Γράφει ο Αθανάσιος Ε. Δρούγος*
Πολύ πριν από τη σύναψη διπλωματικών σχέσεων ανάμεσα στις δύο χώρες, η Οθωμανική Αυτοκρατορία προσέγγισε το Αφγανιστάν, με το οποίο διαχρονικά μοιράστηκε όχι μόνο μια κοινή πολιτιστική και θρησκευτική κληρονομιά, αλλά και υπολογίσιμα στρατηγικά συμφέροντα.
Το παρελθόν
Το 1877, ο σουλτάνος Αμπντουλχαμίντ Β’ έστειλε διπλωματικο-στρατιωτική αντιπροσωπεία στο Αφγανιστάν, σε μια προσπάθεια να συγκροτήσει μια συμμαχία εναντίον της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, που τότε απειλούσε την εδαφική ακεραιότητα των δύο χωρών. Παρόλο που δεν επέφερε συγκεκριμένα αποτελέσματα λόγω της εμφανούς αδυναμίας του Αφγανιστάν απέναντι της Ρωσίας, οι σχέσεις μεταξύ των δύο χωρών συνέχισαν να βελτιώνονται σταδιακά και, κατά συνέπεια, κληρονομήθηκαν από τον Μουσταφά Κεμάλ Ατατούρκ, που ηγήθηκε του πολέμου της ανεξαρτησίας της Τουρκίας.
Εχοντας ανακτήσει την ανεξαρτησία του το 1919 από τους Βρετανούς, το Αφγανιστάν ζήτησε βοήθεια από την Τουρκία για την αναδιοργάνωση των κρατικών θεσμών και των Ενόπλων Δυνάμεών του. Ο Τζεμάλ πασάς ήταν μια εξέχουσα στρατιωτική και πολιτική προσωπικότητα στην Οθωμανική Αυτοκρατορία κατά τη διάρκεια του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου και του ανατέθηκε από τον Αφγανό βασιλιά Αμανουλάχ να συγκροτήσει τον νέο στρατό μεταξύ 1920 – 1921. Επιπρόσθετα, για τα επόμενα χρόνια έπαιξε τον ρόλο του συντονιστή μεταξύ του βασιλιά Αμανουλάχ και του Κεμάλ.
Η σύναψη επίσημων διπλωματικών σχέσεων μεταξύ των δύο κρατών έλαβε χώρα το 1921 μέσω μιας συμμαχικής συμφωνίας, με την οποία η Τουρκία συμφώνησε να στείλει εκπαιδευτές του στρατού με σκοπό να συνεισφέρουν στις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες στο Αφγανιστάν. Η αποστολή του Φακρί πασά, (γνωστού) υπερασπιστή της Μεδίνας κατά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο, ως πρώτο πρέσβη στην Καμπούλ έδειχνε το έντονο ενδιαφέρον της Αγκυρας για το Αφγανιστάν. Μετά το 1923, οι διμερείς σχέσεις ισχυροποιήθηκαν ακόμα περισσότερο και μετεξελίχθηκαν σε στρατηγικές, με ενισχυμένη επιρροή της Τουρκίας σε όλους τους τομείς της αφγανικής καθημερινότητας. Ο Aμανουλάχ είδε, επίσης, ένα μοντέλο προς μίμηση από τη σύγχρονη Τουρκία. Στο πλαίσιο της Συνθήκης Φιλίας και Συνεργασίας, που υπεγράφη κατά την επίσκεψη του Αμανουλάχ στην Τουρκία το 1928, η Τουρκία εξελίχθηκε ως μία από τις χώρες με τη μεγαλύτερη και διατρητική επιρροή στο Αφγανιστάν. Κατά συνέπεια, η Τουρκία χρηματοδότησε άμεσα την ίδρυση μιας διοικητικής σχολής, στην αφγανική πρωτεύουσα.
Βελτίωση
Στο μεταξύ, ο Kαζίμ Ορμπάι, ένας ανώτατος και έμπειρος στρατηγός που είχε πολεμήσει με τον οθωμανικό και τουρκικό στρατό, ανέλαβε ως αρχηγός του αφγανικού στρατού από το 1928 έως το 1929. Οι σχέσεις Τουρκίας – Αφγανιστάν συνέχισαν να βελτιώνονται ακόμη και μετά την παραίτηση του Αμανουλάχ από τον θρόνο το 1929, όταν ανέλαβαν ο Ναντίρ Σαχ και ο γιος του, Ζαχίρ Σαχ, που διαδέχθηκε τον πατέρα του το 1933. Το 1937, η τουρκο-αφγανική Συνθήκη Φιλίας και Συνεργασίας ανανεώθηκε για άλλη μία δεκαετία από τον Σαχ, ενώ η Τουρκία συνέχισε να παρέχει οικονομική, τεχνική, στρατιωτική, εκπαιδευτική και ιατρική βοήθεια στο Αφγανιστάν.
Την ίδια χρονιά, το Αφγανιστάν έγινε μέλος του Συμφώνου Σαανταμπάντ, που προώθησε η Τουρκία, μαζί με το Ιράκ και το Ιράν, και ήταν μία πολιτική κίνηση αναβάθμισης του περιφερειακού του κύρους. Αν και το Αφγανιστάν αργότερα στράφηκε προς τη Σοβιετική Ενωση για την ασφάλεια και την ανάπτυξή του κατά τη διάρκεια του Ψυχρού Πολέμου, αυτή η κίνηση δεν προκάλεσε επιδείνωση των διμερών σχέσεων. Το Αφγανιστάν συνέχισε να στέλνει μαζικά φοιτητές στα πανεπιστήμια ως και αξιωματικούς σε όλες τις στρατιωτικές σχολές της Τουρκίας.
Την επίθεση στο Μαγδεμβούργο καταδικάζει ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος
Ακόμα και όταν το Μαρξιστικό Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα του Αφγανιστάν (PDPA) ανέλαβε την εξουσία εκδιώκοντας τον στρατηγό Μοχάμεντ Νταούντ Χαν το 1978 (με το κομμουνιστικό πραξικόπημα των Μοχάμεντ Ταράκι και Χαφιζουλάχ Αμίν), η Τουρκία συνέχισε να διατηρεί επαφές με το κομμουνιστικό καθεστώς, με στόχο να προσεγγίσει τον δοκιμαζόμενο αφγανικό λαό, ενώ διατήρησε διπλωματική παρουσία στην Καμπούλ.
Εμφύλιος
Οταν οι διαφωνίες και οι έριδες μεταξύ των Μουτζαχεντίν εξελίχθηκαν σε αιματηρό εμφύλιο πόλεμο ενισχυμένης κλίμακας από το 1992 έως το 1996, η Τουρκία, παρά το γεγονός ότι έχει πολύ στενούς δεσμούς με τις τουρκικές κοινότητες στο Αφγανιστάν, συμπεριλαμβανομένων των Ουζμπέκων, Κιργίζιων και Τουρκμένιων, τόνιζε τη σημασία της εθνικής συμφιλίωσης, ενώ προσπάθησε να διαδραματίσει έναν εποικοδομητικό ρόλο στον τερματισμό του εμφυλίου.
Το φθινόπωρο του 2001 η Τουρκία αμέσως εντάχθηκε στη Δύναμη ISAF του ΝΑΤΟ και συνέβαλε στην εκπαίδευση και τον εξοπλισμό της αφγανικής εθνικής αστυνομίας και στρατού, υποστηρίζοντας μη μάχιμες αποστολές ασφάλειας ως και σε υλικοτεχνικές επιχειρήσεις. Στο μεταξύ, η τουρκική υπηρεσία συντονισμού και συνεργασίας (TIKA), με κεντρικά γραφεία στην Καμπούλ, στη Χεράτ (δυτικά) και στη Μαζάρ-ι Σαρίφ (βόρεια), συμμετείχε ενεργά στο έργο ανασυγκρότησης. Κατά συνέπεια, η Τουρκία δημιούργησε μία πολύ καλή εικόνα στον πληθυσμό, στην αφγανική κυβέρνηση στην Καμπούλ αλλά και στους Ταλιμπάν. Παρά τους πολύ στενούς δεσμούς με το Πακιστάν, η Τουρκία προσπάθησε να συμπεριλάβει και την Ινδία στη διαδικασία εθνικής συμφιλίωσης του Αφγανιστάν. Η Τουρκία είχε δύο φορές τη διοίκηση της πολυεθνικής νατοϊκής ISAF, με επικεφαλής τους αντιστράτηγους (εν αποστρατεία) Ερντέμ Ερνταγί και Ακίν Ζορλού.
Το 2015, η ISAF αντικαταστάθηκε με τη μη πολεμική αλλά κυρίως υποστηρικτική αποστολή (RSM/RESOLUTE SUPPORT MISSION), που αποσκοπούσε στην παροχή εκπαίδευσης, συμβουλών και υποστήριξης στις αφγανικές στρατιωτικές και αστυνομικές δυνάμεις (ANA-ANP). Η Τουρκία συνέδραμε αμέσως με 600 στρατιώτες και ανέλαβε την ασφάλεια του διεθνούς αεροδρομίου της Καμπούλ, που αποτελεί τη μόνη σύνδεση του Αφγανιστάν με τον έξω κόσμο.
Η Αγκυρα παρείχε εκπαίδευση σε γυναίκες Αφγανές αστυνομικούς στο κολέγιο της αστυνομίας στην κεντρική επαρχία της Σίβας. Συνολικά, στα τέλη του 2019, η Τουρκία είχε εκπαιδεύσει σχεδόν 5.400 Αφγανούς αστυνομικούς, συμπεριλαμβανομένων και περισσότερων από 1.300 γυναικών. Εχοντας αρχίσει την κατασκευή περίπου 1.100 έργων, η TIKA (Υπηρεσία Ανάπτυξης) έχτισε περισσότερα από 100 σχολεία σε 16 επαρχίες στο Αφγανιστάν και ανέλαβε σημαντικά έργα, συμπεριλαμβανομένης της κατασκευής ενός πλήρους παραρτήματος του νοσοκομείου στη Χεράτ, παρείχε επισιτιστική βοήθεια σε χιλιάδες οικογένειες στο Βόρειο Φαριάμπ, ως και τεχνική βοήθεια σε αγρότες στην επαρχία Χεράτ, ενώ άνοιξε ένα ερευνητικό κέντρο για τον ποιητή και μυστικιστή Σούφι Mevlana Jalal al-Din Rumi στο Πανεπιστήμιο της Parwan.
Επενδύσεις
Στο διάστημα μεταξύ του 2003 και του 2016, 127 τουρκικές εταιρίες λειτουργούσαν στη χώρα, στην κατασκευή και τη σύναψη 627 έργων αξίας 6 δισεκατομμυρίων δολαρίων. Σύμφωνα με το τουρκικό υπουργείο Εξωτερικών, οι Τούρκοι είναι οι μεγαλύτεροι ξένοι επενδυτές με κεφάλαια που επενδύουν σε υπηρεσίες Υγείας, ενέργειας και εξόρυξης. Αν δεν υπάρξουν δραματικές μετεξελίξεις στο πολιτικό σκηνικό, η Τουρκία θα εξακολουθήσει να δίνει προτεραιότητα στην ανάπτυξη και την ασφάλεια του Αφγανιστάν, ενώ θα παραμείνει ως βασικός παίκτης στο μέλλον του.
*Ο Δρ Αθανάσιος Ε. Δρούγος είναι Διεθνολόγος-Γεωστρατηγικός Αναλυτής
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
H αναδημοσίευση του παραπάνω άρθρου ή μέρους του επιτρέπεται μόνο αν αναφέρεται ως πηγή το ELEFTHEROSTYPOS.GR με ενεργό σύνδεσμο στην εν λόγω καταχώρηση.
Ακολούθησε το eleftherostypos.gr στο Google News και μάθε πρώτος όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr
Ακολουθήστε το EleftherosTypos.gr σε Instagram, Facebook και Twitter