Οι αντιρατσιστές πολιτικοί αποφάσισαν στις συναντήσεις τους να δημιουργήσουν ένα νέο κόμμα το Ρεπουμπλικανικό το οποίο και δημιούργησαν στο Μίσιγκαν τον Ιούλιο του 1854 και το οποίο μέσα σε λίγο χρόνο απέκτησε πολλούς οπαδούς και ουσιαστικά εκτόπισε το μέχρι τότε αντιπολιτευόμενο τους Δημοκρατικούς κόμμα, τους Γουίγκς.
Από την δημιουργία του το 1854 και για πάνω από έναν αιώνα μέχρι το 1964, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα είχε ταυτιστεί με την υποστήριξη των αφροαμερικανών και των μειονοτήτων. Μέχρι το 1935 όλοι οι αφροαμερικανοί βουλευτές ήταν Ρεπουμπλικανοί ενώ μέχρι το 1979 και όλοι οι αφροαμερικανοί Γερουσιαστές ήταν Ρεπουμπλικανοί.
Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα όταν δημιουργήθηκε ήταν ένα ριζοσπαστικό κεντρο-αριστερό κόμμα ενώ σήμερα θεωρείται το συντηρητικό κόμμα της Αμερικής.
Αμέσως μετά τη δημιουργία του κόμματος, οι Ρεπουμπλικανοί δεν κατάφεραν το 1856 να εκλέξουν πρόεδρο τον Τζον Φρίμοντ ο όποιος είχε καλέσει τη Βουλή των Αντιπροσώπων και τη Γερουσία να καταργήσουν την δουλεία.
Το 1860 ο Ρεπουμπλικανός Αβραάμ Λίνκολν, εκμεταλλευόμενος την διάσπαση του Δημοκρατικού Κόμματος, νίκησε στις εκλογές τον Δημοκρατικό Τζον Μπρέκενριντζ. Ως προοδευτικός πρόεδρος προσπάθησε να εφαρμόσει πολιτική κατά την δουλείας με αποτέλεσμα να αποσχιστούν 7 νότιες πολιτείες και να ξεκινήσει ο Αμερικανικός Εμφύλιος Πόλεμος (1861-65) μεταξύ Βορείων και Νοτίων πολιτειών.
Το 1863 ανακοίνωσε την ‘για πάντα απελευθέρωση’ όλων των αφροαμερικανών σκλάβων που ήταν στις αποσχισθείσες και εμπόλεμες νότιες πολιτείες και τους κάλεσε να συνταχθούν ως ελεύθεροι πολίτες με το στρατό των Βορείων. Το 1865, μετά τη νίκη των Βόρειων στον Εμφύλιο, η κατάργηση της δουλείας έγινε Συνταγματική με την προσθήκη του 13ου άρθρου στο Αμερικανικό Σύνταγμα.
Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα, από την δεκαετία του 1870 μέχρι και τη δεκαετία του 1890, στις περισσότερες πολιτείες βρίσκονταν σε μια ισορροπία, όσον αφορά τα νομοθετικά σώματα, με το Δημοκρατικό Κόμμα το οποίο όμως κυριαρχούσε πλήρως στις πολιτείες του Νότου. Εάν εξαιρέσουμε τις δύο τετραετίες του Δημοκρατικού Προέδρου Γκρόβερ Κλίβλαντ (1885-1889 και 1893-1897) οι Ρεπουμπλικανοί μονοπώλησαν το προεδρικό αξίωμα αρκετές δεκαετίες και λόγω της νίκης στον Εμφύλιο και λόγω της προοδευτικότητάς τους στα κοινωνικά θέματα.
Το 1896 οι Ρεπουμπλικανοί σαρώνουν στις εκλογές κερδίζοντας Βουλή, Γερουσία και Προεδρία με τον Γουίλιαμ Μακίνλι ο οποίος ήταν υπέρμαχος της προστασίας των αμερικανικών προϊόντων με υψηλούς δασμούς για τα εισαγόμενα και του ισχυρού νομίσματος σταθερά συνδεδεμένου με τον κανόνα χρυσού. Αντίθετα οι Δημοκρατικοί ήταν υπέρ του φθηνού χρήματος με χαμηλά επιτόκια συνδεδεμένου με ασθενέστερο κανόνα χρυσού και αργύρου.
Η δολοφονία του Μακίνλι το 1901 (είχε ξαναεκλεγεί το 1900) ανεβάζει στην προεδρία τον αντιπρόεδρό του Θεόδωρο Ρούσβελτ, ο οποίος πιο προοδευτικός από τον προκάτοχό του έδωσε μεγάλη σημασία στη προστασία των φυσικών πόρων της χώρας.
Ο Ρούσβελτ επανεκλέγεται το 1904 και για το 1908 προτείνει για πρόεδρο το φίλο του και υπουργό Πολέμου Γουίλιαμ Τάφτ ο οποίος κάνει μια εύκολη εκλογή. Όμως σύντομα ο Ρούζβελτ διαφωνεί με τη συντηρητικότερη πολιτική του Ταφτ και έτσι πριν τις εκλογές του 1912 βάζει υποψηφιότητα για το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών εναντίον του Ταφτ, όπου όμως αποτυγχάνει. Στενοχωρημένος δημιουργεί το Προοδευτικό Κόμμα (Progressive Party) και κατεβαίνει στις εκλογές διασπώντας έτσι το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα με αποτέλεσμα να κερδίσει την προεδρία ο υποψήφιος των Δημοκρατικών Γούντρο Γουίλσον (ο οποίος και επανεκλέγεται το 1916).
Όμως τα οικονομικά προβλήματα που συσσωρεύονται στην αμερικανική οικονομία βγάζουν πρόεδρο στις εκλογές του 1920 τον Ρεπουμπλικανό Γουόρεν Χάρντινγκ ο οποίος κατορθώνει να βελτιώσει σημαντικά την οικονομία.
Η βελτίωση της οικονομίας υπό τους Ρεπουμπλικανούς ήταν τόσο μεγάλη και διαρκής που όχι μόνο οδήγησε το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του 1924 και του 1928 αλλά δημιούργησε και την οικονομική φούσκα σε όλες τις αξίες της αμερικανικής οικονομίας. Η οικονομική φούσκα ‘έσπασε’ το 1929 βυθίζοντας τις Ηνωμένες Πολιτείες (και τον κόσμο όλο) στη μεγαλύτερη χρηματιστηριακή και οικονομική κρίση όλων των εποχών.
Ως συνέπεια της οικονομικής καταστροφής, το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχασε την δημοτικότητά του και ο Πρόεδρος Χέρμπερτ Χούβερ ηττήθηκε κατά κράτος στις εκλογές του 1932 από τον Δημοκρατικό Φραγκλίνο Ρούζβελτ.
Ο Ρούζβελτ κατάφερε να διατηρήσει στην εξουσία το Δημοκρατικό Κόμμα και τον ίδιο στο προεδρικό θώκο για ακόμα 3 εκλογικές αναμετρήσεις, το 1936, το 1940 και το 1944, κατά την διάρκεια των οποίων το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα πέρασε μια από τις χειρότερες περιόδους του και οι Δημοκρατικοί με το Ρούζβελτ μια από τις καλύτερες περιόδους των και ως νικητές του Β’ Παγκόσμιου Πόλεμου.
Με το θάνατο του Δημοκρατικού Ρούζβελτ το 1945, ένα χρόνο μετά την 4η εκλογή του (ο μόνος αμερικανός πρόεδρος που εξελέγει πάνω από 2 θητείες) έγινε πρόεδρος ο αντιπρόεδρός του Χάρι Τρούμαν ο οποίος κατόρθωσε να κερδίσει οριακά τις εκλογές του 1948 και ουσιαστικά να κρατήσει τους Ρεπουμπλικανούς εκτός προεδρίας μια 20ετία.
Το 1952 το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα έχρισε υποψήφιό τον αρχιστράτηγο των συμμαχικών δυνάμεων Ντουάιτ Αϊζενχάουερ ο οποίος αν και κεντρώος στις πεποιθήσεις, ακολούθησε την πιο συντηρητική γραμμή του Κόμματος. Αυτή προέβλεπε έντονο αντικομμουνισμό, τόσο στο εσωτερικό όσο και στο εξωτερικό, μείωση της κυβερνητικής παρέμβασης στην οικονομία και μειώσεις φόρων των πλουσίων.
Έχοντας κερδίσει και τις εκλογές του 1956, ο Αϊζενχάουερ, ως μετριοπαθής Ρεπουμπλικανός, προώθησε τα πολιτικά δικαιώματα υπογράφοντας το Νόμο των Δικαιωμάτων (Civil Rights Act) του 1957 και του 1960, επεξέτεινε την κοινωνική ασφάλιση, αύξησε το κατώτερο μισθό και δημιούργησε το Υπουργείο Υγείας και Πρόνοιας.
Το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα στο περίοδο αυτή γίνεται πόλος έλξης για τους μικρούς και μεγάλους επιχειρηματίες, την νέα μεσαία τάξη των προαστίων και κυρίως των λευκών νότιων οι οποίοι αν και παραδοσιακά Δημοκρατικοί έχουν δυσαρεστηθεί πολύ από τις νέες προοδευτικές πολιτικές του Δημοκρατικού Κόμματος.
Παρόλο αυτά ο Ρεπουμπλικανός Ρίτσαρντ Νίξον, αντιπρόεδρος του Αϊζενχάουερ, χάνει οριακά τις εκλογές του 1960 από τον νεοεμφανιζόμενο, χαρισματικό και μη αναμενόμενο υποψήφιο του Δημοκρατικού Κόμματος Τζον Κένεντι.
Η διαμάχη εντός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος μεταξύ μετριοπαθών και συντηρητικών εντείνεται στο Συνέδριο το 1964 με τελικό αποτέλεσμα να λάβει το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών ο Συντηρητικός Μπάρι Γκολντγοότερ ο οποίος ηττάται κατά κράτος από τον Δημοκρατικό Λίντον Τζόνσον, αντιπρόεδρο του Κένεντι και διάδοχό του μετά τη δολοφονία του δεύτερου.
Στις εκλογές του 1968 οι μετριοπαθείς Ρεπουμπλικανοί έχουν ανακτήσει την δύναμή τους με αποτέλεσμα το χρίσμα του Κόμματος να ξαναλάβει ο Ρίτσαρντ Νίξον ο οποίος και κατάφερε να κερδίσει στις προεδρικές εκλογές τον Χιούμπερτ Χάμφρεϊ, υποψήφιο των Δημοκρατικών και αντιπρόεδρο του Τζόνσον. Στις εκλογές αυτές πολλοί λευκοί νότιοι ψηφοφόροι των Δημοκρατικών ψήφισαν τον Νίξον, καθώς διευρύνεται η προσχώρηση Νότιων Δημοκρατικών στο Ρεπουμπλικανικό Κόμμα. Χαρακτηριστικό είναι ότι 11 Νότιες πολιτείες ψήφισαν τον Ρεπουμπλικανό Νίξον και μόνο μία Νότια πολιτεία ψήφισε τον Δημοκρατικό Χάμφρεϊ.
Το 1972 κερδίζει πάλι τις προεδρικές εκλογές ο Νίξον ο οποίος όμως παραιτείται τον Αύγουστο του 1974 λόγω του σκανδάλου της παράνομης παρακολούθησης των Δημοκρατικών “Γουτεργκέιτ”, και την προεδρία αναλαμβάνει ο Τζέραλντ Φορντ.
Το 1976 ο Ρεπουμπλικανός Τζέραλντ Φόρντ χάνει οριακά τις εκλογές από τον Νότιο υποψήφιο των Δημοκρατικών Τζίμι Κάρτερ.
Το 1980 ο Ρεπουμπλικανός Ρόναλντ Ρίγκαν κερδίζει δυνατά τον Τζίμι Κάρτερ και βοηθά πολύ το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα να κερδίσει την πλειοψηφία στην Γερουσία. Ο Ρίγκαν κάνει μεγάλες μειώσεις στην φορολογία και ανασυγκροτεί τις Αμερικανικές ένοπλες δυνάμεις.
Η υψηλή δημοφιλία του Ρίγκαν και η βελτίωση της οικονομίας οδηγεί σε μια μεγάλη νίκη το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα στις εκλογές του 1984. Ο Ρίγκαν κερδίζει τις 49 από τις 50 τις πολιτείες της χώρας ενώ ο Δημοκρατικός Μοντέιλ μόνο μία.
Το 1988 ο Ρεπουμπλικανός Τζορτζ Χέρμπερτ Μπους (πατέρας), αντιπρόεδρος του Ρίγκαν το διάστημα 1981 – 1988, νικά στις εκλογές τον ελληνοαμερικανό Μάικλ Δουκάκη. Επί των ημερών του το 1990 γίνεται ο ‘Πόλεμος του Κόλπου’ όπου στέλνει Αμερικανικά στρατεύματα στο Ιράκ για να απελευθερώσουν το Κουβέιτ ενώ το 1991 πέφτει ο Κομμουνισμός σε Σοβιετική Ένωση και Ανατολική Ευρώπη.
Το 1992 ο Τζορζ Χ. Μπους χάνει της εκλογές από το Δημοκρατικό Μπιλ Κλίντον, τον τρίτο νεαρότερο Πρόεδρο των Ηνωμένων Πολιτειών (46 ετών) μετά τον Θεόδωρο Ρούζβελτ (1901 – 42 ετών) και Τζον Κένεντι (1961 – 43 ετών).
Οι Ρεπουμπλικανοί έχοντας την πλειοψηφία σε Βουλή και Γερουσία προσπαθούν να φέρουν εμπόδια στην κοινωνική πολιτική του Κλίντον πράγμα που οδήγησε στην επανεκλογή του Κλίντον στη Προεδρία το 1996.
Το 2000 ο Ρεπουμπλικανός Κυβερνήτης του Τέξας Τζορζ Γουόκερ Μπους (Γιος του Τζορτζ Χ. Μπους) γίνεται πρόεδρος κερδίζοντας τον δημοκρατικό Αλ Γκορ σε μια από τις πιο αμφιλεγόμενες εκλογές στην ιστορία της χώρας παρόλο που ο Μπους πήρε 500.000 ψήφους λιγότερες από τον Αλ Γκορ σε εθνικό επίπεδο. Αυτό είχε ξανασυμβεί άλλες 3 φορές στην ιστορία (1824, 1876, 1888). Η περίπτωση του 2000 εξηγείται από το πλειοψηφικό σύστημα των εκλογών αλλά και από το γεγονός ότι η χειρόγραφη επανακαταμέτρηση των ψήφων της πολιτείας Φλόριντα (Κυβερνήτης ο Τζεφ Μπους, αδελφός του Τζορζ Γ. Μπους) διακόπηκε με απόφαση του Ανώτατου Δικαστηρίου της χώρας.
Οι Ρεπουμπλικανοί, έχοντας κεφαλαιοποιήσει την πολιτική τους κατά της τρομοκρατίας μετά την επίθεση στους ‘Δίδυμους Πύργους’ στην Νέα Υόρκη το Σεπτέμβριο του 2001, κερδίζουν πολλές θέσεις στην Γερουσία και τη Βουλή στις ενδιάμεσες εκλογές του 2002 και ο Μπους κατορθώνει οριακά να κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του 2004.
Η αυξανόμενη όμως δυσαρέσκεια των πολιτών κατά του πολέμου στο Ιράκ έπληξε τη δημοτικότητα των Ρεπουμπλικανών με αποτέλεσμα οι Δημοκρατικοί να πάρουν την πλειοψηφία σε Βουλή και Γερουσία στις ενδιάμεσες εκλογές του 2006. Και φυσικά να κερδίσουν τις προεδρικές εκλογές του 2008 με τον Μπαράκ Ομπάμα, τον πρώτο αφροαμερικανό Πρόεδρο στην ιστορία των Ηνωμένων Πολιτειών.
Οι Ρεπουμπλικανοί δεν τα πήγαν καλά και στις εκλογές του 2012, καθώς ο υποψήφιός τους Μιτ Ρόμνι δεν κατάφερε να νικήσει τον Ομπάμα.
Στις επόμενες εκλογές, στις 8 Νοεμβρίου 2016, ο υποψήφιος του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος Ντόναλντ Τραμπ κατόρθωσε να νικήσει την υποψήφια των Δημοκρατικών Χίλαρι Κλίντον.
Μέχρι σήμερα υπήρξαν 19 Ρεπουμπλικανοί πρόεδροι με πρώτο τον Αβραάμ Λίνκολν από το 1861 έως το 1865 που δολοφονήθηκε, και ο πιο πρόσφατος είναι ο Ντόναλντ Τραμπ μετά την εκλογή του το 2016.
Στις εκλογές του 2020, από την άλλη πλευρά, ο Τραμπ ηττήθηκε από το κόμμα των Δημοκρατικών στο οποίο ηγείτο ο Τζο Μπάιντεν.
Ειδήσεις σήμερα
Βόρεια Κορέα: Eκτοξεύει πυραύλους ώρες πριν από τις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ
Αρκάς: Μια καλημέρα απο τα μυθικά πλάσματα… την Σκύλλα και την Χάρυβδη