Για να δραπετεύσεις από την Κωνσταντινούπολη και να βγεις στο δρόμο προς τα παράλια της Μικράς Ασίας, πρέπει να περάσεις στην Ασιατική της πλευρά. Αυτό γίνεται είτε από το υπόγειο τούνελ Avrasya (Ευρασία)- στο οποίο δεν χωρούν οχήματα με ύψος πάνω από 2,8 μ. όπως το Iveco μας – είτε με χαμηλή πτήση πάνω από το Βόσπορο, από τις τρεις κρεμαστές γέφυρες που ενώνουν την Ευρώπη με την Ασία. Η πρώτη, η οποία μετονομάσθηκε το 2016 προς τιμήν των «Μαρτύρων της 15ης Ιουλίου» – δηλαδή των άμαχων νεκρών του αποτυχημένου στρατιωτικού πραξικοπήματος κατά του Ερντογάν – είναι συνήθως μποτιλιαρισμένη μέσα στη μέρα ενώ για να φτάσεις εκεί πρέπει να διασχίσεις όλο το κέντρο. Τι περιπέτεια κι αυτή!
Ένα δίωρο χρειαστήκαμε για να περάσουμε επίσημα στην Ασία και να αντικρύσουμε μια εντελώς διαφορετική Κωνσταντινούπολη: πιο φρέσκια, καθαρή, μοντέρνα, πλούσια, Ευρωπαϊκή! Διόλου τυχαία οι προύχοντες της Πόλης πλέον έρχονται να ζήσουν εδώ, μακριά από το χαμό του Κεράτιου κόλπου και τις ορδές των τουριστών, στις παραλιακές συνοικίες με φόντο τα Πριγκηπονήσια, τις θαυμάσιες κατοικίες, τους πεζοδρόμους, τα πάρκα και τους ατέλειωτους ποδηλατοδρόμους. Ποιότητα ζωής. Αφού διασχίσαμε όλα τα παράλια φτάσαμε στη νέα κρεμαστή γέφυρα που παρακάμπτει τον κόλπο της Νικομήδειας στο ανατολικό άκρο της Προποντίδας. Το 2016 που ολοκληρώθηκε μαζί με τον ολοκαίνουργο αυτοκινητόδρομο O-5, περιόρισε κατά 142 χιλιόμετρα και τρεις ώρες το ταξίδι από την Πόλη στη Σμύρνη. Χαλάλι τα πανάκριβα διόδια: 188 λίρες – σχεδόν 30 ευρώ – πληρώσαμε για να περάσουμε απέναντι.
Πρώτη στάση Δαρδανέλλια
Η νότια πλευρά της θάλασσας του Μαρμαρά είναι ιδιαίτερα βιομηχανική – άρα αποκρουστική. Η μεγαλύτερη πόλη της περιοχής, η Προύσα, έχει πληθυσμό 3 εκατομμύρια σχεδόν και φιλοξενεί μεταξύ άλλων εργοστάσια της Renault, της Fiat, της Bosch και της Delphi αλλά και των αναψυκτικών Coca Cola και Pepsi. Δεν κάναμε καν τον κόπο να την επισκεφτούμε, παρότι ένας παππούς μου ήταν από εκεί, και την πρώτη μας ανάσα την πήραμε στο Τσανάκαλε, το λιμάνι στη νότια όχθη των στενών των Δαρδανελλίων. Του Ελλησπόντου της αρχαιότητας. Με μήκος 61 χλμ. και ελάχιστο πλάτος 1.200 μέτρα, τα Δαρδανέλλια είναι ένα από τα πιο στρατηγικά θαλάσσια περάσματα σε όλο τον κόσμο. Το Τσανάκαλε είναι μια ευχάριστη πόλη με μεγάλη παραλία και ένα πολύ ζωντανό εμπορικό κέντρο με απίθανα μαγαζιά και ψαροταβέρνες. Αν δείτε πινακίδα Sardalya (σαρδέλα), μπείτε και παραγγείλτε ψαρικά στο πιάτο ή σε σάντουιτς με 10-30 λίρες.
Κοντά στα Δαρδανέλλια βρισκόταν η Τροία – όπως πιστοποιείται από τον μάλλον αδιάφορο αρχαιολογικό χώρο – και στην απέναντι όχθη τους η χερσόνησος της Καλλίπολης, πολύ γνωστή για τη μάχη του Α’ Παγκόσμιου Πολέμου, στην οποία οι συμμαχικές δυνάμεις έχασαν από εκείνες των Οθωμανών με παράπλευρη απώλεια – μεταξύ άλλων – και το διωγμό του ελληνικού πληθυσμού από την περιοχή. Οι ελληνικές δυνάμεις κατέλαβαν εκ νέου την Καλλίπολη το 1920 αλλά κι εκείνες αποσύρθηκαν το 1922 με τον ελληνοτουρκικό πόλεμο. Όλα αυτά αποτελούν ιστορία μεν, έχουν χαρίσει τεράστια γεωπολιτική ισχύ στη σύγχρονη Τουρκία δε, η οποία την υποστηρίζει με τον πιο εμφατικό τρόπο: αυτήν την εποχή κατασκευάζεται μία κρεμαστή γέφυρα στα στενά, η οποία θα ενώσει την ανατολική Θράκη με την Ανατολία για πρώτη φορά. Με άνοιγμα 2.023 μέτρα και συνολικό μήκος 3.563, θα είναι η μεγαλύτερη κρεμαστή γέφυρα στον κόσμο όταν δοθεί στην κυκλοφορία. Πότε; Το 2023, στα 100ή επέτειο από την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας. Και το όνομά της συμβολικό: 1915 – προς τιμήν της θριαμβευτικής νίκης των Οθωμανών στη μάχη της Καλλίπολης. Οι Τούρκοι δεν ξεχνούν το παρελθόν αλλά το βλέμμα τους είναι πλέον στραμμένο στο μέλλον.
Χώματα που μυρίζουν Ελλάδα
Ακολουθώντας την παραλιακή διαδρομή προς Αδραμύτιο (Edremit) και Αϊβαλί, στο βάθος βλέπεις τη Λέσβο τόσο κοντά που ψάχνεις να εντοπίσεις τυχόν φουσκωτά να αναχωρούν με πρόσφυγες – μετανάστες. Από ποιες παραλίες άραγε; Πώς έρχονται στην περιοχή και με τι οχήματα εκατοντάδες άνθρωποι κάθε φορά; Πώς περνούν τους ελέγχους της Τουρκικής Polis που είναι πανταχού παρούσα σε όλη τη διαδρομή; Τι ώρες ρίχνουν τα σκάφη στη θάλασσα; Και πόσο θα συνεχίζεται αυτό το ανθρώπινο δράμα που ξεκίνησε χρόνια πριν, κορυφώθηκε το 2015 και αναζωπυρώνεται φέτος;
Το περίεργο είναι ότι τέτοιες ανησυχίες δεν έχουν οι ντόπιοι στην Τουρκική πλευρά. Στα παράλια δεν είδαμε ούτε έναν πρόσφυγα ενώ το προσφυγικό δεν ήταν καν αντικείμενο συζήτησης με όσους Τούρκους γνωριστήκαμε.
Στο Αϊβαλί παρκάραμε και μείναμε τρεις μέρες. Αγαπημένο μέρος όσο και πονεμένο για τους παππούδες μας που κατάγονταν από εκεί. Οι κάτοικοι σήμερα – Τούρκοι που ήρθαν κυρίως από την Κρήτη με την ανταλλαγή των πληθυσμών του ’22 – κουβαλούν μέσα τους την Ελλάδα. «Ο παππούς μου ήταν Κρητικός και μιλούσε ελληνικά όταν έφτασε εδώ. Είμαι Τούρκος αλλά αισθάνομαι και Έλληνας», μου είπε σε σπαστά ελληνικά ο φίλος πλέον Χακάν, ξεναγός του Αϊβαλί που φέρνει εκατοντάδες Τούρκους στην Ελλάδα κάθε μήνα με τουριστικά λεωφορεία. Την επόμενη μέρα, στο εβδομαδιαίο παζάρι της πόλης, ήρθαν δύο καράβια με 400 περίπου Έλληνες από τη Μυτιλήνη. Για ψώνια και προμήθειες, μια και οι τιμές είναι χαμηλότερες στην υπερπαραγωγική Τουρκία. Κάθε βδομάδα συμβαίνει αυτό. Τα παράλια, βλέπετε, διατηρούν τις επαφές μεταξύ τους, ανεξάρτητα από το πολιτικό κλίμα που επικρατεί ανάμεσα στις κυβερνήσεις των δύο χωρών. Όπως το Αϊβαλί είναι αρραβωνιασμένο με τη Μυτιλήνη, έτσι το Τσεσμέ έχει ισχυρούς δεσμούς με τη Χίο, η Μαρμαρίς με τη Ρόδο και το Κας με το Καστελλόριζο. Τρεις ανθρώπους γνωρίσαμε που έχουν σπίτι και φίλους στην Ελλάδα!
Αντίστοιχα δεσμούς διατηρεί κάθε πόλη της μικράς Ασίας με την ελληνική και ρωμαϊκή ιστορία της. Η Πέργαμος για παράδειγμα, ίσως να μην είχε επιβιώσει δίπλα στη Σμύρνη αν δεν υπήρχε το Ασκληπιείο στα πέριξ της. Αυτή ήταν και η πρώτη πόλη με εμφανή φτώχεια, παρότι είναι τουριστικός πόλος έλξης και κέντρο παραγωγής ονομαστών χαλιών. Αντίθετα, η Σμύρνη, που στο συλλογικό μας υποσυνείδητο φαντάζει φτωχομάνα, καταφέρνει να κρύψει την άσχημη πλευρά της, τις πολυπληθείς δηλαδή φτωχογειτονιές πάνω στους λόφους της. Ερχόμενοι από τη βόρεια πλευρά μας τύφλωσε με τα παραλιακά πάρκα, τους ποδηλατοδρόμους, τα υπαίθρια γυμναστήρια και τους ουρανοξύστες της. «Εδώ ζούμε αύριο», είπαμε με ένα στόμα. Ειδικά το παραλιακό της μέτωπο – το οποίο ιστορικά είναι συνδεδεμένο με το διωγμό τον Ελλήνων – δεν διατηρεί κανένα σχεδόν ιστορικό στοιχείο.
Αρχικά σου θυμίζει Θεσσαλονίκη αλλά τα μεγέθη είναι διαφορετικά. Διατηρεί κάποια στοιχεία Αθηναϊκής ριβιέρας – κυρίως λόγω του τραμ και των πολυτελών πολυκατοικιών – αλλά μάλλον θέλει να μοιάσει σε πόλεις σαν τη Νίκαια της Γαλλίας και το Σαν Φρανσίσκο. Οι παλιά προκυμαία κοντά στο Κονάκ που έχει μετατραπεί σε εμπορικό κέντρο με δεκάδες καφέ και εστιατόρια τριγύρω, μου θύμισε ακριβώς το Fisherman’s Wharf. Από την άλλη πλευρά του κόλπου, στο Καρσιγιακά (πρώην Κορδελιό), όπου πηγαίνεις με τακτικά δρομολόγια αστικών φέρι, ο κεντρικός πεζόδρομος που ξεκινά από το λιμάνι είναι κάτι σαν τη λεωφόρο Ιστικλάλ της Σμύρνης.
Ο πλούσιος συγγενής
Όταν βλέπεις την Τουρκία μέσα από τον ελληνικό παραμορφωτικό φακό, πέφτεις σε στερεότυπα που ανατρέπονται με το που ταξιδέψεις στα παράλιά της. Είμαστε Ευρώπη με τη βούλα κι εκείνοι ισορροπούν ανάμεσα σε Ευρώπη και Ασία, σωστά; Κι όμως, αν συγκρίνεις τα παράλια ένθεν και ένθεν, η εικόνα έχει ανατραπεί τελείως. Από πού να αρχίσουμε, από τους δρόμους; Από την Κωνσταντινούπολη μέχρι το Αηδίνι υπάρχει υπερσύγχρονος αυτοκινητόδρομος (πράσινες πινακίδες). Όμως το εθνικό δίκτυο δεν έχει καταργηθεί όπως έχει γίνει – επί τούτου – στην Ελλάδα. Αυτοκινητόδρομος είναι κι αυτό και μάλιστα εντελώς δωρεάν. Η οικιστική ανάπτυξη, τώρα, είναι εντυπωσιακή και ενίοτε υπερβολική. Δεν έχουν αφήσει κοιλάδα ή πλαγιά βουνού που να μην την έχουν χτίσει, σε βαθμό να αναρωτιέσαι πόσοι άνθρωποι έχουν χρήματα να αγοράζουν εξοχικά ή μόνιμες κατοικίες. Μιλάμε για ένα αποικιοκρατικό πνεύμα – τύπου Ντουμπάι – στον τουρισμό. Χτίσε και κάνε υπομονή, θα έρθουν οι Γερμανοί και οι Κινέζοι. Σε κάθε θέρετρο υπάρχουν πλέον ξενοδοχεία για όλα τα βαλάντια και νεότευκτες μαρίνες που στην Ελλάδα βρίσκεις μόνο στο Φλοίσβο. Φεύγεις από το Τσεσμέ με το καραβάκι για το λιμάνι της Χίο και σε 45’ αισθάνεσαι ότι έχει αφήσει πίσω σου κάτι φρέσκο και λαμπερό για κάτι γραφικό μεν, παρωχημένο δε. Επιστρέφεις στο Αλατσάτι και πρέπει να ψάξεις πολύ για να βρεις τα στενοσόκακα της παλιάς πόλης – που θέλει να μοιάσει στη Μύκονο όπως μας είπε ένας Τούρκος – με τις εκατοντάδες βίλες και ξενοδοχεία που έχουν χτιστεί τριγύρω.
Δεν είναι τυχαίο ότι χειμωνιάτικα είδαμε τουριστικά λεωφορεία να ανεβαίνουν καθημερινή μέχρι το χωριό Σιρίντσε – τον Κιρκιντζέ για όσους έχουν διαβάσει Διδώ Σωτηρίου. Ένα γραφικό χωριό 600 κατοίκων – 100% ελληνικό μέχρι το 1922 – που έχει παραδοθεί στον τουρισμό κι αυτό, παράγοντας κρασιά, ελαιόλαδο και αποστάγματα φρούτων. Κι εδώ οι ντόπιοι, όπως παντού σχεδόν, περηφανεύονται ότι οι παππούδες τους ήρθαν το ’22 από την Ελλάδα. Από το χωριό Μουσθένη της Καβάλας οι περισσότεροι, όπως μας είπε ο Γιόχαν, ακόμη ένας Τούρκος με ανοιχτό μυαλό, αγνωστικιστής όπως δήλωσε, αντιπαθών του Κεμάλ και πολιτικά αντίθετος με τον Ερντογάν, παρότι τον είχε ψηφίσει την πρώτη φορά. «Εμείς δεν έχουμε κάτι με τους Έλληνες, ούτε μας πειράζει που τα ελληνικά νησιά απέναντι είναι ελληνικά, οπότε δεν έχουμε τίποτα να χωρίσουμε. Εμείς θέλουμε να ερχόμαστε στην Ελλάδα, να περνάμε καλά, την αγαπάμε». Μου είπε βέβαια και μια τραγελαφική ιστορία που έζησε στη Θεσσαλονίκη, όταν γνώρισε με έναν φίλο του δύο κοπέλες: «ντραπήκαμε να τους πούμε ότι είμαστε Τούρκοι και δηλώσαμε Καναδοί. Και όταν πήγαμε για καφέ και μιλήσαμε τουρκικά, εξοργίστηκαν μας έβρισαν στα αγγλικά και σηκώθηκαν κι έφυγαν».
Πιθανόν, κάποιοι που διαβάζουν αυτό το άρθρο να εξοργιστούν που διαφημίζει τη χώρα με την οποία είμαστε σε κρίση αυτόν τον καιρό, στα πρόθυρα σχεδόν ενός θερμού επεισοδίου. Μπορεί να είμαστε, αλλά μην ξεχνάτε ότι όλα αυτά είναι επουσιώδη. Τεχνάσματα πολιτικά. Το σημαντικό είναι ότι εδώ στο Κας, όπου βρισκόμαστε όταν γράφονται αυτές οι γραμμές, κάποιοι πήραν το καραβάκι από το Καστελλόριζο και ήρθαν να ψωνίσουν φρούτα, λαχανικά και κρέας από το παζάρι της Παρασκευής. Και αύριο κάποιοι Τούρκοι από εδώ θα πάνε να περάσουν ένα όμορφο σαββατοκύριακο στη Meis – όπως λένε τη Μεγίστη. Είμαστε γείτονες, μοιάζουμε πολύ, έχουμε τις ίδιες γεύσεις στα στόματά μας, τις ίδιες μνήμες και βιώματα στο dna μας και μουσικές στ’ αυτιά μας, οπότε θέλοντας και μη εκατέρωθεν οι εθνικιστές, παρέα θα πορευτούμε. Ραντεβού λοιπόν στο επόμενο τεύχος από τα βάθη πλέον της Ανατολίας και της Μαύρης θάλασσας.
Φωτογραφίες: Α.Τ., Βούλα Νέτου