Τα στατιστικά στοιχεία των εκλογών της 3ης Νοεμβρίου είναι ενδεικτικά της ιστορικότητάς τους, καθώς οι εκλογές προσέλκυσαν 158.000.000 ψηφοφόρους- τους περισσότερους που προσήλθαν ποτέ σε εκλογές από το 1900.
Ο υποψήφιος των Δημοκρατικών, Τζο Μπάιντεν, έλαβε συνολικά πάνω από 81.000.000 ψήφους, τις περισσότερες που έχουν κατατεθεί ποτέ στις αμερικανικές εκλογές υπέρ ενός υποψηφίου.
Παράλληλα, ο Ντόναλντ Τραμπ αποτέλεσε τον πρώτο Πρόεδρο των ΗΠΑ από το 1992, ο οποίος έχασε την ευκαιρία μιας δεύτερης συνεχούς θητείας.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η πληθώρα των ανεξάρτητων υποψηφίων στις εκλογές, καθώς και τα πρωτοφανή υψηλά ποσοστά ψήφων που συγκέντρωσαν μικρότερα κόμματα, όπως το Φιλελεύθερο (1,2%) και το Κόμμα των Οικολόγων (0,3%).
Ως ανεξάρτητος υποψήφιος συμμετείχε και ο δημοφιλής ράπερ Κάνιε Γουέστ, συγκεντρώνοντας 0,1% των ψήφων, ενώ ακόμα και ο ιδρυτής των Starbucks, Χάουαρντ Σουλτς, είχε ανακοινώσει μια πιθανή υποψηφιότητά του, αποσύροντάς την ωστόσο μετά από τις αντιδράσεις που προκλήθηκαν στα social media.
Ο ανεξάρτητος υποψήφιος, Κάνιε Γουέστ, κατά την διάρκεια προεκλογικής συγκέντρωσης.
Βέβαια, η τελική «κονταρομαχία» για την ανάδειξη του πιο ισχυρού κόμματος και του επόμενου Προέδρου δόθηκε, ως συνήθως, ανάμεσα στο Δημοκρατικό και το Ρεπουμπλικανικό κόμμα και τους υποψήφιους Μπάιντεν και Τραμπ.
Τι προηγήθηκε
Εν μέσω της πανδημίας του κορωνοϊού, ενός διχαστικού και φλέγοντος γεγονότος τόσο για τις ΗΠΑ, όσο και για το υπόλοιπο του πλανήτη, η τελείως διαφορετική προσέγγιση των δύο υποψηφίων έπαιξε αποφασιστικό ρόλο στην συμμετοχή των ψηφοφόρων στις εκλογές και τη διαμόρφωση του εκλογικού αποτελέσματος.
Στο εσωτερικό των ΗΠΑ, οι δολοφονίες αφροαμερικανών όπως ο Τζορτζ Φλόιντ από τις αστυνομικές αρχές και οι επακόλουθες, συχνά βίαιες αναταραχές και διαμαρτυρίες, οδήγησαν πολιτικούς και ψηφοφόρους σε ακόμη μεγαλύτερη πόλωση.
Ο θάνατος της δικαστή Ρουθ Μπέιντερ- Γκίνσμπουργκ και ο διορισμός της, περισσότερο συντηρητικής, Έιμι Κόνεϊ-Μπάρετ στην θέση της στο Ανώτατο Δικαστήριο, αποτέλεσε ακόμη ένα ορόσημο που απασχόλησε την κοινή γνώμη τη χρονιά που μας πέρασε.
Τέλος, η τύχη του προγράμματος υγειονομικής περίθαλψης και πρόνοιας , το μεταναστευτικό και οι σχέσεις των ΗΠΑ με δυνάμεις όπως η Κίνα και η Ρωσία αποτέλεσαν βασικά διακυβεύματα των πολυαναμενόμενων εκλογών.
Στις 17 Φεβρουαρίου του 2017, ο Τραμπ είχε ήδη ανακοινώσει την πρόθεσή του να ξαναθέσει υποψηφιότητα και ξεκινούσε τις καμπάνιες του στη Φλόριντα των ΗΠΑ.
Τον Μάιο του 2018, το Ρεπουμπλικανικό κόμμα ανακοινώνει επισήμως την παύση διεξαγωγής ντιμπέιτ μεταξύ του Τραμπ και άλλων υποψηφίων για την θέση του αντιπροσώπου του κόμματος στις εκλογές, αναγνωρίζοντας τον Τραμπ ως υποψήφιό του.
Στις 7 Νοεμβρίου του ίδιου έτους, ο Τραμπ επικυρώνει ότι ο Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Μάικ Πενς, θα συνέχιζε να βρίσκεται στο πλευρό του ως υποψήφιος για μια δεύτερη θητεία.
Στο Δημοκρατικό κόμμα, η μάχη για την θέση του υποψηφίου κρίθηκε τελικά υπέρ του τέως Αντιπροέδρου των ΗΠΑ επί προεδρίας Ομπάμα, Τζο Μπάιντεν.
Υποψήφιοι για την θέση υπήρξαν, μεταξύ άλλων, ο εκδότης και τέως δήμαρχος της Νέας Υόρκης, Μάικλ Μπλούμπεργκ, ο γερουσιαστής των Δημοκρατικών Μπέρνι Σάντερς, η γερουσιαστής Ελίζαμπεθ Γουόρεν και η μελλοντική Αντιπρόεδρος των ΗΠΑ, Κάμαλα Χάρις.
Ο Τζο Μπάιντεν με τον Μπέρνι Σάντερς.
Ο Σάντερς, που είχε ανταγωνιστεί τον Μπαράκ Ομπάμα στις εκλογές του 2016, θα αποσύρει την υποψηφιότητά του στις 8 Απριλίου του 2020, μετά την νίκη του Μπάιντεν στις προκριματικές εκλογές της Super Tuesday (3 Μαρτίου), μια κίνηση με την οποία επικυρώθηκε η ανάδειξη του Μπάιντεν ως υποψηφίου των Δημοκρατικών.
Μαζί με τον Μπλούμπεργκ, ο οποίος είχε παραιτηθεί σε νωρίτερο στάδιο των προκριματικών εκλογών, ο Σάντερς αποτελούσε τον πιο ισχυρό αντίπαλο του Μπάιντεν για το χρίσμα των Δημοκρατικών.
Η Κάμαλα Χάρις, έχοντας αποσύρει την δική της υποψηφιότητα σχεδόν ένα χρόνο νωρίτερα, θα επιλεγεί από τον Τζο Μπάιντεν ως υποψήφια Αντιπρόεδρος στις 12 Αυγούστου του 2020.
Παράλληλα με την διαδικασία ανάδειξης των υποψηφίων των δύο κομμάτων και τις προεκλογικές τους εμφανίσεις σε συνέδρια και συγκεντρώσεις, τον Δεκέμβριο του 2019 ξεκινά μια εξονυχιστική διερεύνηση των πεπραγμένων του Ντόναλντ Τραμπ από τη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Ο Πρόεδρος των ΗΠΑ οδηγείται σε δίκη, κατηγορούμενος ότι όχι μόνο δεχόταν την μυστική παρέμβαση της Ρωσίας στις εκλογές με οφέλη για την καμπάνια του, αλλά και ότι είχε παρεμποδίσει την σχετική έρευνα, διατάζοντας μέλη της κυβέρνησής του να αγνοήσουν εντάλματα που τους καλούσαν να παραδώσουν έγγραφα και να καταθέσουν.
Ο Τραμπ έχει ταυτόχρονα επιχειρήσει να πυροδοτήσει αντίστοιχη διερεύνηση σε βάρος του αντιπάλου του, Μπάιντεν, με την κατηγορία ότι ο Μπάιντεν δεχόταν την υποστήριξη της Ουκρανίας για την καμπάνια του.
Ως πειστήριο, ο Τραμπ παρέθετε ένα λάπτοπ του γιου του Μπάιντεν, Χάντερ, το οποίο φέρεται πως περιείχε «καταδικαστικές πληροφορίες», μιας και ο Χάντερ Μπάιντεν εργαζόταν για λογαριασμό ουκρανικών εταιριών.
Στις 5 Φεβρουαρίου του 2020, ο Τραμπ απαλλάσσεται ελλείψει της συγκέντρωσης των απαιτούμενων 67 ψήφων για να καταδικαστεί με βάση κάποια από τις 2 κατηγορίες που τον βάραιναν.
Την Άνοιξη του 2020 και ενώ ο κορωνοϊός επελαύνει στις ΗΠΑ, ο Ντόναλντ Τραμπ αποφασίζει να διακόψει τη χρηματοδότηση που παρείχε το κράτος στον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας.
Ο Τραμπ μαζί με τον κυβερνητικό γιατρό, Άντονι Φάουτσι.
Ο Τραμπ, ο οποίος ήδη έχει καταστήσει σαφή την αντίθεσή του στις οδηγίες τόσο του Οργανισμού, όσο και των εγχώριων συμβούλων του όπως ο «Αμερικανός Τσιόδρας», Άντονι Φάουτσι, συνεχίζει την προεκλογική του καμπάνια, σε εκδηλώσεις που συγκεντρώνουν χιλιάδες ατόμων, μεταξύ των οποίων η τήρηση των υγειονομικών μέτρων είναι σαφώς ελλιπής.
Εν αντιθέσει, στις συγκεντρώσεις των Δημοκρατικών οι συμμετέχοντες υποχρεούνται να τηρούν τις αποστάσεις ασφαλείας, με τον Τραμπ να τους κατηγορεί ότι το κάνουν «για να φαίνονται περισσότεροι».
Η ειρωνική στάση του Τραμπ απέναντι στους αντιπάλους του αποτελεί προάγγελο της εξέλιξης του πρώτου προεδρικού debate μεταξύ Τραμπ και Μπάιντεν, το οποίο άφησε ιστορία ως ένα από τα πιο χαώδη και σοκαριστικά debate της εποχής μας.
Το debate και ο κορωνοϊός
Στο debate, που λαμβάνει χώρα στις 29 Σεπτεμβρίου, ο Τραμπ θα διακόψει κατ’ επανάληψη τον Μπάιντεν, μην τηρώντας τα χρονικά όρια ομιλίας που έχει στην διάθεσή του ο κάθε συμμετέχων, με τον Μπάιντεν να φτάνει να ζητάει από τον Τραμπ «να σκάσει».
Σοκ προκαλεί η άρνηση του Τραμπ να καταδικάσει ανοιχτά τους υποστηρικτές της ανωτερότητας της λευκής φυλής, ζητώντας από μια σχετική ομάδα, τους Proud Boys, «να κάνουν πίσω, αλλά να μείνουν σε ετοιμότητα».
Στο debate, ο Τραμπ θα κατηγορήσει κύκλους της Αριστεράς όπως η Antifa για την υποκίνηση βίας στις εξεγέρσεις με αφορμή τον θάνατο του Φλόιντ, έχοντας προηγουμένως χαρακτηρίσει την Antifa «τρομοκρατική οργάνωση».
Τρεις ημέρες μετά το debate, ο Ντόναλντ και η Μελάνια Τραμπ, όπως και 11 ακόμη συμμετέχοντες στην τηλεμαχία, διαγιγνώσκονται θετικοί στον κορωνοϊό. Θετική διαγιγνώσκεται και η σύμβουλος του Τραμπ στον Λευκό Οίκο, Χόουπ Χικς.
Ο Πρόεδρος Τραμπ και η προσωπική του σύμβουλος, Χόουπ Χικς.
Ένα μήνα πριν τις εκλογές, ο Τραμπ εισάγεται στο νοσοκομείο, όπου του χορηγείται μια πειραματική θεραπεία αντισωμάτων, λαμβάνοντας τελικά εξιτήριο στις 12 Οκτωβρίου.
Εντωμεταξύ, στις 7 Οκτωβρίου, λαμβάνει χώρα το debate των υποψηφίων Αντιπροέδρων Πενς και Χάρις στο Σολτ Λέικ Σίτι της Γιούτα, σε πολύ ηπιότερους τόνους σε σχέση με το προεδρικό.
Την παράσταση στο debate αυτό κλέβει μάλιστα μια…μύγα, η οποία προσγειώθηκε στο κεφάλι του Πενς όπου και παρέμεινε για πολλή ώρα.
Ταυτόχρονα, οι εικασίες των τηλεθεατών για πιθανή ασθένεια του Πενς με κορωνοϊό οργιάζουν, καθώς αυτός φαίνεται να έχει το σύμπτωμα των κόκκινων ματιών.
Ωστόσο, ο Πενς αποτέλεσε ένα από τα λίγα άτομα κοντά στον Πρόεδρο που δεν νόσησαν από τον ιό.
Στις 22 Οκτωβρίου, και ενώ οι υποψήφιοι Τραμπ και Μπάιντεν έχουν εντείνει την εκστρατεία τους σε όλη τη χώρα, παρατίθεται το δεύτερο προεκλογικό debate στο Νάσβιλ του Τενεσί.
Με 45 εκατομμύρια των πρόωρων ψήφων να έχουν ήδη αποσταλεί, το δεύτερο debate διεξάγεται με τρόπο που επιτρέπει στους τηλεθεατές να εστιάσουν στα λεγόμενα των υποψηφίων, αντί στον τρόπο με τον οποίο αυτά διατυπώνονται.
Στις 31 Οκτωβρίου, κονβόι τζιπ με υποστηρικτές του Τραμπ στο Τέξας περικυκλώνει και εξωθεί ένα λεωφορείο της καμπάνιας Μπάιντεν στα όρια του δρόμου. Ο Τραμπ κοινοποιεί βιντεοσκόπηση του γεγονότος με την λεζάντα «Αγαπώ το Τέξας», προκαλώντας αντιδράσεις.
Με τις εκλογές να πλησιάζουν, αυξάνεται η ανησυχία για βιαιότητες ανάμεσα στους υποστηρικτές των δύο υποψηφίων, αλλά και για ένα πιθανό «πραξικόπημα» Τραμπ σε περίπτωση ήττας του, καθώς ο Πρόεδρος έχει πολλάκις υποστηρίξει πως δεν θα δεχτεί αβασάνιστα την ήττα και πως θεωρεί τις επιστολικές ψήφους αναξιόπιστες.
Για άλλη μια φορά, το βάρος της ανάδειξης του νικητή πέφτει στις λεγόμενες «αμφίρροπες» πολιτείες, όπως η Πενσιλβάνια, το Ουισκόνσιν, το Μίσιγκαν, η Βόρεια Καρολίνα, η Νεβάδα και το Τέξας.
Οι εκλογές εξελίσσονται σε θρίλερ, με την καταμέτρηση – ιδιαίτερα των επιστολικών- ψήφων να καθυστερεί και τον Τραμπ να αυτοανακηρύσσεται στο Twitter νικητής ήδη από την ανακοίνωση των πρώτων αποτελεσμάτων.
Με την νίκη Μπάιντεν στο Μίσιγκαν και το Ουισκόνσιν, στις 17 Νοεμβρίου, το αποτέλεσμα έχει πλέον κριθεί και ο Δημοκρατικός υποψήφιος θεωρείται πλέον βέβαιος νικητής των εκλογών.
I WON THIS ELECTION, BY A LOT!
— Donald J. Trump (@realDonaldTrump) November 7, 2020
Στις 7 Νοεμβρίου ο Τραμπ γράφει στο Twitter πως κέρδισε με διαφορά τις εκλογές.
Ενώ ηγέτες από όλο τον κόσμο έχουν αρχίσει να συγχαίρουν τον Μπάιντεν για την νίκη, ο Τραμπ, πιστός στην προεκλογική του υπόσχεση να μην δεχθεί το αποτέλεσμα, ξεκινά προσφυγές στα δικαστήρια της εκάστοτε Πολιτείας με σκοπό να αμφισβητήσει την εγκυρότητα των επιστολικών ψήφων.
Οι αγωγές απορρίπτονται η μία μετά την άλλη, και έτσι στις 14 Δεκεμβρίου το Κολέγιο των Εκλεκτόρων καταθέτει τις ψήφους του που αναδεικνύουν και επίσημα τον νικητή των εκλογών.
Τελικά, ο Τζο Μπάιντεν ανακηρύσσεται 46ος Πρόεδρος των ΗΠΑ και ο πλανήτης βρίσκεται εν αναμονή της ορκωμοσίας του, στις 20 Ιανουαρίου του 2021.
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr