«Ο “Ιανός”, ο “Ντάνιελ” και ο “Ελίας” έκαναν τη ζωή στην Ελλάδα ακριβή και επικίνδυνη, ενώ έχουν συνέπειες και για τους Γερμανούς καταναλωτές», αναφέρει το σχετικό άρθρο, μιλώντας για τις τρεις κακοκαιρίες που έπληξαν τη χώρα μας, η πρώτη το 2020 και οι δύο τελευταίες εφέτος, αφήνοντας πίσω τους σχεδόν ανυπολόγιστες καταστροφές. «Η Θεσσαλία, η καρδιά της ελληνικής γεωργίας, είναι ακόμα γεμάτη νερό και λάσπη», γράφει ο συντάκτης χαρακτηριστικά.
«Κατολισθήσεις και πτώσεις βράχων κατέστρεψαν δρόμους και επιβλήθηκε απαγόρευση κυκλοφορίας. Οι χαλαζοπτώσεις κατέστρεψαν στέγες, αυτοκίνητα και την υπόλοιπη σοδειά στη Θεσσαλία. Οι πλημμυρισμένες πλέον περιοχές του “Κάμπου”, όπου παράγεται πάνω από το 25 τοις εκατό της ελληνικής αγροτικής παραγωγής, προορίζονταν από την ΕΕ ως εναλλακτική λύση στην καλλιέργεια σιτηρών στη Ρωσία και την Ουκρανία. Τώρα αυτό τελείωσε», αναφέρει το Focus, προσθέτοντας:
«Θα χρειαστούν έως και πέντε χρόνια έως ότου η καλλιεργήσιμη γη είναι ξανά αξιοποιήσιμη. Κυριολεκτικά κατέρρευσε φέτος η συγκομιδή μήλων, στις περιοχές γύρω από τον Βόλο. Χιλιάδες νεκρά ζώα φάρμας εξακολουθούν να βρίσκονται στη λάσπη που άφησε πίσω του ο “Ντάνιελ”. Το 5% του ΑΕΠ της Ελλάδας βρίσκεται σε κίνδυνο».
«Στην μακρινή Γερμανία, οι καταναλωτές αναγκάζονται τώρα να βάλουν “βαθιά το χέρι στην τσέπη” για το τυρί φέτα – και όχι μόνο», παρατηρεί το Focus, εξηγώντας στην συνέχεια ότι η ονομασία «φέτα» είναι προστατευόμενη: «Το λευκό τυρί μπορεί να ονομαστεί “φέτα”, μόνο αν είναι φτιαγμένο από πρόβειο ή κατσικίσιο γάλα, έχει ωριμάσει σε άλμη και προέρχεται από την ηπειρωτική Ελλάδα ή το νησί της Λέσβου».
Περίπου το εβδομήντα τοις εκατό της ελληνικής παραγωγής φέτας προέρχεται από τη Θεσσαλία, ενώ σχεδόν το εξήντα τοις εκατό της συνολικής παραγωγής εξάγεται. Η Γερμανία είναι ο καλύτερος πελάτης της Θεσσαλίας, αγοράζοντας περίπου το ένα τρίτο των εξαγωγών φέτας.
Εκτός από τη φέτα καθαυτή, ένα πολύ δημοφιλές στους Γερμανούς ελληνικό πιάτο είναι η χωριάτικη σαλάτα – «τόσο, που οι Έλληνες ντόπιοι των τουριστικών περιοχών “καταλαβαίνουν” τους Γερμανούς τουρίστες στα εστιατόρια, γιατί είναι σχεδόν πάντα μία παρέα τεσσάρων ατόμων, που κάθεται σε ένα τραπέζι με μία μεγάλη χωριάτικη και ένα μπουκάλι κρασί», όπως αναφέρει εύστοχα το άρθρο.
«Απαραίτητο στοιχείο της χωριάτικης είναι και το ελαιόλαδο. Ό Όμηρος το περιέγραφε ως “υγρό χρυσάφι” – και σήμερα, όπως και ο χρυσός, κοντεύει να γίνει επενδυτικό προϊόν», παρατηρεί ο αρθρογράφος του Focus.
Η Ελλάδα δεν είναι, βέβαια, ο μεγαλύτερος εξαγωγέας ελαιολάδου στον κόσμο, ούτε και ο μόνος που αντιμετωπίζει πρόβλημα.
Η Ισπανία, επί του παρόντος ο μεγαλύτερος εξαγωγέας ελαιολάδου παγκοσμίως, απειλείται με κατάρρευση της συγκομιδής της τάξεως του περίπου πενήντα τοις εκατό, σε σύγκριση με τη συγκομιδή του 2021, για δεύτερη συνεχόμενη χρονιά. Η μακρά ξηρασία και τα κύματα καύσωνα έχουν αφήσει το αποτύπωμά τους στην παραγωγή και κατ’ επέκταση στις τιμές της ελιάς και του λαδιού στην μεσογειακή χώρα. Αντί για κάτι λιγότερο από 5 ευρώ το λίτρο, οι Ισπανοί καταναλωτές πλήρωναν ήδη 10 ευρώ/ λίτρο ελαιολάδου, περί τα τέλη του Αυγούστου.
Η Ιταλία και η Τουρκία αναφέρουν επίσης χαμηλότερους όγκους ελιών προς συγκομιδή. Στην Ελλάδα, τον τρίτο μεγαλύτερο εξαγωγέα ελαιολάδου, συντελούν αρκετοί παράγοντες, όπως η ζέστη, οι δασικές πυρκαγιές και οι πλημμύρες, στην προβλεπόμενη μείωση της συγκομιδής. «Πολυάριθμοι ελαιώνες κάηκαν στη Ρόδο. Σύμφωνα με ορισμένες εκτιμήσεις, οι αποδόσεις θα μπορούσαν να μειωθούν κατά τριάντα έως πενήντα τοις εκατό. Σε Κρήτη και Ζάκυνθο εκφράζονται φόβοι ότι το εβδομήντα τοις εκατό της σοδειάς θα αποτύχει. Όσον αφορά τις δημοφιλείς ελιές Καλαμών από την Πελοπόννησο, υπάρχουν περιοχές με ενενήντα τοις εκατό λιγότερη απόδοση», αναφέρει ο δημοσιογράφος.
Ελαιόλαδο: Κατακόρυφη αύξηση στις τιμές της χονδρικής
Στην ίδια την Ελλάδα, όπου το λάδι αποτελεί βασική τροφή «όπως το ψωμί και το γάλα», το φθηνότερο λίτρο ξεπερνά ήδη τα δέκα ευρώ, όσον αφορά την λιανική πώληση, ενώ κάποιες μάρκες φθάνουν ακόμη και τα 17,5 ευρώ το κιλό. Τα περισσότερα λάδια κυμαίνονται ανάμεσα στα 13,5 με 14,5 ευρώ το λίτρο.
«Ο λόγος είναι οι τρέχουσες τιμές χονδρικής στην αγορά, οι οποίες, μερικές φορές, είναι υψηλότερες από τις τιμές των γερμανικών σούπερ μάρκετ, πριν από τον πόλεμο της Ουκρανίας», παρατηρεί το Focus. Πριν το πόλεμο, τα εκπτωτικά γερμανικά σούπερ μάρκετ είχαν προσφορές των 3,45 ευρώ για 500 ml ελαιόλαδο. Αυτή την στιγμή, η τιμή χονδρικής του ελαιολάδου κυμαίνεται στα 8,40 με 8,60 ευρώ το λίτρο, γεγονός που δεν ωφελεί συνήθως τους ίδιους τους παραγωγούς, όπως επισημαίνει ο συντάκτης, αλλά μάλλον τους μεσάζοντες, αφού για τη φετινή χρονιά οι Έλληνες αγρότες συνήψαν συμφωνίες παράδοσης με μέση τιμή τα 4,80 με 5 ευρώ ανά λίτρο.
«Το 2021 συνηθίζονταν οι τιμές που ξεκινούσαν από 2,50 ευρώ το λίτρο, ενώ αποθηκευμένο λάδι από προηγούμενες συγκομιδές εξακολουθεί να πωλείται. Η νέα περίοδος συγκομιδής ξεκινά τον Οκτώβριο», επισημαίνει ο αρθρογράφος, ενώ συμπληρώνει πως οι εξελίξεις στις τιμές δεν αναμένεται να ομαλοποιηθούν πριν την Πρωτοχρονιά του 2025 – και αυτό, εφόσον δεν υπάρξουν άλλες μεγάλες φυσικές καταστροφές στην Ελλάδα, την Ισπανία, την Τουρκία και την Ιταλία.