Ένας Ιάπωνας, ένας Γερμανός και ένας Αυστριακός. Ο πρώτος ζητά από τον δεύτερο κάποια εξαρτήματα για να αναβιώσει κάτι που αγαπά. Ο δεύτερος δέχεται να μοιραστεί το κόστος για να κατασκευάσει εκείνο που – ίσως – θα έφτιαχνε έτσι κι αλλιώς. Ο τρίτος, τρίβοντας τα χέρια του, βοηθά τους δύο πρώτους να πραγματοποιήσουν τα όνειρά τους. Δεν πρόκειται περί ανεκδότου αλλά για μία όμορφη, επίκαιρη ιστορία που αφορά την πρωτόγνωρη συνέργεια ανάμεσα σε τρεις κατασκευαστές: την Toyota που επανέρχεται με τη Supra μετά από δεκαετίες, την BMW που διαθέτει τον κινητήρα, το πλαίσιο και πολλά άλλα εξαρτήματα της δικής της Ζ4 και βέβαια την αυστριακή Magna Steyr που αναλαμβάνει να συναρμολογήσει τα δύο αυτοκίνητα.
Και μιλάω για μία όμορφη ιστορία διότι σε μια περίοδο που οι κατασκευαστές κάνουν τεράστιες επενδύσεις στους τομείς των ηλεκτρικών αυτοκινήτων, της αυτόνομης οδήγησης και του περιορισμού των εκπομπών ρύπων, το να βλέπεις κάποιους να ασχολούνται με την κλασική αξία της οδηγικής απόλαυσης, ακόμη κι αν αναγκάζονται να δημιουργήσουν ακροβατικού τύπου συνέργειες για να το πετύχουν, είναι κάτι που φέρνει πίσω το χαμένο χαμόγελο στους αυθεντικούς λάτρεις του αυτοκινήτου. Και αν κάποιος μειδιάσει με την απόφαση κάποιων Ιαπώνων και Γερμανών μάνατζερ να ανταλλάσσουν εξαρτήματα, ας το ξανασκεφτεί καλύτερα. Η νέα Supra, για να είμαστε ρεαλιστές, δεν θα γεννιόταν ποτέ δίχως την «αμαρτωλή» αυτή συμφωνία με το Μόναχο. Όπως και το Fiat 124 Spider δεν θα υπήρχε αν η FCA δε σύναπτε αρραβώνα με τη Mazda. Σίγουρα, για να χωνέψει κάποιος ένα σπορ ιαπωνικό αυτοκίνητο με γερμανικό κινητήρα, χρειάζεται να κάνει επανεκκίνηση στον εγκέφαλό του και να το κρίνει χωρίς προκαταλήψεις. Πρώτον επειδή δεν πρόκειται ακριβώς για τη Supra που ξέραμε: το μοντέλο της δεκαετίας του ’90 είχε φτιαχτεί για να αντιπαρατεθεί με αυτοκίνητα όπως η Porsche 911 και η Ferrari 348 τότε, ενώ το σημερινό παίζει στο γήπεδο της 718 και της Cayman.
Επιπλέον, πρέπει να αποδεχτούμε το γεγονός ότι πρόκειται για μία BMW με εμφάνιση και σήματα Toyota: όλο το hardware – και συγχωρήστε μου την ορολογία – του αυτοκινήτου, μέχρι και το ηχητικό σήμα όταν ανοίγει η πόρτα, είναι βαυαρικής προέλευσης. Τα πρώτα πράγματα που αγγίζεις στο εσωτερικό της νέας Supra, όπως το τιμόνι και το έξυπνο κλειδί (με λογότυπο Toyota βέβαια) είναι εξαρτήματα BMW. Αν δεν είστε φανατικοί εθνικιστές και παίρνετε τα πράγματα όπως έχουν, πίσω από το τιμόνι μίας Supra, θα βρείτε μπόλικη τευτονική ουσία κρυμμένη κάτω από ένα μοναδικό αμάξωμα που μοιάζει να έχει βγει από ευφάνταστες ιστορίες manga. Και, ναι, αποπνέει ιαπωνική κουλτούρα απ’ άκρη σ’ άκρη.
Γάμος Συμφερόντων
Όλη αυτή η ενδιαφέρουσα ιστορία οφείλεται στο γεγονός ότι οι παλιές Supra φορούσαν 6κύλινδρους εν σειρά κινητήρες. Από τη στιγμή που πέρασε η εποχή των πανίσχυρων «straight six» της σειράς JZ, τους τόσο προσφιλείς στους Ιάπωνες tuners, η Toyota δεν είχε άλλη λύση από το να χτυπήσει την πόρτα ενός κατασκευαστή που έχει συνδέσει το όνομά του με τη συγκεκριμένη μηχανική διάταξη. Και αυτός δεν μπορούσε να είναι άλλος από την BMW. Οι συνομιλίες ανάμεσα στις δύο πλευρές ξεκίνησαν το 2012 με ένα μνημόνιο (μακριά από εδώ!) συνεργασίας ανάμεσα στις δύο μάρκες και στον τομέα των ηλεκτρικών αυτοκινήτων, οι οποίες απέδωσαν καρπούς μόνο μερικά χρόνια αργότερα, μετά από διάφορες αναβολές και υπαναχωρήσεις. Έτσι, σήμερα βλέπουμε τα δίδυμα μοντέλα να βγαίνουν στην αγορά ταυτόχρονα σχεδόν. Και ο δικός μας ρόλος εδώ είναι να ανιχνεύσουμε τις μεταξύ τους διαφορές. Όχι τόσο σε τεχνολογικό επίπεδο, αφού ελάχιστα διαφέρουν, αλλά ως προϊόντα που αξίζουν να τα αξιολογήσουμε τόσο με τη λογική όσο και με το συναίσθημα.
Roadster ή Coupe;
Η μεγάλη διαφορά ανάμεσα στη Ζ4 και τη Supra φαίνεται με την πρώτη ματιά και δεν είναι άλλη από τον τύπο του αμαξώματος. Roadster η μία, κουπέ η άλλη, κάτι που εν τη γενέσει αποκλείει κάθε ενδεχόμενο κανιβαλισμού μεταξύ τους στην αγορά. Αν θέλεις ανοιχτό αυτοκίνητο δύσκολα θα επιλέξεις κλειστό και το αντίθετο βέβαια. Η οροφή είναι λοιπόν το πρώτο κριτήριο επιλογής ανάμεσα στην BMW και την Toyota. Η τιμή αγοράς του καθενός δεν θα παίξει τόσο ρόλο στη συγκεκριμένη αντιπαράθεση καθώς η διαφορά τους είναι μόλις 6.000 ευρώ. Από την άλλη, η Supra δεν δίνει δυνατότητες εξατομίκευσης σε αντίθεση με την BMW που είναι ικανή να ξετινάξει το πορτοφόλι σας με τα αξεσουάρ που τη συνοδεύουν.
Αλλά ήρθε η στιγμή να βάλουμε μπροστά τους κινητήρες και να ανακαλύψουμε – με κάποια αγωνία ομολογουμένως – πώς έχει αναπτυχθεί ο χαρακτήρας του κάθε αυτοκινήτου. Σε πρώτη φάση είναι δύσκολο να τα ξεχωρίσεις μεταξύ τους κι αυτό επειδή ο απαράμιλλος ήχο του εξακύλινδρου turbo εισχωρεί στις καμπίνες τους με τον ίδιο χαρακτήρα και τονικότητα. Η πλούσια ροπή του στις χαμηλές στροφές και η δύναμή του στις μεσαίες και υψηλές στροφές χαρακτηρίζουν τόσο την Z4 όσο και τη Supra, μόνο που στη δεύτερη η επιτάχυνση είναι ελαφρώς καλύτερη λόγω χαμηλότερου βάρους. Όσο για το 8τάχυτο αυτόματο κιβώτιο με το μετατροπέα ροπής συμπεριφέρεται ακριβώς το ίδιο και στα δύο: με συνέπεια, ακρίβεια και ταχύτητα όποτε χρειάζεται. Μας αρέσει που και στα δύο, το κιβώτιο δεν ανεβάζει αυτόματα σχέση στο χειροκίνητο πρόγραμμα κι αυτό είναι ένα συν στη σπορ οδήγηση. Το σύστημα διεύθυνσης είναι ακριβές γύρω από την ευθεία, προοδευτικό και με στιβαρή αίσθηση. Στη Supra παρατηρήσαμε ότι μεταφέρει ελαφρώς λιγότερη πληροφορία από το δρόμο. Ένας πόντος λοιπόν για το feedback της Ζ4.
Όσο οδηγείς τα δύο αυτοκίνητα το ένα μετά το άλλο και όσο αυξάνεται ο ρυθμός, τόσο αρχίζεις να βρίσκεις κάποιες ιδιαιτερότητες στο χαρακτήρα του καθενός. Σε διαδρομή με στροφές αρχίζεις να αντιλαμβάνεσαι ότι οι Ιάπωνες τεχνικοί θέλησαν να δώσουν πιο αθλητικό χαρακτήρα στη Supra: η απόκριση της ανάρτησης είναι πιο άμεση – χωρίς να περιορίζεται όμως η άνεση – και αυτό σε συνδυασμό με τη μεγαλύτερη ακαμψία του κλειστού αμαξώματος συνεπάγεται πιο στιβαρή αίσθηση. Αυτό είναι ένα χαρακτηριστικό που ξεδιπλώνεται ακόμη περισσότερο στην πίστα όπως και τα ελαστικά, τα οποία μπορεί να έχουν ίδιες διαστάσεις και στα δύο αυτοκίνητα, προέρχονται όμως από διαφορετικούς κατασκευαστές. Η BMW λοιπόν είναι καταρχήν υποστροφική και εξελίσσεται προοδευτικά σε υπερστροφική τόσο στην είσοδο όσο και στην έξοδο από τη στροφή. Η Toyota αντίθετα είναι πάντα ουδέτερη και πιο ισορροπημένη, όπως αποδείχτηκε και στις δοκιμές ευστάθειας. Όμως τα δύο 6κύλινδρα έχουν ένα κοινό χαρακτηριστικό, το οποίο βέβαια οφείλεται στην εξελιγμένη μηχανολογία τους: την απόλαυση στην οδήγηση. Η συσκευασία της απόλαυσης είναι μόνο διαφορετική.
Διαφορετικά απ’έξω, ίδια από μέσα
- Κινητήρας: Ο 6κύλινδρος εν σειρά 3λιτρος, υπερτροφοδοτούμενος βενζινοκινητήρας είναι ο ίδιος και στα δύο αυτοκίνητα: με ισχύ 340 ίππων και ροπή 500 Nm από 1.600-4.500 σ.α.λ.
- Κιβώτιο: Και τα δύο φορούν το αυτόματο, 8τάχυτο ZF με μετατροπέα ροπής και με ίδια ακριβώς κλιμάκωση σχέσεων και τελική σχέση μετάδοσης.
- Σύστημα Διεύθυνσης: Ίδια σχέση υποπολλαπλασιασμού και στα δύο (15:1) αλλά το καθένα έχει ελαφρώς διαφορετική ρύθμιση λογισμικού.
- Φρένα: Τόσο η Z4 όσο και η Supra φορούν αεριζόμενους δίσκους 348 χλστ. με 4πίστονες δαγκάνες εμπρός και δίσκους 345 χλστ. πίσω.
- Αναρτήσεις: Η διάταξη είναι ίδια και στα δύο και διαφέρει μόνο η ρύθμιση των αμορτισέρ. Η Toyota είναι πιο σκληρή.
- Διαστάσεις: Τα δύο αυτοκίνητα διαφέρουν σε μήκος, πλάτος και ύψος χάρη στη διαφορετική τους σχεδίαση. Όμως το μεταξόνιο και τα μετατρόχια είναι ίδια.