«Το προϊόν μας συνεχίζει και αναπτύσσεται στην ελληνική αγορά, κατέχοντας την πρώτη θέση στην εγχώρια κατανάλωση και, μάλιστα, με σημαντική διαφορά από τα υπόλοιπα», τονίζει στον «Αγροτικό Τύπο» ο 4ης γενιάς αποσταγματοποιός και επικεφαλής της Ποτοποιίας Πλωμαρίου Ισιδώρου Αρβανίτου, αποκαλύπτοντας πως μεγάλο μέρος της παραγωγής – δηλαδή, πάνω από το 58% – κατευθύνεται στο εξωτερικό. «Η Γερμανία, που είναι και η μεγαλύτερη οικονομία στην ευρωζώνη, απορροφά σχεδόν το μισό του όγκου των εξαγωγών», προσθέτει και συνεχίζει: «Το 2018 ήταν μία καλή χρονιά από άποψη πωλήσεων, τόσο εντός, όσο κυρίως εκτός Ελλάδας. Όλες οι ενδείξεις δείχνουν ότι εξίσου επιτυχημένο θα είναι και το 2019». Αξίζει να επισημανθεί πως, προκειμένου να ικανοποιήσει τις αυξημένες ανάγκες των εξαγωγών, χωρίς, ωστόσο, να αλλοιωθεί η άριστη ποιότητα του αποστάγματος, η Ποτοποιία αύξησε τους άμβυκές της, με συνέπεια ο αριθμός τους να «αγγίζει» σήμερα τους 18.
Σύμφωνα με τον κ. Καλογιάννη, μολονότι η αγορά της παραγωγής αποσταγμάτων αναπτύσσεται με γοργούς ρυθμούς, γεγονός, που θα δικαιολογούσε τυχόν κινήσεις συγχωνεύσεων ή εξαγορών, η εταιρεία του δεν έχει σκοπό να διαφοροποιηθεί ως προς τον τρόπο λειτουργίας της. «Πρόκειται για μία αμιγώς οικογενειακή, 100% ελληνική επιχείρηση και η επιτυχημένη πορεία της μέσα στη διάρκεια του χρόνου έχει δικαιώσει τις επιλογές μας και κυρίως την αγάπη μας για τα προϊόντα, που παράγουμε, με φροντίδα και μεράκι», καταλήγει χαρακτηριστικά. Υπογραμμίζεται πως στην εταιρία απασχολούνται 95 εργαζόμενοι, οι 63 εκ των οποίων στην παραγωγή, ενώ η πλειονότητά τους είναι κάτοικοι της Λέσβου, ενισχύοντας, έτσι, την τοπική οικονομία.
Τα συστατικά που δίνουν γεύση και άρωμα στο ούζο Πλωμάρι
Μαλακό νερό από τις πηγές του ποταμού Σεδούντα, μάραθος από την Εύβοια, μαστιχέλαιο, αλάτι από τις αλυκές της Καλλονής Λέσβου και, φυσικά, γλυκάνισος. Αυτά είναι μερικά μόνο από τα συστατικά, που δίνουν στο ούζο Πλωμάρι την χαρακτηριστική του γεύση και το ιδιαίτερο άρωμα.
«Ο γλυκάνισος είναι ανώτερης ποιότητας. Καλλιεργείται σε ιδιόκτητα κτήματα της αποσταγματοποιίας, στο Λισβόρι. Αυτός, μάλιστα, θεωρείται ο καλύτερος στον κόσμο λόγω του μικροκλίματος της περιοχής. Η γειτνίαση των κτημάτων με τον θαλάσσιο κόλπο της Καλλονής προσφέρει την απαραίτητη δροσιά, ειδικά τις περιόδους των παρατεταμένων νοτιάδων του καλοκαιριού, αφού τα κτήματα ‘βρέχονται’ στην κυριολεξία από τη θαλάσσια αύρα. Έτσι, καλλιεργείται γλυκάνισος εξαιρετικής ποιότητας και πλούσιου αρώματος», εξηγούν στον «Αγροτικό Τύπο» εργαζόμενοι του αποσταγματοποιείου. Τονίζεται πως ο γλυκάνισος είναι μονοετές, ποώδες φυτό και κάθε χρόνο ο καλύτερος σπόρος φυλάσσεται για την σπορά της επόμενης χρονιάς. «Αφού κοπεί, αποξηραίνεται στο χωράφι και στη συνέχεια, συλλέγεται, κοσκινίζεται και τοποθετείται σε ειδικά σακιά. Τα σακιά αποθηκεύονται με ιδιαίτερη προσοχή σε ειδικό χώρο, όπου η θερμοκρασία και η υγρασία ρυθμίζονται συνεχώς, 12 μήνες τον χρόνο, 24 ώρες την ημέρα. Όλα αυτά διασφαλίζουν πάντα το άριστο αποτέλεσμα», συμπληρώνουν οι ίδιοι.
Ούζο διπλής και τριπλής απόσταξης
Στην παραδοχή ότι «όσο πιο αργά αποστάζεται ένα ούζο, τόσο καλύτερο γίνεται» προχώρησε από πολύ νωρίς η Ποτοποιία Ισιδώρου Αρβανίτου, παράγοντας ούζο διπλής, αλλά και τριπλής απόσταξης (Άδολο). Η κάθε απόσταξη διαρκεί εννέα ώρες, με την κεφαλή και την ουρά του αποστάγματος – το αρχικό και το τελευταίο μέρος της απόσταξης – να απορρίπτονται, για να παραμείνει μόνο το κεντρικό μέρος, η «καρδιά». Αυτή αποτελεί το καλύτερο και το πιο εύγευστο μέρος του αποστάγματος. «Ο παραδοσιακός τρόπος απόσταξης σε μικρούς, χειροποίητους, χάλκινους άμβυκες, σε συνδυασμό με τα εξαιρετικά συστατικά, που προσφέρει αυτός ο τόπος και τη μοναδική συνταγή, που δημιούργησε το 1894 ο Ισίδωρος Αρβανίτης, δημιουργούν ένα απόσταγμα εξαιρετική ποιότητας», εξηγεί ο κ. Καλογιάννης και καταλήγει: «Η σπουδαία αυτή μυστική συνταγή τηρείται ευλαβικά για πάνω από έναν αιώνα. Χωρίζεται σε δύο μέρη, αντίστοιχα των δύο αποστάξεων και το κάθε μέρος το γνωρίζει από μνήμης μόνο ένα άτομο της αποσταγματοποιίας. Η συνταγή φυλάσσεται ολόκληρη στο χρηματοκιβώτιο του αποστακτηρίου».
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου