Τη διαχείριση των 25 εστιατορίων του σε όλη τη Βρετανία που αντιμετωπίζουν εδώ και χρόνια προβλήματα με χρέη και αυξανόμενο ανταγωνισμό -μεταξύ αυτών τα 23 ιταλικά- αναλαμβάνει η εταιρία KPMG, στέλνοντας στην ανεργία 1.300 εργαζόμενους. Μόνο τρία εστιατόρια –δύο ιταλικά και το Jamie’s Dinner στο αεροδρόμιο Γκάτγουικ– θα παραμείνουν ανοιχτά μέχρι νεωτέρας.
Από τις τελευταίες εξελίξεις δεν επηρεάζονται, σε αυτή τη φάση, η θυγατρική Jamie Oliver Holding με θυγατρικές την «Jamie Oliver Limited», «Jamie Oliver Licensing Limited», καθώς και τα διεθνή εστιατόρια με φραντσάιζ «Jamie Italian International Limited».
Ηδη από το 2017 οι ζημίες στα εστιατόρια είχαν αρχίσει να διογκώνονται και πέρυσι ο Βρετανός σεφ αναγκάστηκε να βάλει «λουκέτο» σε δώδεκα εστιατόρια, απολύοντας 600 εργαζόμενους, μια κίνηση που προκάλεσε σοβαρό πλήγμα στο πρεστίζ των επιχειρήσεών του. Η χρεοκοπία στα υπόλοιπα εστιατόρια αποφεύχθηκε την τελευταία στιγμή, καθώς ο ίδιος προχώρησε σε «ένεση» 13 εκατομμυρίων λιρών. Εδώ και αρκετούς μήνες αναζητούσε αγοραστές, ωστόσο, όπως φάνηκε, η κακή οικονομική κατάσταση των εστιατορίων έδιωξε τους επενδυτές.
Σημειώνεται πως στην Αυστραλία πέντε εστιατόρια της ιταλικής αλυσίδας ξεπουλήθηκαν πέρυσι και ακόμη ένα δόθηκε σε καθεστώς επιτήρησης.
Μετά τις τελευταίες εξελίξεις ο ίδιος είπε: «Είμαι βαθιά λυπημένος με αυτή την εξέλιξη και θέλω να ευχαριστήσω όλο το προσωπικό και τους προμηθευτές που έβαλαν την καρδιά και την ψυχή τους σε αυτές τις επιχειρήσεις για πάνω από μια δεκαετία. Συναισθάνομαι πόσο δύσκολη είναι η κατάσταση για όλους όσοι επηρεάζονται άμεσα».
Βρετανία: Σαρώνει τα πάντα η φονική καταιγίδα Μπερτ - Ένας νεκρός από πτώση δέντρου
Οι εκατοντάδες εργαζόμενοι των εστιατορίων δεν μπορούσαν να συγκρατήσουν τα δάκρυά τους όταν έφτασαν στη δουλειά τους και έμαθαν πως οι επιχειρήσεις κλείνουν. Κάποιοι υποστήριξαν πως έλαβαν ηλεκτρονικό μήνυμα μόλις 30 λεπτά πριν από την ανακοίνωση. Ενας εξ αυτών δήλωσε στην Daily Mail: «Είμαι πραγματικά εξοργισμένος γιατί ο Τζέιμι δεν θα είναι αυτός που θα ψάχνει για δουλειά και θα δυσκολευτεί να πληρώσει τους λογαριασμούς, θα είμαστε εμείς που δουλεύαμε για εκείνον». Ο ίδιος υποστηρίζει πως τόσο ο Ολιβερ όσο και η ομάδα του έγιναν άπληστοι, θεωρώντας πως θα βγάλουν δισεκατομμύρια χωρίς να επενδύσουν.
Από την άνοδο στην πτώση
Ο 43χρονος Τζέιμι Ολιβερ έγινε γνωστός σε όλο τον κόσμο πριν από 20 χρόνια όταν τον ανακάλυψαν παραγωγοί του BBC και κυκλοφόρησαν τις εκπομπές “Γυμνός Σεφ” που μεταδίδονται ακόμη σε δεκάδες χώρες. Ακολούθησαν βιβλία, εκπομπές, καμπάνιες, εστιατόρια σε όλο τον κόσμο και ένα δυνατό brand name. Ο πατέρας πέντε παιδιών έχει πραγματοποιήσει εκστρατείες υπέρ της υγιεινής διατροφής και των θρεπτικών γευμάτων στα σχολεία, χτίζοντας μια αυτοκρατορία 240 εκατομμυρίων στερλινών ως ένας από τους πιο εμπορικούς σεφ.
Μιλώντας πέρυσι για τη διάσωση των εστιατορίων είχε δηλώσει στους Financial Times: «Είχα δύο ώρες να βάλω χρήματα και να τα σώσω ή διαφορετικά όλα θα κατέρρεαν εκείνη την ημέρα ή την επόμενη». Σε λίγες ημέρες επένδυσε 13 εκατομμύρια στερλίνες, καταφέρνοντας να πάρει δάνειο 37 εκατομμυρίων λιρών που έδωσε μια προσωρινή ανάσα στις επιχειρήσεις.
Οπως έχει δηλώσει, ένας από τους λόγους που ξεκίνησε η αλυσιδωτή αντίδραση των προβλημάτων είναι το Brexit, όπως επίσης το κόστος μίσθωσης, οι δημοτικοί φόροι και η αύξηση του κατώτατου μισθού. Το 2017 έκλεισε το τελευταίο από τα εστιατόρια της σειράς Union Jack και έπαυσε τη λειτουργία του περιοδικού μαγειρικής «Jamie» που έτρεχε για σχεδόν δέκα χρόνια. Ακόμη νωρίτερα, το 2015, μπήκε λουκέτο στα τελευταία Recipease –την αλυσίδα του με ήδη κουζίνας.
Ο Σιμόν Μιντόφσκι, συνεργάτης της νομικής εταιρίας Gordons και ειδικός στη βιομηχανία της εστίασης, υποστήριξε πως ο Τζέιμι δεν μπόρεσε να συμβαδίσει με τις εξελίξεις. Για να είσαι επιτυχημένος σε αυτόν τομέα θα πρέπει να εξελίσσεσαι συνεχώς –από τα μενού, τις επιλογές των ποτών, τον τρόπο με τον οποίο συνδιαλέγεσαι με τους πελάτες», δηλώνει και συνεχίζει. «Αντιμέτωπος με υψηλά ενοίκια, αυξανόμενες τιμές τροφίμων και έντονο ανταγωνισμό, τα εστιατόρια πρέπει να είναι σε θέση να κάνουν τη διαφορά και δεν είναι τυχαίο ότι μικρότερες εταιρίες με ελευθερία και ευελιξία καταφέρνουν να μένουν φρέσκα και επί του παρόντος πηγαίνουν καλά».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου