Από τη μια, σώθηκαν από τις ρωσικές οβίδες για να βρεθούν, από την άλλη, στο επίκεντρο μιας γεωπολιτικής διαμάχης που τους κρατά αιχμάλωτους. Ας δούμε, όμως, πώς έχουν τα πράγματα:
Η Ιρλανδία ήταν η πρώτη χώρα της Ε.Ε. που κατάργησε τη βίζα για τους Ουκρανούς και ως τώρα 30.000 εξ αυτών έχουν καταφύγει στο έδαφός της.
Ταυτόχρονα, το Ηνωμένο Βασίλειο, που περιλαμβάνει τη Βόρεια Ιρλανδία, έχει ανακοινώσει χορηγίες και κίνητρα επανένωσης ουκρανικών οικογενειών, τα οποία όμως καθυστερούν για γραφειοκρατικούς λόγους.
1.000 μέρες βαρβαρότητας
Ανήμποροι να περιμένουν για βίζες από τη βρετανική πλευρά, πολλοί πρόσφυγες στην απελπισία τους βιάστηκαν να πάνε στη Β. Ιρλανδία μέσω των ανοιχτών συνόρων με την Ιρλανδική Δημοκρατία – σχεδόν οι 4 στους 5, σύμφωνα με τον υπουργό Οικονομικών, Κόνορ Μέρφι. Αξιωματούχοι υποστηρίζουν ότι είναι δύσκολο να διαπιστωθεί ποιος και πότε πέρασε από τη μια Ιρλανδία στην άλλη, ενώ η έλλειψη βίζας καθιστά δύσκολη την πρόσβαση στις κοινωνικές υπηρεσίες του Ηνωμένου Βασιλείου.
Βορειοϊρλανδικά δικηγορικά γραφεία κατακλύζονται από αιτήσεις βοήθειας Ουκρανών προσφύγων που βρίσκονται εδώ και εβδομάδες μετέωροι, με τη δικηγόρο Σάρα Χένρι από τη μεθοριακή πόλη Νιούρι να λέει ότι «αυτό που συμβαίνει εδώ είναι πραγματικά μοναδικό».
Κάποιοι πέρασαν… κατά λάθος στη Β. Ιρλανδία, καθώς δεν υπάρχουν φράχτες, ούτε πολλές διακριτές πινακίδες, ενώ όσοι πήγαν εκεί με επιλογή τους, κυρίως επειδή έχουν συγγενείς, βρέθηκαν χωρίς στοιχειώδη υγειονομική περίθαλψη, ακόμη και βαριά άρρωστοι.
Δεν μπορεί κανείς να μη σκεφτεί πως αυτή η μίνι ανθρωπιστική κρίση θα είχε αποφευχθεί αν δεν υπήρχε Brexit. Την κατάσταση, βέβαια, οξύνει η πολιτική κρίση στη Β. Ιρλανδία μετά τη νίκη του Σιν Φέιν, που δοκιμάζει τις σχέσεις Βρετανίας-Ε.Ε.