Ο Κιούσελ είχε καταδικαστεί βάσει του αυστριακού νόμου περί ναζιστικής δραστηριοποίησης, για την ίδρυση και λειτουργία επί δύο χρόνια εξτρεμιστικής διαδικτυακής ιστοσελίδας με ρατσιστική, ξενοφοβική αρθρογραφία και γενικότερα περιεχομένου υποκίνησης φανατισμού και μίσους.
Αρχικά ο ίδιος είχε καταδικαστεί σε πρώτο βαθμό σε κάθειρξη εννέα ετών, ποινή που αργότερα μειώθηκε από το Ανώτατο Περιφερειακό Δικαστήριο της Βιέννης σε επτά χρόνια και εννέα μήνες, ποινή που εξέτισε τελικά πλήρως.
Αιτήματά του στο παρελθόν, για πρόωρη αποφυλάκισή του, είχαν απορριφθεί με το αιτιολογικό πως εξακολουθεί να ισχύει η επικινδυνότητά του, “καθώς πρόκειται για ηγετική φυσιογνωμία της αυστριακής νεοναζιστικής σκηνής”.
Ο Γκότφριντ Κιούσελ είχε καταδικαστεί για ναζιστική επαναδραστηριοποίηση, για παραβίαση δηλαδή του αποκαλούμενου “Νόμου Απαγόρευσης”, που είχε θεσπίσει αμέσως μετά το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, στις 8 Μαΐου του 1945, η πρώτη αυστριακή κυβέρνηση και με τον οποίο απαγορευόταν το ναζιστικό κόμμα και ρυθμιζόταν νομικά η αποναζιστικοποίηση της Αυστρίας.
Ο νόμος, που είναι ενσωματωμένος στο αυστριακό Σύνταγμα και είχε τροποποιηθεί το 1947 και τελευταία το 1992, προβλέπει την επιβολή αυστηρών ποινών για οποιαδήποτε δράση σχετιζόμενη με τον εθνικοσοσιαλισμό (ΣΣ από … “απλή” συνθηματολογία, σύμβολα και εμβλήματα) και εφαρμόζεται αμείλικτα σχεδόν πάντα από τα αυστριακά δικαστήρια σε τέτοιες περιπτώσεις.
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]