Πρώτον: Μετά την ήττα του στις προεδρικές εκλογές των ΗΠΑ το 2019, ο Ντόναλντ Τραμπ καταγράφηκε ως πολιτική αποτυχία. Αλλά δεν το έβαλε κάτω, επανήλθε, κέρδισε αρχικά τον πολιτικό χρόνο και εντέλει κέρδισε με υπολογίσιμη διαφορά τους Δημοκρατικούς τέσσερα χρόνια αργότερα.
Δεύτερον: Ενώ αρκετοί σε Αμερική και Ευρώπη υπέκυψαν στην άνετη πλειάδα πληροφοριών και αρκετών δημοσκοπήσεων, και ήταν πεπεισμένοι ότι η τηλεθέαση της Χάρις ανέβαινε και θα επικρατούσε, ο Τραμπ έμεινε προσηλωμένος στον στόχο του και επικράτησε, αδιαφορώντας για τις εκτιμήσεις και αναλύσεις των διαφόρων επιτελείων και γνωστών-κορυφαίων «δεξαμενών σκέψης». Φάνηκε ότι κέρδισε το γεγονός πως παρέμεινε εντός των αρχικών σχεδιασμών και ότι δημιουργούσε ρεύμα που οι Δημοκρατικοί αναγκάστηκαν να ακολουθήσουν, χωρίς να γνωρίζουν τους κανόνες εξίσου καλά με τον ίδιον.
Τρίτον: Υπήρχαν προβλέψεις ότι αυτές οι εκλογές θα διχάσουν τις Ηνωμένες Πολιτείες. Αν ο Τραμπ δεν είχε κερδίσει, πιθανότατα δεν θα είχε αναγνωρίσει τα αποτελέσματα, δημιουργώντας έναν σοβαρό κίνδυνο διχασμού που θα είχε αποδυναμώσει τις ΗΠΑ. Ο Τραμπ κέρδισε αποφασιστικά -είτε αρέσει είτε όχι- και ο διχασμός αποφεύχθηκε. Μένει να δούμε τις πρώτες κινήσεις του στην πολεμική αντιπαράθεση Κιέβου-Μόσχας μετά από σχεδόν τρία ολόκληρα χρόνια πολέμου.
Τέταρτον: Η Ευρώπη ήταν και είναι ανήσυχη για τη νίκη του Τραμπ και τώρα προετοιμάζεται για το χειρότερο. Αλλά αυτό θα ωφελήσει τελικά την Ευρώπη, καθώς θα πρέπει να πάρει τον έλεγχο της μοίρας της (μια μοίρα που αυτή τη στιγμή καθορίζεται στην Ουκρανία).
Πέμπτον: Το 2016, η πρώτη θητεία του Τραμπ ξεκίνησε με φόβους ότι θα εγκατέλειπε την Ουκρανία. Κατά τη διάρκεια της θητείας του έκανε δηλώσεις που απογοήτευσαν τους Ουκρανούς για την κατεχόμενη Κριμαία και συναντήθηκε με τον Πούτιν στο Ελσίνκι. Αλλά πούλησε επίσης στην Ουκρανία τα πρώτα της αμερικανικά όπλα και αντιτάχθηκε στο έργο του Πούτιν στον Nord Stream 2.