσε η ανακοίνωση του πετρελαϊκού ομίλου Motor Oil ότι επεκτείνεται στα καταστήματα convenience σημειώνοντας ότι όραμά του είναι να «κατακτήσει την κορυφαία θέση στο λιανικό εμπόριο».