Δύο νέοι αυτοκτόνησαν με διαφορά μιας εβδομάδας, έναν χρόνο μετά την επίθεση με 17 νεκρούς σε λύκειο του Πάρκλαντ στην Φλόριδα, στις νοτιοανατολικές ΗΠΑ, στις 14 Φεβρουαρίου του 2018, της οποίας αυτοί οι δύο επέζησαν.
Εκείνη την ημέρα η Σίντνεϊ Αϊέλο είχε δει τον Νίκολας Κρουζ να εισβάλλει στο σχολείο της με ένα ημιαυτόματο τουφέκι και να σκοτώνει δύο κοντινούς της φίλους. Έκτοτε υπέφερε από μετατραυματικό στρες και από το σύνδρομο ενοχής του επιζώντα, σύμφωνα με τους γονείς της. Πριν από μια εβδομάδα έδωσε τέλος στη ζωή της σε ηλικία 19 ετών.
Την Κυριακή η αστυνομία ανακοίνωσε ότι κι άλλος μαθητής που γλίτωσε από τη φονική επίθεση έφυγε από τη ζωή, σημειώνοντας ότι όπως φαίνεται αυτοκτόνησε. Το όνομά του δεν αποκαλύφθηκε, αλλά σύμφωνα με τα τοπικά μέσα ενημέρωσης, αυτός ή αυτή, ήταν 15 ετών.
Καθώς το Πάρκλαντ αγωνιζόταν να αντιμετωπίσει το πένθος για τους δύο νέους θανάτους, ο πατέρας ενός μικρού κοριτσιού που σκοτώθηκε σε άλλη φονική επίθεση σε εκπαιδευτικό ίδρυμα, στο δημοτικό σχολείο Σάντι Χουκ, έφυγε και αυτός από τη ζωή. Ο 49χρονος Τζέρεμι Ρίτσμαν έχασε την κόρη του Άβιελ το 2012 όταν ένας άνδρας άνοιξε πυρ στο σχολείο αυτό του Κονέκτικατ, στις βορειοανατολικές ΗΠΑ, σκοτώνοντας 20 παιδιά ηλικίας 6-7 ετών και 6 εκπαιδευτικούς προτού αυτοκτονήσει.
Ο Τζέρεμι Ρίτσμαν «ήταν στο Πάρκλαντ την περασμένη εβδομάδα», δήλωσε στο AFP ο Ράιαν Πέτι, η 14χρονη κόρη του οποίου, η Αλάινα, σκοτώθηκε στην περσινή επίθεση. «Συνάντησε οικογένειες, για να μας βοηθήσει. Σου ματώνει την καρδιά να συνειδητοποιείς σε ποιο βαθμό υπέφερε», πρόσθεσε ο Πέτι.
«Δεν μπορεί να ξεπεραστεί»
Περισσότεροι από 214.000 μαθητές έχουν ζήσει μια αιματηρή επίθεση σε ένα σχολείο στις ΗΠΑ από το 1999, σύμφωνα με βάση δεδομένων της Washington Post.
Ο Τζέρεμι Ρίτσμαν και η Σίντνεϊ Αϊέλο είχαν προσηλωθεί στον αγώνα κατά του τραγικού αυτού φαινομένου.
Αυτός είχε φτιάξει ένα ίδρυμα για την προώθηση της έρευνας για την ψυχική υγεία και ζητούσε από τους εκλεγμένους της πολιτείας του να βελτιώσουν το σύστημα ψυχιατρικής περίθαλψης.
Αυτή, όπως και πολλοί άλλοι νέοι του Πάρκλαντ, είχε επενδύσει σε μια εκστρατεία για καλύτερο έλεγχο των πυροβόλων όπλων. Χάρη στον αγώνα τους, ένα εκατομμύριο άνθρωποι διαδήλωσαν σε όλη τη χώρα.
Ωστόσο η κυβέρνηση του Ντόναλντ Τραμπ περιορίστηκε στην απαγόρευση των λεγόμενων υποκόπανων ανάκρουσης, ή bump stocks, ένα αξεσουάρ για τη μετατροπή ημιαυτόματων τουφεκιών εφόδου σε αυτόματα, και δεν δείχνει διατεθειμένη να προχωρήσει κι άλλο. Αντιθέτως μάλιστα η κυβέρνηση του Αμερικανού προέδρου συνέστησε τον Δεκέμβριο να οπλιστεί το σχολικό προσωπικό.
«Θα πρέπει να δαπανήσουμε τα χρήματα που οι πολιτικοί θέλουν να διατεθούν για τον εξοπλισμό των εκπαιδευτικών σε πράγματα τα οποία θα μπορούσαν πραγματικά να σώσουν ζωές, όπως η φροντίδα της ψυχικής υγείας στα σχολεία μας», αντέδρασε τη Δευτέρα ο Ντέιβιντ Χογκ, ένας από τους επιζήσαντες του Πάρκλαντ.
«Πάψτε να μας λέτε: ‘αυτό θα περάσει’», πρόσθεσε σε μήνυμά του στο Twitter. «Δεν μπορεί να ξεπεραστεί αυτό που δεν θα έπρεπε ποτέ να έχει συμβεί. Το τραύμα και η απώλεια δεν μπορούν να εξαφανιστούν. Θα πρέπει να μάθει κανείς να ζει με αυτά, παίρνοντας βοήθεια».
«Κινδυνεύουν μαθητές»
«Είναι τρομερό το γεγονός ότι οι κοινότητες του Πάρκλαντ και του Σάντι Χουκ συνεχίζουν να υφίστανται απώλειες», δήλωσε την ίδια ώρα ο γερουσιαστής Μπέρνι Σάντερς. «Οφείλουμε να λάβουμε πραγματικά μέτρα για να τερματιστεί η επιδημία της βίας με πυροβόλα όπλα και να υποστηριχθούν οι οικογένειες που έχουν πληγεί από αυτήν την κρίση», πρόσθεσε ο υποψήφιος για το χρίσμα των Δημοκρατικών για τις προεδρικές εκλογές του 2020.
Στο Πάρκλαντ γονείς, μαθητές, εκπαιδευτικοί και εκλεγμένοι συναντήθηκαν ήδη την Κυριακή το βράδυ για να συζητήσουν με ποια μέσα θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους επιζήσαντες. Αυτή η «πρώτη συνάντηση» έχει στόχο «να προληφθεί η επόμενη αυτοκτονία», εξήγησε σε ανάρτησή του στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ο Μαξ Σάκτερ, ο οποίος έχασε τον 14χρονο γιο του Άλεξ στην επίθεση στο λύκειο.
«Έχουμε μαθητές και προσωπικό που κινδυνεύει», επισήμανε ο Ράιαν Πέτι μέσα από τις σελίδες της Sun Sentinel. «Θα πρέπει να παραδεχθούμε ότι έπειτα από ένα γεγονός όπως αυτό, υπάρχει τραύμα, στρες και κατάθλιψη». Σύμφωνα με τον ίδιο, «θα πρέπει να εκπαιδευτούν οι γονείς και οι καθηγητές να εντοπίζουν τα σημάδια και να θέτουν τα σωστά ερωτήματα».
Και, όπως τόνισε, αυτό μπορεί επίσης να χρησιμεύσει και στον «εντοπισμό πιθανών απειλών», καθώς οι δράστες των επιθέσεων αυτών σε σχολικό περιβάλλον παρουσιάζουν συχνά τάσεις αυτοκτονίας.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ