Αναμφισβήτητο, ωστόσο, είναι το γεγονός ότι το αμερικανικό δόγμα ως προς το συμμαχικό και εταιρικό του περιβάλλον είναι πολύ συγκεκριμένο, καθώς εκτός των άλλων, οι ΗΠΑ είναι επικεφαλής του ΝΑΤΟ. Αυτό που αλλάζει ως προς τη “συμπεριφορά” της αμερικανικής πολιτικής σκηνής σε ότι αφορά του προσώπου και του κόμματος που ηγείται κάθε φορά τις ΗΠΑ, είναι η ενεργή συμμετοχή που επιδιώκεται να υπάρχει σε ζητήματα που ανακύπτουν ή το βαθμό “εξισορρόπησης” που πρέπει/ ή είναι αναγκαία να τηρηθεί.
Η προηγούμενη θητεία του Τραμπ στο ανώτατο αξίωμα του αμερικανικού κράτους, μετά από πολλές δεκαετίες στενών αμερικανο-τουρκικών σχέσεων, μέσω του νόμου CAATSA εξοβέλισε την Τουρκία από αμερικανικά, αμυντικά προγράμματα, μία συνθήκη πολύ σημαντική, καθώς η ελληνική κυβέρνηση που ανέλαβε το 2019 με την τότε πολιτική και στρατιωτική ηγεσία του υπουργείου Εθνικής Άμυνας δεν άφησαν να πάει ανεκμετάλλευτο, αυτό το “δώρο” του αμερικανικού νόμου.
Από εκεί και ύστερα, και παρά τη φημολογούμενη σχέση Τραμπ με Ερντογάν, μία συνθήκη που ουσιαστικά δημιουργήθηκε κάτω από το πρίσμα της επαγγελματικής δραστηριότητας του Αμερικανού προέδρου, κάθε άλλο παρά (όπως εξάλλου αποδείχτηκε κατά την προηγούμενη θητεία του) στάθηκε εμπόδιο, ώστε να εφαρμοστεί ο αμερικανικός νόμος σε ότι αφορά τις διακρατικές συμφωνίες ανάμεσα σε ΗΠΑ και Τουρκία. Και αυτό συνέβη, γιατί οι αποφάσεις κάθε άλλο παρά είναι one man show ή απλά κυβερνητικές, αλλά είναι αποτέλεσμα των αποφάσεων των δύο σωμάτων του αμερικανικού Κογκρέσου.
Στο νέο Κογκρέσο που θα σχηματιστεί, η Ελληνική Ομογένεια έχει ισχυρά πατήματα και φυσικά είναι μία συνθήκη που έχει επενδυθεί με σοβαρότητα και υπευθυνότητα όλες αυτές τις δεκαετίες και κυρίως τα τελευταία χρόνια, που η Ομογένειά μας στις ΗΠΑ ήταν σε πλήρη σύμπλευση και συνεννόηση με την ελληνική κυβέρνηση. Αυτή η πυγμή που παρατηρήθηκε από τον Ελληνισμό (διασπορά και Ελληνική κυβέρνηση της ΝΔ) ήταν η συνθήκη αυτή που δημιούργησε μία αξιόπιστη πολιτική απέναντι στο αμερικανικό κράτος. Διότι, όπως έδειξε η διπλωματική ιστορία, αλλά ακόμα και οι διεθνείς σχέσεις, το κάθε κράτος με την πολιτική που θα εφαρμόσει, είναι το στοιχείο αυτό που το εταιρικό και το συμμαχικό περιβάλλον του θα εκτιμήσει για να το κατατάξει σε μία νοητή κλίμακα (στενής) συνεργασίας.
Η Ελλάδα και η Τουρκία έχουν συγκεκριμένο ρόλο για το αμερικανικό κράτος και αυτό φάνηκε το 1952, όταν οι δύο χώρες ταυτόχρονα έγιναν μέλη της Συμμαχίας, εκτός των άλλων. Όπως και ένα πράγμα είναι αναμφισβήτητο, ότι το Ισραήλ θα είναι το μακρύ χέρι των ΗΠΑ στην ανατολική περιφέρεια.
Με την εκλογή Τραμπ, αυτό που αλλάζει αισθητά, είναι ο τρόπος και το πλαίσιο που οι ΗΠΑ και κυρίως το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα αντιμετωπίζουν το Ισραήλ και κυρίως τον πόλεμο αυτό που μαίνεται εδώ και ένα χρόνο. Και καθώς το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα κέρδισε την πλειοψηφία στα δύο Σώματα του Κογκρέσου, αυτό αυτομάτως του λύνει “τα χέρια” ως προς τη ψηφοφορία για τις αποφάσεις σε ότι αφορά το αμυντικό και εξοπλιστικό πρόγραμμα του Ισραήλ. Οι Ρεπουμπλικανοί ήταν σαφέστατοι όλο αυτόν τον χρόνο, ότι το Ισραήλ αμύνεται, υπερασπιζόμενο το λαό του από την ισλαμική τρομοκρατία. Δεν τήρησε στάση Ποντίου Πιλάτου, όπως έπραξε το Δημοκρατικό Κόμμα με την κυβέρνηση Μπάιντεν.
Και καθώς οι ισραηλινοτουρκικές σχέσεις βρίσκονται στο ναδίρ, και το μόνο σίγουρο είναι, ότι ακόμα και να υπάρχει διάδοχη κατάσταση στο ισραηλινό κράτος (που ωστόσο ως Έλληνες θα πρέπει να απευχόμαστε, καθώς ο Νετανιάχου θεωρεί φίλη τη χώρα μας, ανέκαθεν), ακόμα και αν αλλάξει η κυβέρνηση στο τουρκικό, πλέον μετά τον πόλεμο στο ισραηλινό έδαφος, οι σχέσεις ανάμεσα στα δύο αυτά κράτη θα είναι πολύ δύσκολο να αποκατασταθούν πλήρως. Και φυσικά, καθώς με την ανάδειξη του Τραμπ, ταυτόχρονα στο Ισραήλ, ο Νετανιάχου έκανε αλλαγή στην ηγεσία του υπουργείου Άμυνας, αντικαθιστώντας τον Γιοάβ Γκάλαντ με τον Ίσραελ Κάτς (μία προσωπικότητα τελείως εναντίον του ερντογανισμού) αντιλαμβανόμαστε, ότι παρά το γεγονός ότι η αλλαγή αυτή δεν έχει άμεση σχέση με την εξωτερική πολιτική του ισραηλινού Κράτους, δεν παύει να την επηρεάσει, έστω και έμμεσα.
Και παρά το γεγονός ότι ο νέος πρόεδρος των ΗΠΑ θα αναλάβει την ηγεσία του Κράτους στις 20 Ιανουαρίου του 2025, εντούτοις δεν χρειάζεται ιδιαίτερη γνώση για να γίνει αντιληπτό ότι οι εξελίξεις στην περιφέρειά μας θα είναι ραγδαίες, από αύριο κιόλας.
Και φυσικά, η εκλογή Τραμπ έδειξε επιτέλους ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να φύγει από την “εφηβεία των 30+” που επαναπαύονται στην οικογενειακή (πατρική) εστία… και όταν οι συνθήκες τους αναγκάζουν να χαλάσουν αυτή τη βόλεψη, αισθάνονται σαν τα ψάρια εκτός νερού. Δυστυχώς, η Ευρωπαϊκή Ένωση ούτε το 2016, αλλά ούτε οι συγκρουσιακές και πολιτικές καταστάσεις που διαμορφώθηκαν μετά το 2020 στάθηκαν ικανές, ώστε αποφασιστικά να κάνει “επαναπροσδιορισμούς” σε εσωτερικό επίπεδο. Τώρα πολύ απλά θα την αναγκάσουν οι συνθήκες να κινηθεί άμεσα, (και δεν είναι απαραίτητα κακό, καθώς ήδη υπάρχει ένας μπουσουλας στο πώς κινείται ο Τραμπ και το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα), γιατί δεν έχει την πολυτέλεια πλέον, να μην ενηλικιωθεί με την πλήρη σημασία του όρου.
Και το γεγονός ότι πολλοί ηγέτες της ευρωπαϊκής οικογένειας έσπευσαν να συγχαρούν τον Τραμπ, καταδεικνύει ότι ήρθε ο καιρός, η Ευρωπαϊκή Ένωση να δημιουργήσει επωφελείς πολιτικές για την ίδια ως θεσμό, μακριά από ανταγωνισμούς μεταξύ των κρατών -μελών της, διότι πλέον πρέπει να επιβιώσει ούσα ίση εταίρος των ΗΠΑ και όχι σαν δεκανίκι τους. Διότι γνωρίζουμε την αμερικανική πολιτική του ρεπουμπλικανού κόμματος ως προς μία σειρά μέτρων που αφορούν τη διεθνή οικονομία και την άμυνα και ως εκ τούτου για να μπορέσει η Ευρωπαϊκή Ένωση να ανταπεξέλθει στα νέα δεδομένα πρέπει να αναπροσαρμόσει πολλές πολιτικές της.
Και το τελευταίο, αλλά όχι επουσιώδες. Η εκλογή Τραμπ κατέδειξε ότι οι λαοί ενδιαφέρονται για την οικονομία τους, την εθνική ασφάλειά τους και την ασφάλεια των συνόρων τους μακριά από woke ατζέντες και κοινωνικούς νεολογισμούς με τους οποίους δεν ταυτίζεται το πολιτιστικό υπόβαθρό τους.
Ας το σκεφτεί και αυτό η Ευρωπαϊκή Ένωση…
*Η Άννα Κωνσταντινίδου είναι Ιστορικός- Διεθνολόγος, Διδάκτωρ Δημοσίου Δικαίου Πολιτικής Επιστήμης της Νομικής Σχολής ΑΠΘ, Επιστημονική Συνεργάτιδα του πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας (Θεσμοθετημένο Εργαστήριο Περιβαλλοντικής Τεχνολογίας πανεπιστημίου Δυτικής Μακεδονίας), διδάσκουσα στην Ανώτερη Διακλαδική Σχολή Πολέμου (ΑΔΙΣΠΟ) και τη Σχολή Εθνικής Άμυνας (ΣΕΘΑ).