Πάνω από 36 εκατ. Ισπανοί καλούνται σήμερα να ασκήσουν το εκλογικό τους δικαίωμα, με την ελπίδα ότι μετά τους έξι μήνες κυβερνητικού αδιεξόδου, η χώρα θα καταφέρει επί τέλους να αποκτήσει μία κυβέρνηση, που θα είναι επιπλέον ικανή να αντιμετωπίσει τα χρονίζοντα φλέγοντα προβλήματα στο εσωτερικό και τις μεγάλες προκλήσεις που μέσα σε τούτο το εξάμηνο έχουν προκύψει στο εξωτερικό.
Η παράδοξη για την Ισπανία κατάσταση, που δεν έχει ενσωματώσει στην πολιτική της ζωή την κουλτούρα των κυβερνήσεων συνεργασίας, έχει οδηγήσει τη χώρα σ’ ένα πραγματικό αδιέξοδο. Με τον παραδοσιακό δικομματισμό Δεξιάς-Σοσιαλιστών (PP-Psoe) να έχει διαρραγεί από την ανάδυση των Podemos Ciudadanos, τους τελευταίους μήνες όλες οι πολιτικές προσπάθειες αναλώθηκαν στις διερευνητικές εντολές για να σχηματισθεί κυβέρνηση, που αποδείχθηκαν άκαρπες, δεν παράχθηκε κανένα νομοθετικό έργο, ούτε και ασκήθηκε πολιτική, τόσο στο εσωτερικό, όσο και στο εξωτερικό.
Οι 176 έδρες της απόλυτης πλειοψηφίας στη Βουλή των 350 αντιπροσώπων φαντάζει μακρινό όνειρο για όλα τα κόμματα. Πολύ περισσότερο για το κυβερνών Λαϊκό Κόμμα (ΡΡ) του Μαριάνο Ραχόι, που μολονότι αναμένεται να έλθει στην πρώτη θέση κι ακόμη κι εάν ξεπεράσει το 30%, δεν φαίνεται να κατορθώνει να συγκεντρώσει τον απαραίτητο αριθμό βουλευτών, ώστε και σε μία ενδεχόμενη κυβέρνηση συνεργασίας να έχει την πολυτέλεια να επιλέξει κυβερνητικούς εταίρους από τα περιφερειακά κόμματα, με μικρό αριθμό εδρών. Οι μόνες προοπτικές που ανοίγονται στον Ραχόι, δεδομένου ότι κι ο εκλογικός νόμος που λαμβάνει υπ’ όψη όχι τα εθνικά ποσοστά, αλλά τις επιδόσεις των κομμάτων σε περιφερειακό επίπεδο, είναι είτε η «μεγάλη συμμαχία» με το Psoe, είτε η συνεργασία με τους κεντροδεξιούς Ciudadanos, των οποίων όμως ο επικεφαλής Άλμπερτ Ριβέρα έχει βάλει απαγορευτικούς όρους, επιμένοντας σε μεταρρυθμίσεις που η δεξιά παράταξη είναι σχεδόν αδύνατον ν’ αποδεχθεί.
Το μεγάλο ερωτηματικό παραμένει η απόδοση των Σοσιαλιστών του Πέδρο Σάντσεθ, που σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις φαίνονται να χάνουν τις 90 έδρες και τη δεύτερη θέση στις προηγούμενες εκλογές. Η αποτυχία του Σάντσεθ να σχηματίσει κυβέρνηση, προσδίδοντάς του την απευκτέα τούτη ιστορική πρωτιά, βαραίνει πάνω στις προοπτικές του κόμματος. Διεμβολισμένο δε, και από την επιτυχία και τη ρητορική των Podemos, που και με την παρούσα εκλογική συνεργασία τους με το πέμπτο κόμμα της Ενωμένης Αριστεράς (ΙU) φαίνεται πως προσελκύει τους απογοητευμένους σοσιαλιστές ψηφοφόρους, το κόμμα του Σάντσεθ μοιάζει να περνά στο επίπεδο των δευτεραγωνιστών. Μία άχαρη κι άγνωστη για το κόμμα θέση, που αν επιβεβαιωθεί κι από το αποτέλεσμα, πρόκειται να προκαλέσει σοβαρούς εσωκομματικούς κλυδωνισμούς.
Οι Podemos, από την πλευρά τους θέλουν να κεφαλαιοποιήσουν χάρις και στην ιδιαιτερότητα του εκλογικού νόμου για τις περιφέρειες, τις έδρες και τη δυναμική της συνεργασίας τους με την IU και να αλλάξουν τον πολιτικό χάρτη της Ισπανίας, για πρώτη φορά μετά πριν τον Εμφύλιο του 1936 και την τότε νίκη των ρεπουμπλικανικών δυνάμεων. Για τον σκοπό αυτό, ο Ιγκλέσιας δεν επέλεξε να αντιπαρατεθεί σκληρά με τους Σοσιαλιστές, διότι γνωρίζει καλά πως μόνον με αυτούς έχει τη δυνατότητα μετεκλογικά να συνεργασθεί για τον σχηματισμό κυβέρνησης, καθώς στις διερευνητικές εντολές είχε αρνηθεί οποιαδήποτε συμφωνία θα περιλάμβανε τους Ciudadanos.
Οι τελευταίοι από την πλευρά τους, πασχίζουν να αποδείξουν ότι θα είναι η καθοριστική δύναμη για τον σχηματισμό κυβέρνησης και ότι, παράλληλα, σε κάθε περίπτωση θα αποδειχθούν ικανοί να προωθήσουν τις μεταρρυθμιστικές πολιτικές που περιλαμβάνονται στο πρόγραμμά τους. Για τον λόγο τούτο, κύριο μέλημά τους στην προεκλογική εκστρατεία ήταν να χτυπήσουν τον διπολισμό, που η ευθεία αντιπαράθεση ΡΡ και Podemos επέβαλε στην εκλογική μάχη, συμπιέζοντας τα άλλα δύο κόμματα κι αποσπώντας τους ψηφοφόρους, με όπλο το επιχείρημα της «χρήσιμης ψήφου».
Όποιο κόμμα και να έλθει πρώτο, όποια κι εάν είναι η καλή, ή κακή, επίδοση καθενός από τα μεγάλα κόμματα, το ουσιαστικό αποτέλεσμα των σημερινών εκλογών είναι λίγο ως πολύ γνωστό: κανένα κόμμα δεν θα κατορθώσει να συγκεντρώσει αυτοδυναμία. Συνεπώς, το διακύβευμα των σημερινών εκλογών είναι ένα. Να προκύψουν τέτοιοι συσχετισμοί ώστε να επιτρέπουν τον σχηματισμό μίας, σταθερής, κυβέρνησης συνεργασίας και σύντομα. Η Ισπανία ήδη έχει αρχίσει να σκέφτεται με όρους πολιτικής στρατηγικής, έχοντας αφήσει μακράν πίσω την παλιά έμπεδη παράδοση του δικομματισμού.