ΥΣΤΕΡΑ ΑΠΟ περισσότερο από έναν χρόνο από ένα πρωτοφανές πολιτικό αδιέξοδο, μια νόμιμη κυβέρνηση ανέλαβε, τελικά, την εξουσία στο Ισραήλ. Στις 17 Μαΐου, το Κοινοβούλιο του Ισραήλ ενέκρινε τη συμφωνία που προβλέπει τον καταμερισμό της εξουσίας ανάμεσα στον πρωθυπουργό, Μπέντζαμιν Νετανιάχου, και τον αρχηγό του κόμματος «Μπλε-Λευκό», Μπένι Γκαντζ, για τη δημιουργία ενός συνασπισμού έκτακτης ανάγκης μετά την κρίση του COVID-19. Σύμφωνα με τη συμφωνία, ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου θα παραμείνει πρωθυπουργός και ο Μπένι Γκαντζ θα αναλάβει τον ρόλο του υπουργού Αμυνας, μαζί με τον νέο ρόλο του «αναπληρωτή πρωθυπουργού». Μετά τη λήξη της θητείας του Νετανιάχου στις 21 Νοεμβρίου, ο Γκαντζ θα τον αντικαταστήσει στη θέση του πρωθυπουργού.
ΕΝΩ ΚΑΙ ΟΙ ΔΥΟ ηγέτες έχουν την ίδια άποψη για πολλά θέματα, διαφωνούν σχετικά με την προσέγγιση του Ισραήλ στο Ιράν. Αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει στο μέλλον ένα σημείο διαμάχης εντός της νεοσύστατης κυβέρνησης, καθώς η ιστορία του Γκαντζ υποδηλώνει ότι δεν πρόκειται να ακολουθήσει την ίδια επιθετική προσέγγιση που έχει ο Νετανιάχου ενάντια στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν. Οταν στα τέλη του 2012 ο Μπέντζαμιν Νετανιάχου έφτασε πολύ κοντά στο να ξεκινήσει επίθεση εναντίον του Ιράν, ο Μπένι Γκαντζ ήταν μέρος της αντιπολίτευσης του Υπουργικού Συμβουλίου στο θέμα της ασφάλειας που βοήθησε να μπλοκάρει την κίνηση αυτή, μια κίνηση, η οποία θα μπορούσε να οδηγήσει τις δύο χώρες σε πόλεμο. Ο Μπένι Γκαντζ -ο οποίος ήταν εκείνη την περίοδο ο επικεφαλής των Ισραηλινών Αμυντικών Δυνάμεων- συγκρούστηκε δημοσίως με τον Νετανιάχου για το πώς να ερμηνεύσει την απειλή από το πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν, διατυπώνοντας την άποψη ότι η Τεχεράνη ήταν ένας λογικός παίκτης που τον διακατέχει η ανησυχία για την απώλεια του μεγάλου τόξου της περιφερειακής επιρροής που διαθέτει, ευρισκόμενη σε έναν αγώνα δρόμου για να δημιουργήσει μια βόμβα, την οποία το Ισραήλ θα προσπαθούσε σίγουρα να καταστρέψει πριν καν τεθεί σε λειτουργία. Από εκείνη τη στιγμή και έπειτα, ο Μπένι Γκαντζ συνέχισε να τονίζει δημόσια ότι η διπλωματία -και όχι οι στρατιωτικές ενέργειες- πρέπει να είναι η κύρια πορεία για την αντιμετώπιση της πυρηνικής δραστηριότητας του Ιράν.
ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΟΛΙΤΙΚΟΥΣ και τους νομικούς ελέγχους που ασκούνται στις εξουσίες του Μπέντζαμιν Νετανιάχου, ο νέος ρόλος του Γκαντζ ως υπουργού Αμυνας και εν αναμονή πρωθυπουργού θα μειώσει τις πιθανότητες για μια άμεση επίθεση του Ισραήλ εναντίον του Ιράν, παρέχοντάς του έναν πρόσθετο πολιτικό ρόλο προκειμένου να μπορεί να εκφράσει και να αξιώσει την κοσμοθεωρία του. Το 2012, ο Μπένι Γκαντζ δεν είχε κάποιο κόμμα πίσω του. Τώρα, είναι ουσιαστικός εταίρος της κυβέρνησης ενότητας του Ισραήλ, έχοντας τη δύναμη να προκαλέσει την κατάρρευση του συνασπισμού και να επιστρέψει τη χώρα πίσω στο πολιτικό χάος. Ως υπουργός Αμυνας, ο Γκαντζ θα διαδραματίσει, επίσης, έναν σημαντικό ρόλο στη νομική διαδικασία για να πραγματοποιηθεί ένα στρατιωτικό χτύπημα εναντίον του Ιράν και χωρίς την έγκρισή του μια τέτοια επίθεση θα είναι εξαιρετικά απίθανη.
ΩΣΤΟΣΟ, εξακολουθούν να υπάρχουν τρόποι με τους οποίους η προσέγγιση του Γκαντζ στο Ιράν θα μπορούσε να μετατοπιστεί για να ευθυγραμμιστεί περισσότερο με τον πιο επιθετικό τόνο του Νετανιάχου. Εχοντας την τεράστια πολιτική και διπλωματική στήριξη του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών, Ντόναλντ Τραμπ, τα τελευταία χρόνια το Ισραήλ ήταν ελεύθερο να χτυπήσει στόχους που συνδέονται με το Ιράν, στον Λίβανο και το Ιράκ. Ο Τζο Μπάιντεν, όμως, ο πιθανολογούμενος υποψήφιος του Δημοκρατικού Κόμματος στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές των Ηνωμένων Πολιτειών, δεν έχει αναφέρει ότι θα αποτελεί έναν εξίσου ισχυρό σύμμαχο. Εάν τους επόμενους μήνες ο Ντόναλντ Τραμπ αρχίσει να πέφτει στις δημοσκοπήσεις και βρεθεί πίσω από τον Μπάιντεν, ο Γκαντζ μπορεί να καταλήξει στο συμπέρασμα παράλληλα με τον Νετανιάχου ότι το «παράθυρο» που έχει το Ισραήλ να κινηθεί ενάντια στο πυρηνικό πρόγραμμα του Ιράν μικραίνει. Θα μπορούσε, επίσης, να υπάρξει και η πιθανότητα ο Γκαντζ να παραιτηθεί από τη διπλωματία για να στηρίξει την επίθεση, στην περίπτωση που το Ιράν επιταχύνει το πυρηνικό του πρόγραμμα πέρα από αυτό που ο ίδιος και άλλοι Ισραηλινοί πολιτικοί ηγέτες θεωρούν ως αποδεκτό.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής