«Ad Astra»
(«Ad Astra») Δραματική ταινία επιστημονικής φαντασίας, αμερικανικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Τζέιμς Γκρέι, με τους Μπραντ Πιτ, Τόμι Λι Τζόουνς, Ρουθ Νέγκα, Λιβ Τάιλερ, Ντόναλντ Σάδερλαντ, Λόρεν Ντιν κα.
Εντυπωσιακά εικονογραφημένη, με λεπτοδουλεμένα πλάνα και αφηγηματική άνεση, η ταινία του Τζέιμς Γκρέι, που έχει επηρεαστεί από κλασικές δημιουργίες του παρελθόντος ( το «Solaris» του Ταρκόσφκι και την «Οδύσσεια» του Κιούμπρικ), αλλά και το «Αποκάλυψη Τώρα» του Κόπολα, φτάνει το δραματουργικό της ενδιαφέρον ως ένα σημείο και στη συνέχεια βολεύεται προτιμώντας τις ευκολίες απλοϊκών θεματικών και φανερά διδακτικών απαντήσεων στα ερωτήματα που βάζει. Έχοντας έναν πιο ώριμο από ποτέ Μπραντ Πιτ για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ο Γκρέι δεν θέλει να μιλήσει τόσο για τον σκοτεινό κόσμο του διαστήματος, αλλά κυρίως για τις εσωτερικές αναζητήσεις του ήρωά του, τη σχέση του με τον πατέρα και την απώλειά του αλλά και το συναισθηματικό κενό που τον βασανίζει. Ο Γκρέι τοποθετεί τον Μπραντ Πιτ στο ρόλο του αστροναύτη που αναλαμβάνει μια ριψοκίνδυνη αποστολή στο διάστημα, για να ανακαλύψει τι συνέβη τελικά σε μια εξαφανισμένη παλιά ομάδα που έψαχνε για εξωγήινη ζωή, καθώς και την αιτία των συχνών παγκόσμιων ηλεκτρικών εκκενώσεων που προέρχονται από τα έσχατα του διαστήματος και απειλούν την επιβίωση της γης και της οποίας επικεφαλής ήταν ο πατέρας του.
Ταυτόχρονα, ο Γκρέι, μέσα από την αφήγησή του σχολιάζει επαρκώς, αλλά χωρίς να εμβαθύνει, την πλάνη της επιστήμης και της υπεραξίας που της έχει δοθεί, τονίζοντας ότι ο άνθρωπος βρίσκεται μακριά από τη φύση του και το πεπρωμένο του όταν βηματίζει στο άπειρο ή στα απέραντα σκοτάδια του διαστήματος.
Σίγουρα, μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες ταινίες επιστημονικής φαντασίας των τελευταίων ετών, που θα ικανοποιήσει και τους απαιτητικούς, τόσο με την κινηματογραφική αφήγησή της και τα μινιμαλιστικά, αλλά εντυπωσιακά κάδρα της, αλλά και με τη θεματική της που απασχολεί σήμερα όλο και περισσότερους ανθρώπους, που φοβούνται ότι το μικρό φως στο τούνελ που βλέπουν, το πιθανότερο είναι ο προβολέας της υπερταχείας που έρχεται κατά πάνω τους.
Κατά τ’ άλλα, όπως φαίνεται, το 2019 θα ‘ναι για τον Μπραντ Πιτ μια πολύ καλή χρονιά. Έχει πλέον ωριμάσει και με τις ερμηνείες του τόσο στο «Ad Astra» όσο και στο «Κάποτε στο Χόλυγουντ» δείχνει έτοιμος για ένα Όσκαρ ερμηνείας. Το υπόλοιπο καστ στέκεται επαρκώς, ενώ ξεχωρίζει ο Τόμι Λι Τζόουνς, με τη στιβαρή ερμηνεία του, αλλά και η Λιβ Τάιλερ και ο βετεράνος και αγαπημένος Ντόναλντ Σάδερλαντ.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Ο αστροναύτης Ρόι ΜακΜπράιντ ταξιδεύει στα πέρατα του ηλιακού συστήματος για να βρει τον χαμένο πατέρα του και να διαλευκάνει ένα μυστήριο που απειλεί την επιβίωση του πλανήτη. Το ταξίδι του θα φέρει στην επιφάνεια μυστικά που θέτουν υπό αμφισβήτηση τη φύση της ανθρώπινης ύπαρξης και τη θέση μας στο σύμπαν.
«Το Τραγούδι των Σκορπιών»
(«The Song of Scorpions») Δραματική ταινία, ινδικής (γαλλικής και ελβετικής) παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Ανούπ Σινγκ, με τους Γκολσιφτέ Φαραχανί, Ιρφάν Χαν, Ουαχίντα Ρίμαν, Σανσάκ Αρόρα κα.
Εξαιρετικό ανατολίτικο παραδοσιακό παραμύθι, οπτικά εντυπωσιακό, με ανοιχτά πλάνα που αναδεικνύουν την ομορφιά των τοπίων, τη δύναμη της φύσης και την επίπτωσή της στους ανθρώπους, αλλά και προσεγμένα κάδρα πάνω στους ηθοποιούς και ειδικά στους δυο πρωταγωνιστές, την Ιρανή Γκολσιφτέ Φαραχανί και τον Ινδό Ιρφάν Χαν. Μια ιστορία, που χορεύει ανάμεσα στο μύθο και στο όνειρο, στη δεισιδαιμονία και την αλήθεια, ενώ η αγάπη και η εκδίκηση αντικατοπτρίζουν η μια την άλλη.
Grand Hotel spoiler: Προσπαθούν να κλέψουν το μωρό της Ελένης - Το σχέδιο της Κυβέλης
Ο ικανότατος σκηνοθέτης Σινγκ («Qissa»), αφήνοντας κατά μέρος τις συμβάσεις, αγγίζει το βάθος της καρδιάς και της λαϊκής μουσικής και του πολιτισμού της ερήμου του Ρατζαστάν, ενώ παράλληλα επισημαίνει ότι μέσα από τη σκληρή και άθλια, μερικές φορές, ζωή, συνυπάρχουν αρμονικά, σαν τα κύματα της ερήμου, με τα ιδανικά, το χιούμορ, τη συμπόνια, την έμπνευση.
Οι μικρές αστοχίες του σκηνοθέτη μπορούν να συνοψιστούν στο σχετικά ασαφές στυλ κινηματογράφησης και αφήγησης της ιστορίας του, αλλά και στην έλλειψη πληροφοριών για το φόντο της ιστορίας του.
Η γνωστή Ιρανή ηθοποιός Γκολσιφτέ Φαραχανί γοητευτική και θελκτική όσο ποτέ, γεμίζει με την παρουσία της κάθε πλάνο, ενώ θαυμάσιος και ο Ιρφάν Χαν, που έχουμε δει σε γνωστές επιτυχίες όπως το «Slumdog Millionaire» και «Η Ζωή του Πι».
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Η Νουράν, ανέμελη και προκλητικά ανεξάρτητη, είναι μια όμορφη, νεαρή γυναίκα που μαθαίνει την αρχαία τέχνη του θεραπευτή από τη σεβαστή από τους πάντες γιαγιά της, η οποία γνωρίζει πώς να τραγουδήσει για να σώσει κάποιον από το τσίμπημα των σκορπιών. Όταν ο Άνταμ, που εμπορεύεται καμήλες στην έρημο του Ρατζαστάν, ακούσει τη Νουράν να τραγουδάει, την ερωτεύεται απεγνωσμένα. Αλλά πριν καλά-καλά μπορέσουν να γνωριστούν περισσότερο μεταξύ τους, η Νουράν δηλητηριάζεται από μια αναίσχυντη προδοσία. Μια προδοσία που την οδηγεί σε ένα επικίνδυνο ταξίδι, από τη μία για να εκδικηθεί κι από την άλλη για να βρει το τραγούδι της.
«Καρδερίνα»
(«Goldfinch») Δραματική ταινία, αμερικανικής παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Τζον Κρόουλι, με τους Όουκς Φέγκλεϊ, Άνσελ Έλγκορτ, Νικόλ Κίντμαν, Τζέφρι Ράιτ, Άσλεϊ Κάμινγκς, Λουκ Γουίλσον, Σάρα Πόλσον κα.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα ταινίας μεγάλων προσδοκιών και χαμηλών αποτελεσμάτων. Βασισμένο στο ομώνυμο ευπώλητο της Ντόνα Ταρτ κι έχοντας ένα καστ αστέρων, η ταινία του Τζον Κρόουλι ναυαγεί σε ρηχά νερά αφού η υπερβολική πίστη στο μυθιστόρημα (βραβείο Πούλιτζερ) φαίνεται κουραστική και φλύαρη, ενώ ταυτόχρονα μένει έξω από το πνεύμα του, χωρίς να μπορεί να μεταφέρει στο πανί ακόμη και τα στοιχειώδη νοήματα και το ουσιαστικό περιεχόμενο της συγγραφέως.
Μια ιστορία που βασίζεται στο εύρημα του πίνακα του Ολλανδού ζωγράφου Κάρελ Φαμπρίσιους «Η καρδερίνα» και την καταλυτική επίδραση που είχε στη ζωή του έφηβου που είναι και ο ήρωας του φιλμ. Ένα υπαρξιακό δράμα, μια ιστορία για την αυτογνωσία, της απώλεια, τη δύναμη της φιλίας, αλλά και τη μοίρα.
Ατυχώς, όμως, ένα στόρι πάθους και έντονων αισθημάτων, καταλήγει σε ένα φιλμ χωρίς ψυχή, χωρίς συνοχή στην αφήγηση, ένα ατελείωτο πέρα δώθε, που στο τέλος θα κουράσει, ενώ η αφήγηση είναι περισσότερο προσκολλημένη στο συντακτικό και την ορθογραφία του μυθιστορήματος παρά στο πνεύμα και την όποια αξία του.
Μετά απ’ όλα αυτά λίγη σημασία έχουν οι επιδόσεις των ηθοποιών, οι οποίοι έχουν παγιδευτεί και αυτοί με τη σειρά τους στην αδυναμία του σκηνοθέτη να δώσει ψυχή στα πρόσωπα του βιβλίου, καθώς εστιάζει στο εξώφυλλο.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Η τελευταία φορά που ο 13χρονος Θίο Ντέκερ είδε τη μητέρα του, εκείνη γλιστρούσε μακριά του σε μία από τις αίθουσες του Μητροπολιτικού Μουσείου της Νέας Υόρκης. Δευτερόλεπτα μετά, μία βόμβα τρομοκρατικής επίθεσης εκρήγνυται, καταστρέφοντας ανεκτίμητα έργα τέχνης και την ίδια τη ζωή του Θίο. Τα επόμενα τρικυμιώδη χρόνια, ενώ ο Θίο ενηλικιώνεται, παραμένει αγκιστρωμένος σε ένα πολύτιμο αντικείμενο -τη μόνη απτή σύνδεση με τη μητέρα που έχασε εκείνη τη φριχτή μέρα – έναν πίνακα ανεκτίμητης αξίας, την Καρδερίνα.
«Ο Φιλοξενούμενος»
(«The Guest») Δραματική κωμωδία, ιταλικής (ελβετικής και γαλλικής) παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Ντούτσιο Κιαρίνι, με τους Ντανιέλε Παρίζι, Σίλβια Ντ’ Αμίκο, Άννα Μπελάτο, Μπρουνόρι Σας κα.
Συμπαθητική γλυκόπικρη δραματική κωμωδία από έναν υποσχόμενο νέο σχετικά σκηνοθέτη, τον Ντούτσιο Κιαρίνι, που εδώ στη δεύτερη ταινία του, μέσα από μία ιστορία ερωτικής αποτυχίας και απόρριψης ενός καθηγητή λογοτεχνίας, μιλάει χαμηλόφωνα για το σύνθετο τρόπο ζωής στην Ιταλία και στην Ευρώπη γενικότερα, αλλά και τη σκληρότητα των ανθρώπων. Ουσιαστικά σχολιάζει τη γενιά του, αυτή των σαραντάρηδων, που έχει χάσει τον προσανατολισμό της και βολοδέρνει μεταξύ του «μοντέλου ευτυχίας», όπως αυτό πλασάρεται από όλα τα «μεγάφωνα» που διαμορφώνουν την ατζέντα και τον τρόπο ζωής των απλών ανθρώπων και της σκληρής πραγματικότητας.
Εύστοχα, ο Κιαρίνι χρησιμοποιεί οικείους χαρακτήρες και καταστάσεις, αν και στο ξεκίνημα της ταινίας έχει μια σκηνή που προκαλεί την έκπληξη στο θεατή, καθώς δείχνει τον πρωταγωνιστή γυμνό να σκύβει μπροστά στην επίσης γυμνή σύντροφό του να ψάχνει για ένα σπασμένο προφυλακτικό. Και αν η σκηνή αυτή, που βάζει μπροστά την ιστορία του και δημιουργεί τη λάθος εντύπωση ότι πρόκειται για ένα προχωρημένο μοντέρνο φιλμ, η ουσία βρίσκεται στα λόγια της μητέρας του ήρωα: «Είμαστε μια διαφορετική γενιά. Εσείς πετάτε τα πράγματα στα σκουπίδια, ενώ εμείς τα επισκευάζαμε». Η μία γενιά ζούσε με αυτά που είχε, μέσα στην απλότητα, ενώ σήμερα, σε μια εποχή που όλα έχουν ημερομηνία λήξεως, αναζητά συνεχώς το καινούργιο, το νέο μοντέλο και δεν διστάζει να πετάξει ότι δεν χρειάζεται – ακόμη και ανθρώπους.
Βεβαίως η ταινία του Κιαρίνι έχει και αδυναμίες, που θα μπορούσαν να συνοψιστούν στο πρόβλημα που θέλει να περιγράψει ο ίδιος, δηλαδή τη θολούρα που επικρατεί στο μυαλό μιας γενιάς που δεν ξέρει αν θέλει να ξεφύγει από αυτό το μοντέλο ζωής, αν γοητεύεται από την παρακμή του ή αν έχει συμβιβαστεί με αυτό και απλώς τρέφει φρούδες ελπίδες ότι μπορεί να το βελτιώσει.
Εντός του κλίματος οι ηθοποιοί και ειδικά ο πρωταγωνιστής Ντανιέλε Παρίζι, ο οποίος ωστόσο φαίνεται τόσο οικείος που κάποιες φορές θαμπώνει τον χαρακτήρα του ήρωα.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Ο Γκουίντο, αναπληρωτής καθηγητής λογοτεχνίας και επίδοξος συγγραφέας, σκεφτόταν ότι είχε μια προγραμματισμένη ζωή, μέχρι που ένα χειμωνιάτικο απόγευμα, ένα «ατύχημα» προκαλεί εξελίξεις στη σχέση του με την κοπέλα του Κιάρα. Λίγο πριν η Κιάρα πάρει το χάπι της επόμενης μέρας, ο Γκουίντο προτείνει να μην το πάρει τελικά και η Κιάρα του αποκαλύπτει τις αμφιβολίες της για τη σχέση τους. Αυτή είναι η αρχή της κρίσης στη σχέση τους καθώς ο Γκουίντο πακετάρει τα πράγματα του και φεύγει από το διαμέρισμα τους, αλλά για πού; Φιλοξενούμενος από τον έναν καναπέ στον άλλον, ο Γκουίντο σύντομα διαπιστώνει ότι μπορεί να γνωρίζει σε βάθος το έργο του Ιτάλο Καλβίνο, αλλά ελάχιστα για να ξεκινήσει ξανά τη ζωή του.
«Το Τελευταίο Μάθημα»
(«School’s Out») Δραματικό θρίλερ μυστηρίου, γαλλικής παραγωγής του 2018, σε σκηνοθεσία Σεμπαστιάν Μαρινιέ, με τους Λοράν Λαφίτ, Εμανουέλ Μπερκό, Λουάνα Μπαϊράμι, Βικτόρ Μπονέλ, Πασκάλ Γκρέγκορι κα.
Είναι απορίας άξιον πως μπορεί ένας σκηνοθέτης να μεταμορφώνει την ταινία του από ένα γνήσιο θρίλερ, που διαθέτει όλα τα συστατικά και την έμπνευση για να κρατήσει τον θεατή καρφωμένο στη θέση του και τα μάτια του στην οθόνη, σε ένα φιλμ αλλοπρόσαλλου κοινωνικού προβληματισμού και στο τέλος χαλάει ότι έχτισε παραγεμίζοντάς το με συμβολισμούς και άλλα περιττά βαρύγδουπα και προχειρογραμμένα σχόλια για την περιβαλλοντική καταστροφή ή την πορεία της ανθρωπότητας.
Φυσικά και δεν είναι κακό ο σχολιασμός ή η παράλληλη ενός κοινωνικοπολιτικού προβληματισμού, αλλά αν μη τι άλλο πρέπει να δένει με τη δομή και την πλοκή της ταινίας και ακόμη και αν δεν είναι άψογα δεμένα, δεν μπορεί να είναι με τον τρόπο και τη φλυαρία του Μαρινιέ.
Πραγματικά, η ταινία του Μαρινιέ μέχρι λίγο μετά τη μέση, είναι ένα δυνατό θρίλερ, φτιάχνοντας ένα σκηνικό τρόμου σε ένα σχολείο και ταυτόχρονα μια κλιμακούμενη αγωνία που χαλαρώνει τόσο στο τέλος με όλους αυτούς τους συμβολισμούς και τις ξεκάρφωτες εμβόλιμες σκηνές, που αρχίζει η πολυθρόνα του σινεμά να μοιάζει με κουτσό σκαμνάκι.
Καλές ερμηνείες από τον πρωταγωνιστή, στο ρόλο του καθηγητή Λοράν Λαφίτ, αλλά και τους μαθητές που αναδεικνύουν τον προβληματικό ψυχισμό τους.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Σε ένα φημισμένο σχολείο για ιδιοφυή παιδιά, ο μέχρι τώρα δάσκαλός τους αυτοκτονεί μπροστά στα μάτια τους. Ο Πιέρ αναλαμβάνει τη θέση του δασκάλου και γρήγορα διακρίνει μια διάχυτη βία και εχθρότητα σε μία από τις τάξεις. Η παγερή υπεροψία και ο τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζουν οι μαθητές τόσο εκείνον όσο και τον υπόλοιπο κόσμο, του προκαλούν τρόμο και εμμονικές σκέψεις. Αδυνατώντας να κατανοήσει την επιθετική συμπεριφορά τους, επιχειρεί να εξιχνιάσει το μυστικό τους.
«Διαφυγή»
(«Crawl») Ταινία τρόμου, αμερικανικής (σερβικής και καναδικής) παραγωγής του 2019, σε σκηνοθεσία Αλεξάντερ Αζά, με τους Κάγια Σκοντελάριο, Μπάρι Πέπερ, Ρος Άντερσον κα.
Ακόμη μια ταινία του τύπου τρόμος να ‘ναι και ότι να ‘ναι. Παρότι τη σκηνοθεσία την υπογράφει ο Αλεξάντρ Αζά (γιος του σκηνοθέτη Αρκαντί), που έχει μια ικανή εμπειρία από θρίλερ και ταινίες τρόμου («Υπερένταση», «Πιράνχας») και 15 χρόνια στη δουλειά, εδώ μάλλον κάνει μια ταινία (στην παραγωγή ο Σαμ Ράιμι) που θυμίζει πρωτόλειο κάποιου ταλαντούχου νεαρού, που αφήνει κάποιες υποσχέσεις. Και αυτό διότι το φιλμ (ευτυχώς μόνο 80 λεπτών) στερείται σεναρίου, φαίνεται προχειροφτιαγμένο («έχουμε τα σκηνικά και μια ιδέα ας κάνουμε ένα φιλμάκι, κάτι θα πουλήσει») και με όλα τα κλισέ του είδους να πηγαινοέρχονται σαν τους απειλητικούς τεράστιους αλιγάτορες, που θέλουν να ξεσκίσουν κόρη και πατέρα, οι οποίοι, εξαιτίας ενός τυφώνα, έχουν εγκλωβιστεί, χωρίς καμιά βοήθεια, στο παλιό σπίτι της οικογένειας. Στο ρόλο της κόρης η νεαρά, όμορφη και ανερχόμενη Κάγια Σκοντελάριο, που όμως δεν τις δίνονται οι ευκαιρίες να αναδείξει ούτε το ταλέντο της ούτε την ομορφιά της και στο ρόλο του πατέρα ο άλλοτε δυνατός καρατερίστας Μπάρι Πέπερ, που μάλλον έχει πάρει την κάτω βόλτα.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ.. Όταν ένας τεράστιος τυφώνας χτυπά τη Φλόριντα, η Χέιλι αγνοεί τις εντολές εκκένωσης για να αναζητήσει τον αγνοούμενο πατέρα της. Αφού τον εντοπίσει σοβαρά τραυματισμένο στο υπόγειο του πατρικού της, οι δυο τους θα παγιδευτούν από τα ορμητικά νερά που πλημμυρίζουν όλο και περισσότερο το σπίτι. Καθώς ο χρόνος που τους απομένει για να ξεφύγουν από την ισχυρή καταιγίδα εξαντλείται, η Χέιλι και ο πατέρας της ανακαλύπτουν ότι η ανερχόμενη στάθμη των υδάτων είναι το λιγότερο που πρέπει να φοβούνται, καθώς τεράστιοι αλιγάτορες παραμονεύουν.
«Οι Δεσποινίδες του Ροσφόρ»
(«Les Demoiselles de Rochefort») Μουσικοχορευτική δραματική κομεντί, γαλλικής παραγωγής του 1967, σε σκηνοθεσία Ζακ Ντεμί, με τους Κατρίν Ντενέβ, Φρανσουάζ Ντορλεάκ, Τζιν Κέλι, Τζορτζ Τσακίρης, Γκρόβερ Ντέιλ, Ζακ Περέν, Μισέλ Πικολί κα
Τρισχαριτωμένο μιούζικαλ ευρωπαϊκής έμπνευσης, που αποτίει φόρο τιμής στο μιούζικαλ του κλασικού Χόλυγουντ. Μια που θα μπορούσε να έχει γυρίσει ο Στάνλεϊ Ντόνεν ή ο θρυλικός Τζιν Κέλι, ο οποίος κάνει εδώ και μια μικρή εμφάνιση. Μπορεί η ταινία του Ντεμί να μην φτάνει σε αξία τις «Ομπρέλες του Χερβούργου», αλλά σίγουρα στήνει με μαεστρία και αυτή τη φορά ένα ονειρικό παραμύθι, στο οποίο οι ήρωές του παίρνουν μια διάσταση πρωτόγνωρη, λυρική, έχοντας τη σημαντική συμπαράσταση του Μισέλ Λεγκράν, ο οποίος και πάλι υπογράφει τη μουσική, μετά τις «Ομπρέλες», που ήταν υποψήφια για Όσκαρ.
Πρωταγωνιστούν με ξεχωριστό κέφι η Κατρίν Ντενέβ, εδώ στην τρίτη κινηματογραφική της εμφάνιση, δίπλα στην αδελφή της Φρανσουάζ Ντορλεάκ, η οποία σκοτώθηκε νεότατη σε αυτοκινητιστικό δυστύχημα, σε ηλικία 25 ετών, λίγους μήνες μετά την ολοκλήρωση των γυρισμάτων. Μαζί τους συμπρωταγωνιστούν δύο έξοχοι ηθοποιοί του γαλλικού σινεμά, ο Ζακ Περέν και ο Μισέλ Πικολί, ενώ παίζει και ο «δικός μας», εξαιρετικός χορευτής, Γιώργος Τσακίρης.
ΜΕ ΛΙΓΑ ΛΟΓΙΑ… Δύο αδελφές εγκαταλείπουν τη μικρή επαρχιακή πόλη Ροσφόρ όπου μεγάλωσαν, τραγουδούσαν και χόρευαν, θέλοντας να ζήσουν ένα μεγάλο έρωτα. Προσλαμβάνονται ως τραγουδίστριες και τότε η μία ερωτεύεται έναν Αμερικάνο μουσικό, ενώ η άλλη αναζητά τον ιδανικό σύντροφο.
https://www.youtube.com/watch?v=vZFK8svwtxA
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ, Χάρης Αναγνωστάκης