Απεναντίας, η εξωτερική πολιτική του Τραμπ έδωσε έμφαση στο «Πρώτα η Αμερική», οδηγώντας τις ΗΠΑ στην απομάκρυνση από μια πολυπολική προσέγγιση, στην άμβλυνση της ρητορικής τους απέναντι σε αυταρχικούς ηγέτες (Κιμ Γιονγκ Ουν, Πούτιν), καθώς και στην αναβάθμιση πολιτικών προβληματισμών στο εσωτερικό ως βασικό μοχλό για τη λήψη αποφάσεων εξωτερικής πολιτικής. Η προοπτική αλλαγής ηγεσίας μετά τις εκλογές του 2024 θα μπορούσε να περιπλέξει το λειτουργικό περιβάλλον για εταιρίες που εργάζονται εντός και κοντά σε χώρες της Βόρειας Ασίας.
Υπό τον Μπάιντεν, η αμερικανική πολιτική έναντι της Βόρειας Ασίας εστίασε στην οικοδόμηση συμμαχιών, στην περαιτέρω απομόνωση της Βόρειας Κορέας και της Ρωσίας από την πρόσβαση στις δυτικές αγορές, καθώς και την αντιμετώπιση της κινεζικής οικονομικής και στρατιωτικής ισχύος, ιδιαίτερα στο πλαίσιο των κινεζικών απειλών προς την Ταϊβάν. Εκτός από την επιδίωξη νέων περιφερειακών συνθηκών ασφάλειας, η κυβέρνηση Μπάιντεν έχει υιοθετήσει σκληρή γραμμή έναντι των αντιπάλων της. Περιόρισε την πρόσβαση της Κίνας σε ευαίσθητες τεχνολογίες, τοποθετώντας κινεζικές επιχειρήσεις στη λίστα του αμερικανικού υπουργείου Εμπορίου και αφήνοντας σε ισχύ (από την κυβέρνηση Τραμπ) πολλούς από τους δασμούς σε κινεζικά προϊόντα αξίας περίπου 370 δισ. δολαρίων. Επιπλέον, άσκησε διπλωματική και οικονομική πίεση στη Μόσχα μέσω κυρώσεων. Ως προς τη Β. Κορέα, επέβαλε κυρώσεις σε άτομα και οντότητες που σχετίζονται με την προμήθεια υλικού και γνώσεων για το πρόγραμμα πυρηνικών όπλων της Πιονγκγιάνγκ.
Η πολιτική της κυβέρνησης Τραμπ συνίστατο σε δασμούς ευρείας βάσης σε κινεζικά προϊόντα, απόπειρα διπλωματικής προσέγγισης προς τη Βόρεια Κορέα και επέκταση μονομερών σχέσεων με την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα. Υπό το σύνθημα «Πρώτα η Αμερική», ο τότε πρόεδρος Τραμπ χρησιμοποίησε προσωπική διπλωματία με τον πρώην πρωθυπουργό της Ιαπωνίας, Σίνζο Αμπε, και τον πρόεδρο της Νότιας Κορέας, Μουν Τζε-ιν, για να επαναδιαπραγματευτεί συμφωνίες. Επιπλέον, η κυβέρνηση ακολούθησε μια επιθετική εμπορική πολιτική έναντι της Κίνας σε μια προσπάθεια να διορθώσει τις εμπορικές ανισορροπίες (το 2020, το εμπορικό έλλειμμα με την Κίνα ανήλθε συνολικά σε 311 δισ. δολάρια, από το ανώτατο όριο των 419 δισ. δολ. το 2018) των δασμών σε ηλεκτρικά οχήματα, χημικά και άλλες στρατηγικής σημασίας βιομηχανίες.
Ο επικεφαλής της εταιρίας πληροφοριών Bluff, Ben Rowse, σημειώνει σχετικά: «Σε περίπτωση που ο πρώην πρόεδρος Τραμπ επιστρέψει στην εξουσία τον Ιανουάριο του 2025, οι σχέσεις ασφαλείας στη Βόρεια Ασία, ιδιαίτερα σε σχέση με την Ιαπωνία και τη Νότια Κορέα, θα επικεντρωθούν περισσότερο σε μακροπρόθεσμους στρατηγικούς στόχους, και όχι στα πρόσωπα. Κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργίας του Σίνζο Αμπε στην Ιαπωνία, η δημόσια απέχθεια για τον Τραμπ ήταν σε υψηλά ποσοστά, αλλά, παρά το γεγονός αυτό, ο Αμπε δέσμευσε με επιτυχία την κυβέρνηση Τραμπ μέσω κοινών ασκήσεων, καθώς αυξάνονταν οι προκλήσεις από τη Βόρεια Κορέα και την Κίνα. Μπορεί ο Kishida να μην είναι στην εξουσία μόλις διεξαχθούν οι αμερικανικές εκλογές, οι μελλοντικοί Ιάπωνες και Νοτιοκορεάτες ηγέτες, όμως, θα διαχειριστούν τις σχέσεις τους με μια υποθετική δεύτερη κυβέρνηση Τραμπ μέσω μιας μακροπρόθεσμης στρατηγικής, απομειώνοντας τα προσωπικά στοιχεία της σχέσης».
«Επιπλέον, εάν ο πρώην πρόεδρος Τραμπ επιστρέψει στην εξουσία, το “Πρώτα η Αμερική” και μια επιθετική εμπορική πολιτική έναντι της Κίνας μπορεί να διαδραματίσουν βασικό ρόλο στη χάραξη πολιτικής, αν και οι Αμερικανοί γραφειοκράτες θα μπορούσαν να μετριάσουν. Αναφορικά με το “Πρώτα η Αμερική”, που ορίζεται ευρέως ως ένας συνδυασμός απομονωτικής εξωτερικής πολιτικής σε σχέση με τον πόλεμο και μια προτίμηση για θετικές διαπραγματεύσεις μηδενικού αθροίσματος με άλλες χώρες, η επιστροφή του θα παραμείνει “ανησυχία” στις βορειοασιατικές πρωτεύουσες. Η ρητορική του “Πρώτα η Αμερική” απευθύνεται σε έναν συγκεκριμένο τύπο ψηφοφόρων και δεν θα κυριαρχήσει στις πολιτικές συζητήσεις, με τις βορειοασιατικές πρωτεύουσες να λαμβάνουν σοβαρά υπ’ όψιν την πιθανότητα στροφής της αμερικανικής εξωτερικής πολιτικής προς τον απομονωτισμό. Μια τέτοια πολιτική μπορεί να οδηγήσει τις ασιατικές κυβερνήσεις να εξετάσουν ίσως τι μπορούν να κάνουν οι ίδιες για να προσπαθήσουν να εγγυηθούν τη δική τους οικονομική και φυσική ασφάλεια».
«Ως προς την Κίνα, η κυβέρνηση μπορεί να υιοθετήσει μια επιθετική στάση στους δασμούς βάσει της δεδηλωμένης πρόθεσης του Τραμπ να επιβάλει γενικό δασμό 60% σε όλες τις κινεζικές εισαγωγές στη χώρα, όπως έκανε και σε αγαθά από χώρες που τις θεωρούσε εχθρικές προς τα εμπορικά συμφέροντα των ΗΠΑ. Συγκεκριμένα, εάν το Ρεπουμπλικανικό Κόμμα διατηρήσει ή επεκτείνει τον έλεγχο της Βουλής των Αντιπροσώπων εκτός από την απόκτηση του ελέγχου της Γερουσίας, μια δεύτερη θητεία Τραμπ θα μπορούσε ενδεχομένως να περάσει νόμους που θα κωδικοποιούν την προσέγγιση της κυβέρνησης στην περιοχή με τέτοιο τρόπο που να δένει τα χέρια και της επόμενης κυβέρνησης. Αντίθετα, εάν το Δημοκρατικό Κόμμα ανακτήσει τον έλεγχο της Βουλής και διατηρήσει τη Γερουσία, μια δεύτερη θητεία Τραμπ μπορεί να μην είναι σε θέση να εξασφαλίσει έγκριση για τους περιφερειακούς στόχους της, αναγκαζόμενη να μετριάσει τη στάση της σε θέματα εμπορίου και ασφάλειας στην περιοχή Βόρειας Ασίας».
Ειδήσεις σήμερα
Γερμανία: Πέθανε ο αστυνομικός που είχε μαχαιρωθεί κατά την επίθεση στο Μανχάιμ
Πορτογαλία: Σύγκρουση αεροσκαφών σε αεροπορικό σόου [βίντεο]
Καιρός: Πού θα χτυπήσουν 40άρια την Τρίτη – Πότε υποχωρεί η ζέστη
Γερμανία: Φονικές πλημμύρες στη Βαυαρία – Πυροσβέστης έχασε τη ζωή του
Ισλανδία: Η επιχειρηματίας Χάλα Τόμασντότιρ εξελέγη πρόεδρος της χώρας
ΗΠΑ: Ένας νεκρός και 26 τραυματίες από πυροβολισμούς στο Οχάιο