Πιο αναλυτικά, όπως προκύπτει από τα αποτελέσματα Ειδικής Ερευνας της Ελληνικής Στατιστικής Αρχής (ΕΛ.ΣΤΑΤ.), το 54,1% των σημερινών ανέργων έως 34 ετών δηλώνει διατεθειμένο να αλλάξει τόπο κατοικίας, για να αναλάβει εργασία, με το μεγαλύτερο ποσοστό να εντοπίζεται στις ηλικίες μεταξύ 20 και 24 ετών (ποσοστό 56,7%).
Σε αντίθεση, πάντως, με τα στοιχεία, που θέλουν την Ελλάδα να μαστίζεται από το φαινόμενο του Brain Drain, η πλειονότητα των ερωτώμενων στη συγκεκριμένη έρευνα της ΕΛ.ΣΤΑΤ. ξεκαθαρίζουν πως η αλλαγή αφορά σε μετακίνηση μόνο εντός της Ελλάδας (28,6%), με μόλις τρεις στους 20 να δέχονται να… ξεσπιτωθούν σε άλλη ευρωπαϊκή χώρα και ακόμα λιγότερους (9,9%) σε προορισμούς εκτός Ευρωπαϊκής Ενωσης.
Μέσω φίλων
Ο κύριος τρόπος εύρεσης εργασίας, μάλιστα, είναι μέσω συγγενών, φίλων ή γνωστών (39,9%), ενώ ακολουθεί η επαφή με τον εργοδότη (18%), με πρωτοβουλία είτε του τελευταίου είτε του ίδιου του απασχολούμενου. Οι αγγελίες έχουν μικρότερο ρόλο προς αυτό τον σκοπό (14,5%), ενώ ο ΟΑΕΔ εμφανίζεται στη σχετική λίστα με πολύ μικρό ποσοστό (2,4%).
«Η εύρεση εργασίας μέσω συγγενών, φίλων και γνωστών δηλώνεται συχνότερα από τα άτομα αλλοδαπής υπηκοότητας, αυτά που εργάζονται στον κλάδο των κατασκευών και στον πρωτογενή τομέα, καθώς και από τα άτομα που ασκούν στοιχειώδη επαγγέλματα (ανειδίκευτοι εργάτες). Αντίστοιχα, οι αγγελίες εμφανίζονται λιγότερο στις παραπάνω κατηγορίες», σημειώνεται από την Αρχή.
Έρχεται ο «Φροντιστής της Γειτονιάς» - Τι θα περιλαμβάνει το νέο πρόγραμμα
Είναι χαρακτηριστικό πως από τα άτομα που ξεκίνησαν να εργάζονται τους τελευταίους 12 μήνες μόλις το 6% αναφέρει ότι δέχθηκε κάποια υποστήριξη από τον ΟΑΕΔ ή άλλο δημόσιο οργανισμό για να βρει εργασία. Ο πιο συνηθισμένος τρόπος υποστήριξης αφορά σε συμβουλευτικές υπηρεσίες (διαδικασία αίτησης για εργασία, εύρεση κενών θέσεων, ευκαιρίες εκπαίδευσης και κατάρτισης), ενώ σε μικρότερο βαθμό αναφέρονται προγράμματα απασχόλησης ή εκπαίδευσης.
Σύμφωνα με την ΕΛ.ΣΤΑΤ., υποστήριξη δέχθηκαν περισσότερο τα άτομα ελληνικής υπηκοότητας (6,3%), ηλικίας 30 έως 34 ετών (11,1%) και Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (13,3%). Οι συμβουλευτικές υπηρεσίες εκτιμώνται ως πλέον χρήσιμες από τους ανέργους και από τα άτομα Δευτεροβάθμιας ή Μεταδευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης, ενώ οι απασχολούμενοι θεωρούν ως πλέον χρήσιμα τα προγράμματα απασχόλησης ή εκπαίδευσης.
Σπουδές
Τρόπους να «ελαφρύνουν» τους γονείς τους από τα φοιτητικά βάρη αναζητούν οι σπουδαστές. Στο πλαίσιο αυτό, ένας στους πέντε δηλώνει ότι εργάστηκε κατά τη διάρκεια των σπουδών του, γεγονός που του δίνει τη δυνατότητα να καλύψει ένα σημαντικό μέρος των πάγιων εξόδων, με τους άνδρες να έχουν ελαφρύ προβάδισμα έναντι των γυναικών (22,4% έναντι 18,9%). Τα ποσοστά, δε, είναι σημαντικά υψηλότερα για τα άτομα ελληνικής υπηκοότητας (21,3%), τους τώρα απασχολουμένους (34,2%), τα άτομα ηλικίας 30 έως 34 ετών (29,1%) και εκείνα που είναι ανώτερου επιπέδου εκπαίδευσης (39,2%).
Η επιθυμία – ανάγκη για εργασία οφείλεται σε ποσοστό 28,2% για την απόφαση των ερωτώμενων να διακόψουν τις σπουδές τους, με ένα 5% εξ αυτών να επικαλείται ως λόγο το υψηλό κόστος σπουδών. «Η επιθυμία για εργασία εντοπίζεται περισσότερο στους άνδρες (ποσοστό 31,5% έναντι 24,8% στις γυναίκες), στις νεότερες ηλικίες, με χαμηλότερα επίπεδα εκπαίδευσης και άτομα αλλοδαπής υπηκοότητας. Επιπλέον, σε αυτές τις κατηγορίες αναφέρεται περισσότερο η δυσκολία ανταπόκρισης σε ανώτερο επίπεδο σπουδών», καταλήγει η ΕΛ.ΣΤΑΤ.
Αγγελική Βελεσιώτη
[email protected]
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου