Αν ζεις στο μεσογειακό φιλέτο που λέγεται Ελλάδα – ας είμαστε ειλικρινείς – αντιμετωπίζεις τις άλλες βαλκανικές χώρες με έπαρση και τους κατοίκους τους ως φτωχούς συγγενείς. Στην καλύτερη περίπτωση. Δεν βγάζω τον εαυτό μου απ’ έξω: ξεκινώντας για το γύρο του κόσμου, τα Βαλκάνια δεν ήταν καν στα πλάνα του ταξιδιού μας. Κακώς. Η ανάγκη να επιστρέψουμε στην Ελλάδα πριν κινήσουμε για κεντρική Ασία – για να εγκαταστήσουμε μία δορυφορική κεραία της Thales στο Iveco – μας έδωσε την ιδέα ενός βαλκανικού εξπρές οδοιπορικού που τελικά συμπεριέλαβε τη Ρουμανία και την – άγνωστη στους πολλούς – Μολδαβία.
Μετά από μία εξουθενωτική εβδομάδα στη Θεσσαλονίκη, όπου το μικρό μας σύμπαν συνωμοτούσε ώστε να μην φύγουμε με διάφορες εκκρεμότητες της τελευταίας στιγμής, στα μέσα Σεπτεμβρίου καταφέραμε να απομονωθούμε στην Κερκίνη, να ηρεμήσουμε και να δούμε επιτέλους ποια διαδρομή θα ακολουθούσαμε. Στο θαυμάσιο αυτό υγροβιότοπο, παλιοί μας γνώριμοι από τον ξενώνα του Οικοπεριηγητή, αφού μας πρόσφεραν μία φωτογενή περιήγηση ανάμεσα σε αργυροπελεκάνους και φλαμίνγκο, μας πρότειναν και μερικούς προορισμούς στη νότια Βουλγαρία. Έριξαν μάλιστα και την ιδέα να μπούμε πρώτα στη Βόρεια Μακεδονία, να ανεφοδιαστούμε με πετρέλαιο (το φτηνότερο σε όλα τα Βαλκάνια) και από εκεί να κινηθούμε ανατολικά προς Βουλγαρία. Κι έτσι κάναμε.
Τόσο ίδιοι, τόσο διαφορετικοί
Αν μπείτε στη νεότευκτη χώρα με το αμφιλεγόμενο, για εμάς και για εκείνους, όνομα από τα ξεχασμένα σύνορα της Δοϊράνης, μην ξεχάσετε δύο πράγματα: πρώτον, να γνωρίσετε τον Μιχάλη από το Κιλκίς που έχει μετατρέψει τον παλιό σιδηροδρομικό σταθμό σε εστιατόριο. Δεύτερον, να έχετε μαζί σας διαβατήρια και τυπωμένη πράσινη κάρτα, ειδάλλως θα σας στείλουν πίσω από το τελωνείο. Από την άλλη πλευρά, η Δοϊράνη – Ντόιραν είναι λίγο πιο τουριστική αλλά Βαλκάνιας αισθητικής όσο και η ελληνική. Προς το Νόβο Σέλο, αντικρύζοντας ιππήλατα κάρα σε κάτι σκονισμένα χωριά στις βόρειες πλαγιές του Μπέλες, καταλαβαίνεις ότι η γειτονική χώρα είναι ακόμη πολύ πίσω, τουλάχιστον εκτός Σκοπίων και Οχρίδας. Σε δύο ώρες είχαμε μπει στη Βουλγαρία από τα νοτιοδυτικά της σύνορα. Στο δρόμο προς Σαντάνσκι το μόνο αξιοθέατο είναι το κάστρο του Σαμουήλ πάνω στις όχθες του ποταμού Στρυμώνα (Struma). Το επισκεφτήκαμε, διαβάσαμε εν τάχει την ιστορία του αλλά δεν μας ενθουσίασε.
Από το Μελένικο (Melnik) άρχισε να αποκτά ενδιαφέρον το οδοιπορικό μας. Το παραδοσιακό αυτό χωριό με την πηλιορείτικη αρχιτεκτονική ήταν η αφορμή να εξοικειωθούμε με τη χώρα. Εκεί ξεκίνησαν και οι συγκρίσεις με την Ελλάδα. Το χωριό είναι γεμάτο ξενώνες, τουριστικά μαγαζιά, εστιατόρια και δημοφιλής προορισμός για αρκετούς βορειοελλαδίτες με αποτέλεσμα οι ντόπιοι να σου λένε σπαστά «καλημέρα». Εξάλλου, ήταν έντονο το ελληνικό στοιχείο εδώ μέχρι το 1913. Όμως και πάλι, η αισθητική, η κουζίνα και το ταμπεραμέντο των κατοίκων είναι διαφορετικό. Δεν είναι τόσο διαχυτικοί οι Βούλγαροι ούτε το έχουν με τα αγγλικά και ίσως γι’ αυτό δύσκολα συνάπτεις σχέσεις μαζί τους. Όμως δείχνουν πράοι άνθρωποι, ευγενικοί και έχουν εξευρωπαϊστεί περισσότερο από εμάς σε κάποιους τομείς: καταρχήν οδηγούν καλύτερα. Αν μη τι άλλο σταματούν στις διαβάσεις και δεν καπνίζουν σε εσωτερικούς χώρους. Όλες οι πόλεις που επισκεφτήκαμε, από το Βόρειο Νευροκόπι (Goce Delchev) μέχρι το ακριτικό Βιδίνιο (Vidin) είναι πεντακάθαρες και η ανακύκλωση παίζει πολύ. Όμως στο επαρχιακό δίκτυο πετούν τα πλαστικά τους στα χαντάκια όπως κι εμείς. Να θυμίσουμε ότι η Βουλγαρία έγινε μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης 25 χρόνια μετά την Ελλάδα…
Η γειτονική χώρα σε κάνει επίσης να αναρωτιέσαι πώς ήταν η ζωή πριν το 1989 που διαλύθηκε το ανατολικό μπλοκ. Τα απομεινάρια της κομμουνιστικής περιόδου έχουν παραμείνει σε κάθε πόλη με τη μορφή άχαρων πολυκατοικιών στην περιφέρεια και κακόγουστων εθνικιστικών μνημείων στις κεντρικές πλατείες. Ο καπιταλισμός φυσικά έχει επικρατήσει, όχι απλά ως πολιτικό σύστημα αλλά και ως τρόπος ζωής. Σε όποια πόλη κι αν πήγαμε, βρήκαμε τεράστια mall γεμάτα διεθνείς αλυσίδες σουπερμάρκετ και fast food. Για εμάς που κατασκηνώνουμε ελεύθερα μέσα στις πόλεις, τα μεγάλα αυτά πάρκινγκ είναι η πιο πρακτική λύση για διανυκτέρευση καθώς προσφέρουν ασφάλεια και τροφή στα δύο βήματα. Μόνο που τα βράδια, αγαπημένο χόμπι των νεαρών Βουλγάρων είναι να εξασκούνται στο drifting ακριβώς στα πάρκινγκ των mall με παλιά αυτοκίνητα. Τούμπανα φτιαγμένα – όχι «μαμά».
Δοκιμή AUDI A1 Allstreet 1.0 TFSI S tronic 116ps: Πάνω απ’ όλα στιλ…
Από Ροδόπη – Σόφια
Το οδοιπορικό μας στη Βουλγαρία κάλυψε μεγάλο μέρος της ενδοχώρας, όμως αφήσαμε τα τουριστικά παράλια της Μαύρης Θάλασσας για την επιστροφή. Αποφύγαμε τον αυτοκινητόδρομο και οδηγήσαμε στο επαρχιακό δίκτυο, το οποίο είναι από μέτριο έως ανεκτό, όπως και της Ελλάδας: παλιά άσφαλτος, φθαρμένη συνήθως και χωρίς διαγραμμίσεις αλλά με λιγότερες λακκούβες. Οι χωματόδρομοι είναι ελάχιστοι ακόμη και στα βουνά αλλά καταφέραμε να βρούμε ένα εγκαταλειμμένο μονοπάτι στη Ροδόπη με στάνες για πρόβατα. Ένας εκπληκτικός ασφαλτόδρομος είναι αυτός που διασχίζει το φαράγγι Τριγκράντ. Αξίζει από μόνος του σαν διαδρομή οδήγησης και δεν είναι τυχαίο που συναντήσαμε εκεί μία ομάδα πλούσιων Βουλγάρων με υπεραυτοκίνητα. Βέβαια, στα μέρη αυτά θα έρθετε κυρίως για να επισκεφτείτε το «Λαρύγγι του Διαβόλου», το σπήλαιο – θαύμα της φύσης, στο οποίο μάλιστα ήταν οι πύλες του Άδη σύμφωνα με το μύθο του Ορφέα και της Ευρυδίκης. Θα συναντήσετε τουριστικά λεωφορεία εκεί αλλά αξίζει τον κόπο η κατάβαση στα έγκατα της γης. Ενδιαφέρον έχει και το χωριό Τριγκράντ στα 1240 μέτρα υψόμετρο, ένα αυθεντικό κατάλοιπο της κομμουνιστικής περιόδου. Προσοχή όμως γιατί κάνει πολύ κρύο: Σεπτέμβριο μήνα η θερμοκρασία ήταν κοντά στους 0C το ξημέρωμα!
Στο δρόμο για Φιλιππούπολη, καλό είναι να ακολουθήσετε την ανηφορική διαδρομή προς το χιονοδρομικό του Παμπόροβο, το οποίο είναι τεράστιο σαν σύμπλεγμα, κακόγουστο όπως τα περισσότερα ski resorts και ερημωμένο εκτός εποχής. Θαυμάσια και η κατηφορική διαδρομή μετά το χιονοδρομικό δίπλα στον ποταμό Τσεπελάρε, ο οποίος εκβάλλει στον Μαρίτσα, τον Έβρο δηλαδή. Tο ποτάμι της Φιλιππούπολης.
Η Φιλιππούπολη (Plovdiv) αποπνέει αρχοντιά, τόσο η ίδια όσο και οι κάτοικοί της. Πόλη που συνδυάζει μεγάλη ιστορία – όπως φαίνεται από τα ρωμαϊκά ευρήματα στο κέντρο – με πλούσιο πολιτισμό και ποιότητα ζωής. Διαθέτει ένα πεζοδρομημένο κέντρο με ωραία μαγαζιά, παλιά πόλη χωρίς αυτοκίνητα στα καλντερίμια της, τεράστια εμπορικά κέντρα στην περιφέρεια και ένα εξαιρετικό δίκτυο ποδηλατοδρόμων σε όλο το μήκος του Έβρου. Αν πάτε εκεί, σίγουρα να πάρετε τα ποδήλατά σας.
Μετά από μία νύχτα στην Παλαιά Ζαγορά (Stara Zagora) κατευθυνθήκαμε προς τα δυτικά για να σκαρφαλώσουμε από το χωριό Καρνάρε στα Βαλκανικά Όρη (Stara Planina). Μείναμε εκτεθειμένοι σε ένα ξέφωτο με εκπληκτική θέα προς όλη την πεδιάδα αλλά είχαμε μία επεισοδιακή νύχτα λόγω μιας απότομης καταιγίδας που έφερε τρομακτικούς κεραυνούς πάνω από το Iveco. Την επόμενη περάσαμε το διάσελο Μπεκλεμέτο, όπου δεσπόζει ένα θεόρατο μνημείο, και κατηφορίσαμε στην όμορφη πόλη Τρόγιαν. Αυτή είναι μία θαυμάσια διαδρομή που την άνοιξαν για πρώτη φορά οι Ρωμαίοι και συνδέει σήμερα τη νότια με τη βόρεια Βουλγαρία.
Από την πρωτεύουσα μέχρι το Δούναβη
Μετά από μία διανυκτέρευση στο απομονωμένο μοναστήρι Γκλότζενε (Glodzhene) του 13ου αιώνα, φτάσαμε στη Σόφια, όπου με 10 ευρώ μείναμε στην αυλή – αυτοσχέδιο κάμπινγκ του κ. Ιβάν στα βόρεια προάστια της πόλης. Το χρειαζόμασταν για το καυτό ντους, το ρεύμα 220V και το γρήγορο wi-fi του.
Η βουλγαρική πρωτεύουσα θεωρείται η φτηνότερη της Ευρώπης και από τις πιο φιλικές για να φτιάξεις επιχείρηση. Δεν είναι και η ομορφότερη αλλά δεν παύει να είναι μια ζωντανή πόλη με αξιοπρεπές δίκτυο μετρό, τραμ και τρόλεϊ και σχετικά απροβλημάτιστη κυκλοφορία. Το κέντρο της μπορεί αρχιτεκτονικά να θυμίζει πόλεις της κεντρικής Ευρώπης – Αυστρο-Ούγγροι αρχιτέκτονες τη σχεδίασαν – αλλά είναι οικεία για εμάς τους Έλληνες. Ο λόγος δεν είναι άλλος από τα αμέτρητα καφέ, γυράδικα και εστιατόρια που βρίσκεις γύρω από την πεζοδρομημένη λεωφόρο Βίτοσα. Κάποια μάλιστα είναι ελληνικών συμφερόντων.
Το τελευταίο σκέλος του βουλγαρικού οδοιπορικού μας κατέληξε στα σύνορα με τη Ρουμανία μέσα από το γραφικό φαράγγι του ποταμού Ισκάρ, μήκους 70 χιλιομέτρων. Στη μία όχθη του παραποτάμου του Δούναβη περνά ο φιδίσιος δρόμος και στην άλλη η σιδηροδρομική γραμμή. Στο χωριό Καλάτνικ, που θεωρείται προορισμός για τους λάτρεις της αναρρίχησης χάρη στους ασβεστολιθικούς βράχους ύψους 300 μ., ξεκινά ένα δρομάκι που ανεβαίνει στο χωριό Μιλάνοβο και από εκεί σε ένα μνημείο που χτίστηκε προς τιμήν της κομμουνιστικής εξέγερσης του Σεπτέμβρη του 1923. Η θέα από το συγκεκριμένο σημείο είναι μοναδική, οπότε άξιζε να περάσουμε μία βραδιά απομονωμένοι εκεί. Χωρίς κεραυνούς αυτή τη φορά.
Την επόμενη μέρα φτάσαμε στο βορειοδυτικό άκρο της χώρας, στο τριεθνές Σερβίας, Βουλγαρίας, Ρουμανίας. Στο Βιδίνιο (Vidin) συγκεκριμένα, μία ιστορική πόλη χτισμένη στη νότια όχθη του Δούναβη, ο οποίος είναι πλωτός, πολύ πλατύς και φυσικό σύνορο με τη Ρουμανία. Μόνο με φέρι μπορούσες να περάσεις κάποτε απέναντι, στο Καλαφάτ, αλλά ευτυχώς μετά από 20 χρόνια καθυστερήσεων, το 2013 άνοιξε η γέφυρα των δύο χιλιομέτρων που ενώνει πλέον τις δύο βαλκανικές χώρες. Το Βιδίνιο είναι μια όμορφη πόλη με ποταμόπλοια, πλωτά εστιατόρια, τεράστια κεντρική πλατεία μεγάλα πάρκα και άφθονους ποδηλατοδρόμους αλλά θλιβερή. Εκεί νιώσαμε ότι βρισκόμασταν πλέον στο βαλκανικό βορρά. Το τελευταίο μας πρωινό εκεί, στο παραλιακό εστιατόριο η σερβιτόρα έμεινε έκπληκτη όταν έμαθε ότι είμαστε Έλληνες ταξιδιώτες: «τι ήρθατε να κάνετε εδώ στο κρύο από την όμορφη Θεσσαλονίκη»; Πού να της εξηγούσαμε…
Οι τιμές: Χώρα Low Cost
Η Βουλγαρία παραμένει μία οικονομική χώρα παρά την ανάπτυξή της. Το τοπικό της νόμισμα, το Λέβα, έχει σταθερή ισοτιμία με το ευρώ (10/2019: 1€= 1,95 Λέβα). Το φαγητό και ο ύπνος κοστίζει 30-40% λιγότερο απ’ ό,τι στην Ελλάδα ενώ πιο οικονομικά είναι και τα τρόφιμα σε στα σουπερμάρκετ αλλά σε μικρότερο βαθμό. Στα εισαγόμενα προϊόντα οι τιμές είναι παραπλήσιες με της Ελλάδας.
Ενδεικτικές τιμές: βενζίνη/diesel 1,12/1,15€, καφές 1-1,5€, πλήρες γεύμα για δύο 15-20€, McMenu 4-6€, 2κλινο δωμάτιο: Μελένικο 20-40€, Φιλιππούπολη 25-45€, Σόφια 35-50€, εισιτήριο Μετρό (Σόφια) 0,8€, αναψυκτικό/τοπική μπίρα 0,8-1€.