Το SPD και οι Πράσινοι συγκέντρωσαν λίγο κάτω από το 14% και το 12%, αντίστοιχα, ενώ το FDP έλαβε μόλις λίγο πάνω από το 5% των ψήφων. Εν τω μεταξύ, η αντιπολιτευόμενη κεντροδεξιά Χριστιανοδημοκρατική Ενωση (CDU/CSU) συγκέντρωσε το 30% των ψήφων και η ακροδεξιά Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD) κέρδισε περίπου 16%, το καλύτερο αποτέλεσμα του κόμματος σε εθνικό επίπεδο. Ενώ ο Σολτς απέκλεισε το ενδεχόμενο διεξαγωγής πρόωρων εκλογών, η πίεση αυξάνεται στην κυβέρνηση συνασπισμού, η υποστήριξη της οποίας υποχώρησε λίγο πάνω από το 30% εν μέσω ενός ρεκόρ συμμετοχής στις ευρωεκλογές στη Γερμανία (64,8%, το υψηλότερο ποσοστό από την επανένωση της χώρας).
Παρά την αυξανόμενη πίεση προς την κυβέρνηση, οι πρόωρες εκλογές είναι απίθανο να γίνουν, εν μέσω θεσμικών περιορισμών και λίγων πολιτικών κινήτρων. Σπάνια διεξάγονται πρόωρες εκλογές στη Γερμανία, επειδή το θεσμικό πλαίσιο της χώρας έχει σχεδιαστεί ειδικά για να αποτρέπει τις αιφνίδιες κυβερνητικές αλλαγές. Για να προκληθούν πρόωρες εκλογές, ο καγκελάριος πρέπει πρώτα να χάσει την ψήφο εμπιστοσύνης στο Κοινοβούλιο, μετά την οποία ο πρόεδρος θα έχει την εξουσία να διαλύσει το Κοινοβούλιο και να προκηρύξει νέες εκλογές.
Υπάρχουν δύο τρόποι για να ζητήσει κανείς ψήφο εμπιστοσύνης. Σύμφωνα με τον μηχανισμό που είναι γνωστός ως «εποικοδομητική ψήφος δυσπιστίας», το Κοινοβούλιο μπορεί να απομακρύνει έναν καγκελάριο μόνο εάν μπορεί ταυτόχρονα να εκλέξει έναν νέο με πλειοψηφία. Λαμβάνοντας υπ’ όψιν ότι η αντιπολίτευση δεν έχει αρκετές έδρες για να αντικαταστήσει τον Σολτς, αυτό το σενάριο είναι απίθανο.
Εναλλακτικά, ο καγκελάριος μπορεί να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης, για παράδειγμα, εάν ένας εταίρος του συνασπισμού αποστατήσει. Σε περίπτωση που ο καγκελάριος χάσει μια τέτοια ψηφοφορία, ο πρόεδρος θα έχει την εξουσία να διαλύσει το Κοινοβούλιο και να προκηρύξει νέες εκλογές, χωρίς όμως να είναι υποχρεωμένος να το κάνει. Αντ’ αυτού, ο πρόεδρος θα μπορούσε να ζητήσει από τα κόμματα να επιδιώξουν να σχηματίσουν νέα κυβέρνηση συνασπισμού με βάση την παρούσα σύνθεση του Κοινοβουλίου. Ωστόσο, αυτό είναι απίθανο, λόγω έλλειψης βιώσιμων εναλλακτικών λύσεων για τα τρία κυβερνώντα κόμματα. Ο σημερινός συνασπισμός θα δυσκολευόταν να συμφωνήσει σε έναν νέο καγκελάριο διατηρώντας τη σημερινή κυβερνητική συμμαχία, ενώ κανένα από τα κυβερνώντα κόμματα δεν έχει κίνητρο να προκαλέσει πρόωρες εκλογές αυτήν τη στιγμή, ιδίως υπό το πρίσμα των κακών αποτελεσμάτων στις ευρωεκλογές.
Αν και απίθανο, οι πρόωρες εκλογές είναι ακόμη πιθανές εν μέσω αυξανόμενων εντάσεων στο εσωτερικό του κυβερνητικού συνασπισμού. Με μόλις τρεις μήνες πριν από τις εκλογές στα ανατολικά κρατίδια της Θουριγγίας, της Σαξονίας και του Βρανδεμβούργου (όπου το AfD αναμένεται να έχει ισχυρές επιδόσεις) και λίγο περισσότερο από έναν χρόνο πριν από τις ομοσπονδιακές εκλογές που αναμένονται το φθινόπωρο του 2025, οι τρεις εταίροι του συνασπισμού θα επιδιώξουν πιθανότατα να αναδείξουν το εκλογικό τους προφίλ σκληραίνοντας τις θέσεις τους σε ευαίσθητα ζητήματα, όπως η άμυνα, η στήριξη της Ουκρανίας, η κλιματική πολιτική και η δημοσιονομική σύνεση.
Οι εντάσεις γύρω από αυτά τα ζητήματα θα κλιμακωθούν στις εν εξελίξει διαπραγματεύσεις για τον Προϋπολογισμό του 2025. Με όλες τις πλευρές να είναι λιγότερο πρόθυμες να συμβιβαστούν υπό το πρίσμα πολιτικών υπολογισμών, δεν μπορεί να αποκλειστεί ένα σενάριο κατά το οποίο τα τρία κόμματα δεν θα καταφέρουν να καταλήξουν σε συμφωνία και η κυβέρνηση συνασπισμού θα καταρρεύσει (ενδεχομένως ως αποτέλεσμα της αποχώρησης του FDP από τη συμμαχία).
Ενώ οι πρόωρες βουλευτικές εκλογές θα εγείρουν ερωτήματα σχετικά με το αν η Ακροδεξιά θα μπορούσε να συμμετάσχει στην κυβέρνηση για πρώτη φορά μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ένας κεντρώος συνασπισμός είναι το πιο πιθανό αποτέλεσμα. Σε πρόωρες εκλογές το CDU θα αναδειχθεί πιθανότατα ως το μεγαλύτερο κόμμα, αλλά τα πιθανά ισχυρά αποτελέσματα από περιθωριακά κόμματα, όπως το AfD ή η πρόσφατα σχηματισθείσα λαϊκιστική αριστερή Συμμαχία υπό τη Σάρα Βάγκενκνεχτ -με τα οποία όλα τα κυρίαρχα κόμματα έχουν δεσμευτεί να μη συνεργαστούν-, θα απαιτήσουν σύνθετο συνδυασμό στο Βερολίνο. Στην πιθανή περίπτωση που το CDU αρνηθεί να σχηματίσει κυβέρνηση με το AfD, ένας κεντρώος συνασπισμός CDU-SPD, ενδεχομένως με τη συμμετοχή ενός μικρότερου κόμματος, όπως οι Πράσινοι ή το FDP, θα ήταν ένα πιθανό αποτέλεσμα.
Μια κυβέρνηση συνασπισμού υπό την ηγεσία του CDU θα οδηγούσε πιθανότατα σε αυστηρότερες μεταναστευτικές πολιτικές, μια λιγότερο φιλόδοξη πολιτική για το κλίμα και αυξημένη στήριξη των παραδοσιακών βιομηχανιών, αλλά και πολιτική συνέχεια σε τομείς όπως η οικονομία, η ενέργεια (σε κάποιο βαθμό), η εξωτερική πολιτική και η άμυνα, καθώς και η ασφάλεια. Ακόμη και χωρίς πρόωρες εκλογές ή κυβέρνηση μειοψηφίας, οι αυξανόμενες εσωτερικές εντάσεις θα επιδεινώσουν επίμονα ζητήματα, όπως η αργή και ενίοτε αλλοπρόσαλλη διαδικασία λήψης αποφάσεων στο εσωτερικό και στο επίπεδο της Ε.Ε. στο Βερολίνο, αυξάνοντας την πολιτική αβεβαιότητα.
Ειδήσεις σήμερα
Πόλεμος στην Ουκρανία: 10+1 συμπεράσματα ύστερα από 2 χρόνια
Αγαπημένη Ελληνίδα τραγουδίστρια είναι έγκυος και πόζαρε με μπικίνι μπροστά στο ηλιοβασίλεμα