Η έκρυθμη κατάσταση εγκυμονεί κινδύνους για την ελληνική μειονότητα, που προσπαθεί να συσπειρωθεί πολιτικά για να επανακτήσει το Δήμο Χιμάρας στις δημοτικές εκλογές της 30ής Ιουνίου και να υπερασπιστεί με νύχια και με δόντια τις περιουσίες της από τις αρπακτικές διαθέσεις μερίδας του αλβανικού κράτους.
Στις 14 Φεβρουαρίου ο Αλβανός πρωθυπουργός άναψε φωτιές δηλώνοντας ότι «συζητά με την Ελλάδα για τα σύνορα» (σ.σ.: αδιευκρίνιστο αν εννοούσε τα χερσαία ή τα θαλάσσια), στο πλαίσιο μιας ευρύτερης κουβέντας για την επαναχάραξη των συνόρων στα Δυτικά Βαλκάνια, κυρίως μεταξύ Σερβίας-Κοσσυφοπεδίου. Η ελληνική κυβέρνηση ξεκαθάρισε ότι δεν υπάρχει τέτοιο θέμα εφόσον τα σύνορα των δύο χωρών είναι καθορισμένα με διεθνείς συμφωνίες, ενώ η Ν.Δ. επισήμανε πως η τοποθέτηση του Αλβανού πρωθυπουργού εγείρει μείζον ζήτημα για τη σταθερότητα και την ασφάλεια στην περιοχή.
Δυο μέρες αργότερα η πολιτική ατζέντα στην Αλβανία άλλαξε δραματικά, με την ταραχώδη διαδήλωση της αντιπολίτευσης έξω από το πρωθυπουργικό γραφείο στα Τίρανα, που σημαδεύτηκε από οδομαχίες, δακρυγόνα, συλλήψεις και τραυματισμούς αστυνομικών και διαδηλωτών. Το Δημοκρατικό Κόμμα του Λουλζίμ Μπάσα και οι σύμμαχοί του -στους οποίους συγκαταλέγεται το ΚΕΑΔ της ελληνικής μειονότητας στη Βόρειο Ηπειρο- αξιώνουν την άμεση παραίτηση του Ράμα και τη διεξαγωγή πρόωρων εκλογών από υπηρεσιακή κυβέρνηση.
Επικαλούνται ενώπιον της Ευρώπης και της διεθνούς κοινής γνώμης το κύμα σκανδάλων διαφθοράς του πρωθυπουργού, της συζύγου του (μετόχου της τράπεζας ABI, ύποπτης για ξέπλυμα βρόμικου χρήματος από δοσοληψίες της αλβανικής μαφίας με το Ισλαμικό Κράτος) και κορυφαίων υπουργών του (μίζες από δημόσια έργα, διαφθορά στην ποδοσφαιρική Σούπερ Λίγκα κ.ά.).
Θρυαλλίδα της λαϊκής οργής αποτελεί η εκρηκτική ανεργία στην Αλβανία που οδηγεί εκατοντάδες χιλιάδες νέους και μεγαλύτερους στη μετανάστευση και τροφοδότησε τη μεγάλη φοιτητική εξέγερση του Δεκεμβρίου, για τα υψηλά δίδακτρα και την κακή ποιότητα της ανώτατης Παιδείας.
Επίσης, ο πλουτισμός μιας μαφιόζικης/πολιτικής ελίτ την ώρα που τα οφέλη της ανάπτυξης δεν αγγίζουν τα λαϊκά στρώματα, παρά τις μεγαλοστομίες του Ράμα για «Μεγάλη Αλβανία» με ενσωμάτωση του Κοσσυφοπεδίου. Τα σχέδια αυτά αφορούν περισσότερο στις ελίτ και τους ευρω-ατλαντικούς συμμάχους, που ύστερα από την εσπευσμένη διευθέτηση της διαφοράς Αθήνας-Σκοπίων (την οποία σημειωτέον χαιρέτισε ο Ράμα, δίνοντας συγχαρητήρια στον Ζάεφ), ποντάρουν στον Αλβανό πρωθυπουργό για την ολοκλήρωση των γεωστρατηγικών τους τακτοποιήσεων.
Από τη στιγμή που ο Ράμα εξυπηρετεί αυτά τα σχέδια δεν ήταν παράξενο που ΗΠΑ, Ε.Ε. και άλλοι ευρωπαϊκοί θεσμοί αποδοκίμασαν την «επανάσταση» της αλβανικής αντιπολίτευσης, μολονότι ο αρχηγός του Δημοκρατικού Κόμματος ορκίζεται στην ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας του.
Τόσο η αμερικανική πρεσβεία στα Τίρανα όσο και οι Ευρωπαίοι αξιωματούχοι Φεντερίκα Μονγκερίνι και Γιοχάνες Χαν (επικεφαλής εξωτερικής πολιτικής της Ε.Ε. και επίτροπος διεύρυνσης) κάλεσαν τον Λουλζίμ Μπάσα και τους άλλους ηγέτες της αντιπολίτευσης να επιστρέψουν με τις ομάδες τους στη Βουλή και να μην αποσταθεροποιούν τη χώρα, απομακρύνοντας την ευρωπαϊκή προοπτική και διώχνοντας τις επενδύσεις.
Την ίδια αυστηρή γλώσσα προς την αλβανική αντιπολίτευση χρησιμοποίησε ο γενικός γραμματέας του Συμβουλίου της Ευρώπης, Τόρμπιορν Γάγκλαντ, καλώντας τη να επιστρέψει στις εργασίες της Βουλής, ενώ ο σύνδεσμος της Ευρωβουλής, Κνουτ Φλεκενστάιν, κάλεσε τα αλβανικά κόμματα να μην προστρέχουν συνεχώς στη διαιτησία των Βρυξελλών για να λύσουν τις διαφορές τους. Ουσιαστικά ο Φλεκενστάιν ταυτίστηκε με την επιχειρηματολογία Ράμα, ότι η αντιπολίτευση ευθύνεται για το αναμενόμενο «όχι» που θα εισπράξει η Αλβανία στο αίτημα έναρξης ενταξιακών διαπραγματεύσεων, στην ευρωπαϊκή Σύνοδο Κορυφής του Ιουνίου.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής