Η εφημερίδα επικαλείται δωρητές που έχουν καταβάλει εκατομμύρια δολάρια στους Ρεπουμπλικανους και εκτιμούν πλέον ότι το τελευταίο από τα σκάνδαλα, που πλήττουν την εκστρατεία του Τραμπ, απειλεί και το κόμμα, το οποίο οφείλει να εγκαταλείψει τον υποψήφιο, ο οποίος βρίσκεται σε ελεύθερη πτώση.
Καμπή στην προεκλογική εκστρατεία του ρεπουμπλικανού υποψηφίου αποτέλεσε η δημοσιοποίηση ενός βίντεο του 2005 στο οποίο μιλάει εξευτελιστικά για τις γυναίκες, με αποτέλεσμα να χάσει τη στήριξη πολλών «βαρόνων» του κόμματος και να υποχωρεί στις δημοσκοπήσεις.
«Κάποια στιγμή, οφείλεις να κοιταχτείς στον καθρέφτη και να παραδεχτείς πως δεν μπορείς πλέον να δικαιολογήσεις στα παιδιά σου –και κυρίως στις κόρες σου– την υποστήριξή σου προς τον Τράμπ», δήλωσε στους New York Times ο Ντέιβιντ Χάμφρεϊς. Αυτός ο επιχειρηματίας του Μισούρι λέει πως τα τέσσερα τελευταία χρόνια έχει καταβάλει στο κόμμα περισσότερα από 2,5 εκατ. δολάρια (2,3 εκατ. ευρώ).
«Είναι ένας επικίνδυνος δημαγωγός, ο οποίος είναι εντελώς ακατάλληλος να αναλάβει τις ευθύνες του προέδρου των Ηνωμένων Πολιτειών», υποστηρίζει ο Μπρους Κόβνερ, επενδυτής από τη Νέα Υόρκη, σε ηλεκτρονικό μήνυμά του προς την εφημερίδα.
Επικρίσεις διατυπώνονται και εναντίον των επικεφαλής των Ρεπουμπλικανών που συνεχίζουν να υποστηρίζουν τον Ντόναλντ Τραμπ, όπως ο πρόεδρος του κόμματος Ρέινς Πρίμπους.
«Ο Ρέινς θα έπρεπε να φύγει και να αντικατασταθεί από κάποιον που έχει ηγετικές ικανότητες και προσόντα για να ανοικοδομήσει το κόμμα», δήλωσε στην εφημερίδα ο καλιφορνέζος επενδυτής Ουίλιαμ Όμπερντορφ.
Όμως οι κύριοι χρηματοδότες του κόμματος μικρή μόνο επίδραση έχουν στον μεγιστάνα των ακινήτων, ο οποίος αντλεί κυρίως από την προσωπική περιουσία του και βασίζεται στις μικρές δωρεές της ακροδεξιάς εκλογικής βάσης του.
Οι διαιρέσεις στους κόλπους του κόμματος εντάθηκαν τη Δευτέρα, όταν ο ρεπουμπλικανός πρόεδρος της Βουλής των Αντιπροσώπων Πολ Ράιαν δήλωσε προς εκατοντάδες ρεπουμπλικανούς βουλευτές ότι δεν πρόκειται να διεξάγει πλέον προεκλογική εκστρατεία υπέρ του Τραμπ, εκφράζοντας τον φόβο ότι μπορεί να χαθεί όχι μόνο η κούρσα για τον Λευκό Οίκο, αλλά και ο έλεγχος του Κογκρέσου, το οποίο θα ανανεωθεί εν μέρει την ίδια ημέρα με τις προεδρικές εκλογές.