Σύμφωνα με εκτιμήσεις της αγοράς, η πτώση των εξαγωγών, οι οποίες αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 85% των συνολικών πωλήσεων του κλάδου, περιορίστηκε κατά 10%.
Ωστόσο, το ποσοστό αυτό θεωρείται ικανοποιητικό αν ληφθεί υπόψη το γεγονός ότι από τον Μάρτιο που η χώρα μας μπήκε σε… καραντίνα μέχρι και τον Μάιο οι αποστολές σε άλλες χώρες είχαν υποχωρήσει κατά 30%-35%, μόλις στους 3.000-3.500 τόνους ψαριών ανά μήνα.
Μεγάλο πλήγμα στις ελληνικές εταιρίες είχε επιφέρει το lockdown στην Ιταλία κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας, καθώς πρόκειται για μια αγορά που απορροφά περίπου το 40% της εγχώριας παραγωγής ψαριών. Αν και οι πωλήσεις στο κανάλι των σούπερ μάρκετ παρουσίασαν σημαντική βελτίωση, δεν αντισταθμίστηκαν οι απώλειες.
Μάλιστα, σε συνέντευξη Τύπου που παραχώρησε πριν από λίγες ημέρες ο επικεφαλής της Avramar, της εταιρίας που προέκυψε από την ένωση του ομίλου Andromeda και των εταιριών Νηρέας, Σελόντα και Περσεύς, Alex Myers, σημείωσε ότι «ήταν μια δύσκολη χρονιά, στο τέλος της οποίας καταφέραμε να έχουμε πτώση μόλις 5%, ενώ το διάστημα από Μάρτιο έως Ιούλιο η πτώση ήταν 30-35%». Πρόσθεσε δε ότι o κλάδος ΗΟRECA παρουσιάζει μεγάλη μείωση λόγω των κλειστών καταστημάτων εστίασης.
Η Avramar διαθέτει 72 μονάδες ιχθυοκαλλιέργειας σε Ελλάδα και Ισπανία, 12 συσκευαστήρια και κάνει εξαγωγές σε 35 χώρες.
Οσον αφορά στις τιμές, ο κ. Mayers δήλωσε ότι παρά το γεγονός ότι στις αρχές του 2020 καταγράφηκε άνοδος, μετά την πανδημία οι τιμές έπεσαν και παρέμειναν χαμηλά με αποτέλεσμα αυτή τη στιγμή να «είμαστε 5-7% πίσω από το σχέδιό μας».
Σημειώνεται ότι οι εξαγωγές της χώρας μας το 2019, σύμφωνα με τον Σύνδεσμο Ελληνικών Θαλασσοκαλλιεργειών (ΣΕΘ), παρουσίασαν αύξηση 4% ως προς τον όγκο φτάνοντας τους 88.651 τόνους και η αξία τους παρέμεινε σταθερή λόγω των πιεσμένων τιμών καθ΄ όλη τη διάρκεια του έτους διαμορφούμενη στα 420,1 εκατ. ευρώ.
Οι κυριότερες αγορές του κλάδου είναι παραδοσιακά οι Ιταλία, Ισπανία και Γαλλία, οι οποίες το 2019 απορρόφησαν συνολικά το 60% της ελληνικής παραγωγής.
Σε ό,τι αφορά την εγχώρια αγορά, οι πωλήσεις άγγιξαν τους 25.000-26.000 τόνους, ενώ όπως προκύπτει από στοιχεία του ΣΕΘ, παρά τον έντονο ανταγωνισμό από την Τουρκία, το 2019 παρατηρήθηκε αύξηση τόσο της παραγωγής όσο και των εξαγωγών.
Μετά από μακρά περίοδο προσαρμογής και μια περίπλοκη διαδικασία αναδιάρθρωσης του κλάδου, η παραγωγή τσιπούρας και λαβρακιού ανήλθε το 2019 σε 120.500 τόνους, αξίας 545,6 εκατ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση 3% ως προς τον όγκο, αλλά οριακή μείωση 1% ως προς την αξία πωλήσεων λόγω της πίεσης που δέχτηκαν οι τιμές και στα δύο είδη.
Ανταγωνισμός
Στο μέτωπο του ανταγωνισμού, όπως αναφέρει η 6η ετήσια έκθεση του ΣΕΘ για το 2019, η οποία δημοσιεύτηκε πριν από λίγο καιρό, η Τουρκία παραμένει ο κύριος ανταγωνιστής, αφού η παραγωγή και οι εξαγωγές της αυξήθηκαν για άλλη μια χρονιά δημιουργώντας έντονη πίεση στις τιμές καθ’ όλη τη διάρκεια του έτους.
Σύμφωνα με την έκθεση, οι τιμές πέρυσι παρουσίασαν πτωτική πορεία και για την τσιπούρα και για το λαβράκι. Η μέση τιμή πώλησης της τσιπούρας ανήλθε στα 4,51 ευρώ/κιλό, παρουσιάζοντας οριακή μείωση 0,5%, ενώ για το λαβράκι κυμάνθηκε στα 4,55 ευρώ/κιλό, περιορισμένη σχεδόν κατά 8,5% σε σχέση με το 2019.
Την ίδια ώρα, προβληματισμό προκαλεί η αυξανόμενη εμπορία τουρκικών ψαριών στην Ε.Ε. μέσω της Ελλάδας, γεγονός που αποδεικνύει την αξιοποίηση του δικτύου διανομής που έχει αναπτυχθεί στη χώρα μας όλα αυτά τα χρόνια.
«Η ραγδαία ανάπτυξη της ιχθυοκαλλιέργειας στην Τουρκία οφείλεται, μεταξύ άλλων, και στη διαχρονικά ισχυρή πολιτική βούληση για τη στήριξη του κλάδου, η οποία αποδείχθηκε πρόσφατα και από την ταχύτατη ανάληψη δράσεων για την αντιμετώπιση των επιπτώσεων της πανδημίας», σημειώνει ο ΣΕΘ.
Σύμφωνα με τα στοιχεία της ΑΑΔΕ, το 2019 οι εισαγωγές τουρκικών ψαριών στην Ελλάδα αυξήθηκαν κατά 25%. Συγκεκριμένα εισήχθησαν 13.781 τόνοι νωπών ψαριών από τη γειτονική χώρα (5.476 τόνοι τσιπούρας και 7.894 τόνοι λαβρακιού), τα οποία αφού εκτελωνίστηκαν, τέθηκαν σε ελεύθερη κυκλοφορία και στη συνέχεια επαναπροωθήθηκαν ως τούρκικο ψάρι σε άλλες χώρες της Ε.Ε. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Turkstat, η Ελλάδα έχει καταστεί η 2η μεγαλύτερη αγορά της Τουρκίας στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Πάντως, οι δύο κύριοι παραγωγοί σε τσιπούρα και λαβράκι παραμένουν η Ελλάδα και η Τουρκία, όπου και οι δύο μαζί αντιπροσωπεύουν το 60,1% της παραγωγής παγκοσμίως. Η Τουρκία δε, την τελευταία δεκαετία έχει παρουσιάσει αλματώδη αύξηση, καθώς μέσα σε αυτό το διάστημα σχεδόν τριπλασίασε την παραγωγή της ξεπερνώντας τους 100.000 τόνους και αντιπροσωπεύοντας πλέον το 34,3% του συνολικού όγκου παραγωγής των δύο ειδών το 2019.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
Eldorado Gold: Η αναθεωρημένη σύμβαση προβλέπει επενδύσεις 2,6 δισ. και 3.070 νέες θέσεις εργασίας
Όμιλος MYTILINEOS: Απορρόφησε τους κραδασμούς της πανδημίας – 129 εκατ. ευρώ τα καθαρά κέρδη