Σε ανακοίνωσή της η ΕΨΕ αναφέρει τον προβληματισμό της για τη δυνατότητα που δίνεται σε άτομα με μείζονα ενεργό ψυχοπαθολογία (π.χ. παρανοϊκή ψύχωση) και που ενδεχομένως δεν βρίσκονται σε ψυχιατρική παρακολούθηση, να μπορούν να κάνουν αίτηση αλλαγής φύλου χωρίς να προηγείται μια εκτίμηση της κατάστασής τους.
Σχολιάζοντας τη δυνατότητα να μπορεί ο ενδιαφερόμενος να ξαναζητήσει αλλαγή των στοιχείων του στο προηγούμενο φύλο του αν το θελήσει, έως μια φορά, η ΕΨΕ αναφέρει χαρακτηριστικά: «Στην ουσία ο δικαστής θα πρέπει να συμφωνεί με το αίτημα, εφόσον δεν έχει άλλη πληροφόρηση, ή θα ζητάει ψυχιατρική πραγματογνωμοσύνη μόνο αν κρίνει ότι αυτό απαιτείται. Και βεβαίως, αφού δεν είναι ο ίδιος επαγγελματίας ψυχικής υγείας, δεν μπορεί να το κάνει με τον δέοντα τρόπο».
Το Δ.Σ. της εταιρείας θέτει υπόψη της Επιτροπής τα εξής σημεία:
- Το σχέδιο νόμου αποτελεί ενσωμάτωση στο εθνικό νομικό σύστημα ευρωπαϊκών οδηγιών, αποτελεί κοινωνική-πολιτική επιλογή και επιχειρεί να θεσμοθετήσει προβλήματα κοινωνικής αναγνώρισης της ταυτότητας φύλου, προβλήματα των οποίων διεκδικεί τη λύση η ΛΟΑΤ κοινότητα, επί της νομικής βάσης των ίσων ατομικών δικαιωμάτων.
- Έχει επιλεγεί από τον νομοθέτη η παράκαμψη της ιατρικής εκτίμησης του αιτήματος και του ιατρικού πιστοποιητικού. Αυτό στηρίζεται στο ότι έχει γίνει διεθνώς αποδεκτό ότι το πώς βιώνει ένα άτομο την ταυτότητα φύλου δεν αποτελεί παθολογική κατάσταση, για την οποία απαιτείται ιατρική γνωμάτευση. Σε κάποιες περιπτώσεις, όμως, όταν συνυπάρχει ενεργή ψυχοπαθολογία (π.χ. σχιζοφρένεια ή διπολική συναισθηματική διαταραχή), αυτή δεν μπορεί να εκτιμηθεί.
- Το βάρος της εκτίμησης του αιτήματος επωμίζεται ο δικαστής. Στη βάση ενός υπομνήματος που θα συνοδεύει την αίτηση και θα περιέχει κοινωνικές και ιατρικές πληροφορίες; Στη βάση πραγματογνωμοσύνης που θα διατάξει; Το δικαστικό σώμα θα χρειαστεί εκπαίδευση και οδηγίες για να διαχειριστεί αυτό το κοινωνικό/νομικό πρόβλημα.
Ακόμη, στην ανακοίνωση τονίζεται ότι πρόκειται «για θέμα περισσότερο κοινωνικό που άπτεται των δικαιωμάτων των πολιτών αυτής της χώρας και οι λίγες ψυχιατρικές αποκλίσεις θα μείωναν και θα αμαύρωναν το κεντρικό μεγάλο θέμα. Κάθε θεσμός έχει πάντοτε πολλά θετικά και λίγα αρνητικά. Ας αναλογιστούμε πως πολλά νομοσχέδια που έχουν ψηφιστεί αγνόησαν την ψυχιατρική θεώρηση, επειδή οι υπόλοιπες συνιστώσες ήταν σημαντικότερες. Ας μη ξεχνάμε ότι δεν πρόκειται για μια χειρουργική επέμβαση, αλλά για μια νομική πράξη, η οποία τουλάχιστον μια φορά μπορεί να αλλάξει».
Τέλος, η ΕΨΕ σημειώνει ότι σε όσους ασχολούνται με θέματα ψυχοπαθολογίας συνεχίζεται διεθνώς η συζήτηση για το τι σημαίνει η αλλαγή ταυτότητας φύλου ή η δυσφορία του φύλου, αλλά αυτό δεν αφορά άμεσα τα συγκεκριμένα ερωτήματα που θέτει το παρόν νομοσχέδιο.
Αντίθετη με την αλλαγή φύλου στα 15 η Παιδοψυχιατρική Εταιρεία
Την αντίθεσή της για την επέκταση της δυνατότητας νομικής αναγνώρισης της ταυτότητας φύλου από την ηλικία των 15 ετών, εκφράζει η Παιδοψυχιατρική Εταιρεία Ελλάδος-Ένωση Ψυχιάτρων Παιδιών και Εφήβων, τονίζοντας ότι η ηλικία αυτή χαρακτηρίζεται από «ρευστότητα της διαμορφούμενης ταυτότητας φύλου» και η «η εμπλοκή των εν λόγω νέων στη διαδικασία θα επιβαρύνει παρά θα βελτιώσει την ψυχική τους κατάσταση».
Η ΠΕΕ-ΕΝΩΨΥΠ, σε επιστολή της προς τους υπουργούς Δικαιοσύνης και Υγείας, αναφέρει ότι εισάγονται ζητήματα και διαδικασίες οι οποίες αφορούν την ψυχική υγεία ατόμων εφηβικής ηλικίας, ωστόσο δεν προσκλήθηκε να εκφράσει τις απόψεις της στη σχετική διαβούλευση και στη διαβούλευση της Διαρκούς Επιτροπής με τους φορείς.
Επισημαίνει ότι το θέμα της ταυτότητας φύλου αποτελεί αντικείμενο μελέτης της Ψυχιατρικής και της Παιδοψυχιατρικής Ιατρικής Ειδικότητας. Τόσο η διάγνωση όσο και η αντιμετώπιση, αποτελούν πεδίο συζητήσεων μεταξύ επιστημονικών και κοινωνικών φορέων και η συνεχής εισροή δεδομένων οδηγεί σε αλλαγές και αναθεωρήσεις των συνιστώμενων πρακτικών.
Αναφέρει ότι «η σύγχρονη ιατρική βιβλιογραφία επισημαίνει υψηλότερη ψυχοπαθολογία σε άτομα με “Δυσφορία Φύλου” σε σχέση με το γενικό πληθυσμό» και τονίζει ιδιαίτερα τη «σημασία των Διαταραχών του Φάσματος του Αυτισμού σε άτομα με ζητήματα ταυτότητας φύλου στα οποία υπάρχουν καθυστερήσεις, διαφοροποιήσεις και παρεμβολές συμπτωμάτων στη διαμόρφωση της ταυτότητας, καθώς και παραμορφώσεις στην αξιολόγηση των κοινωνικών καταστάσεων και στην ανάπτυξη οικείων διαπροσωπικών σχέσεων».
Προσθέτει ότι «παρατηρείται υψηλή συννοσηρότητα κατάθλιψης και αυτοκτονικότητας, που δεν υποχωρεί με ιατρικές διαδικασίες αλλαγής φύλου και δυσφορία που παραμένει, παρά τυχόν επιτυχείς κοινωνικές μεταβάσεις».
Σύμφωνα με την ΠΕΕ-ΕΝΩΨΥΠΕ, δεν υπάρχουν ερευνητικά δεδομένα για εφήβους που έχουν κάνει νομική «μετάβαση» και για τις συνέπειες μια τέτοιας πρακτικής. «Η πλέον πρόσφατη έκδοση κατευθυντηρίων οδηγιών πρακτικής, υπογραμμίζει την πολύ μεγάλη πολυπλοκότητα της Διαταραχής Ταυτότητας/Δυσφορία Φύλου στην παιδική και εφηβική ηλικία και τη σημασία συμμετοχής ειδικού ψυχικής με ειδική εκπαίδευση και γνώσεις, στις αποφάσεις “κοινωνικής μετάβασης”» και επισημαίνει «την ανάγκη αξιολόγησης πιθανών δυσμενών ψυχολογικών και κοινωνικών εκβάσεων στην ζωή του ατόμου (ψυχική υγεία, φίλοι, οικογένεια, επάγγελμα, κοινωνικός ρόλος)».
Επίσης, «η προϋπόθεση συναίνεσης των γονέων δεν φαίνεται ικανή να αποτρέψει δυσμενείς εκβάσεις, καθώς είναι γνωστό ότι η επιμένουσα στην εφηβεία Δυσφορία Φύλου, μπορεί να έχει τροφοδοτηθεί από γονεϊκή ανοχή ή και ενθάρρυνση. Επί πλέον, η γονεϊκή ψυχοπαθολογία αποτελεί έναν από τα πλέον σταθερά ευρήματα. Η πρώιμη μετάβαση σε κοινωνικούς ρόλους του άλλου φύλου, θεωρείται πλέον βασικός παράγοντας διατήρησης και επιμονής της Δυσφορίας Φύλου».