Στα 50 χρόνια της Μεταπολίτευσης έχουμε ζήσει κυβερνήσεις που δεν ήθελαν να αλλάξουν τίποτα και κυβερνήσεις που ήθελαν να αλλάξουν κάποια πράγματα, αλλά φοβούνταν το πολιτικό κόστος. Αυτός ο φόβος του πολιτικού κόστους φάνταζε μεγαλύτερος και από τον φόβο του τερματοφύλακα πριν από τα πέναλτι. Ετσι τα χρόνια περνούσαν και, ενώ ο κόσμος άλλαζε, εδώ στην Ελλάδα λίγα πράγματα πήγαιναν μπροστά. Ναι, προοδεύαμε, εκσυγχρονιζόμασταν, αλλά με χρονοκαθυστέρηση για λόγους «πολιτικής ασφαλείας».
ΜΙΑ από τις πιο εμβληματικές μεταρρυθμίσεις ήταν η ίδρυση της ελεύθερης ραδιοφωνίας, η οποία, στη συνέχεια, έφερε και την ελεύθερη ιδιωτική τηλεόραση. Μέχρι το 1987 η ραδιοτηλεοπτική ενημέρωση θύμιζε… Σοβιετία. Το «προοδευτικό» ΠΑΣΟΚ αρνούνταν πεισματικά να δώσει άδειες και έτσι τότε οι τρεις γαλάζιοι δήμαρχοι Εβερτ, Ανδριανόπουλος, Κούβελας έκαναν αντάρτικο, ανέβηκαν στα βουνά, έστησαν αναμεταδότες και έφτιαξαν τους πρώτους δημοτικούς ραδιοσταθμούς. Τώρα φαντάζει αυτονόητο, ίσως και αστείο, αλλά τελικά ήταν μια μεταρρύθμιση που υλοποιήθηκε από κάτω προς τα πάνω.
ΤΑ παραδείγματα είναι πολλά μέσα σε αυτά τα πενήντα χρόνια. Και, για να μην είμαστε αφοριστικοί, όλες οι κυβερνήσεις έβαλαν από ένα μικρό ή μεγάλο λιθαράκι. Με σωστά και με λάθη. Από την ένταξη της Ελλάδας στην ΕΟΚ από τον Κωνσταντίνο Καραμανλή, την ώρα που κραύγαζε όλη η αντιπολίτευση, μέχρι τη δημιουργία του ΑΣΕΠ για αξιοκρατικές προσλήψεις στο Δημόσιο, από τον Πεπονή επί Ανδρέα Παπανδρέου, και την ιδιωτικοποίηση της υπερχρεωμένης και πελατειακής Ολυμπιακής από τον Χατζηδάκη επί Κώστα Καραμανλή.
Τα αδιαπραγμάτευτα θέλω της κοινωνίας
ΘΑ μπορούσαν, όμως, να έχουν γίνει περισσότερα. Οπως η ιδιωτικοποίηση των αστικών συγκοινωνιών επί Κωνσταντίνου Μητσοτάκη και ο νόμος Γιαννίτση για το ασφαλιστικό επί Σημίτη. Πάντοτε, όμως ο φόβος του πολιτικού κόστους έβαζε φρένο. Στην πραγματικότητα, οι αντιδράσεις δεν προέρχονταν από μεγάλες κοινωνικές πλειοψηφίες, αλλά από τα κόμματα και κυρίως από τους εργατοπατέρες συνδικαλιστές.
Η κυβέρνηση του Κυριάκου Μητσοτάκη και της Ν.Δ. ακολουθεί μια άλλη στρατηγική. Από το 2019 έως σήμερα έχει υλοποιήσει αρκετές εμβληματικές μεταρρυθμίσεις σε όλα τα επίπεδα. Προχώρησε την -επί δεκαετίες παγωμένη- αξιολόγηση των εκπαιδευτικών και των δημοσίων υπαλλήλων. Κατάργησε το πανεπιστημιακό άσυλο, που παρέμενε ως μία ασπίδα στους μπαχαλάκηδες. Θεσμοθέτησε τα μη κρατικά ΑΕΙ. Προχώρησε σε δύο σημαντικές αλλαγές στην εκλογική διαδικασία δίνοντας δικαίωμα ψήφου στους απόδημους Ελληνες και δικαίωμα επιστολικής ψήφου στις ευρωεκλογές. Μεταμόρφωσε την υπό χρεοκοπία ΔΕΗ επί ΣΥΡΙΖΑ σε μια εταιρία – μοντέλο στον χώρο της ενέργειας, που πρωταγωνιστεί στη Νοτιοανατολική Ευρώπη, βάζοντας τέλος στην εποχή… Φωτόπουλου. Ενώ δεν δίστασε να εφαρμόσει την απαγόρευση του καπνίσματος στους δημόσιους εσωτερικούς χώρους, κάτι που φάνταζε αδιανόητο έως το 2019. Και πολλά ακόμα.
ΤΟ πρώτο μέρος της δημοσκόπησης της «Palmos Analysis», που δημοσιεύει σήμερα ο «Ελεύθερος Τύπος», αποδεικνύει ότι η κοινωνική πλειοψηφία δηλώνει πιο «ανοιχτή» στην υλοποίηση ακόμα περισσότερων και εμβληματικών μεταρρυθμίσεων. Το 52% λέει «ναι» στην αλλαγή του άρθρου 16 του Συντάγματος για την ίδρυση ιδιωτικών πανεπιστημίων. Και το 60% δηλώνει υπέρ της κατάργησης της μονιμότητας των δημοσίων υπαλλήλων, μάλιστα η τάση αυτή είναι πλειοψηφική σε όλα τα κόμματα.
ΤΙ αποδεικνύουν όλα τα παραπάνω; Πως οι πολίτες επιθυμούν να αλλάξουν τα πράγματα, να κάνουμε βήματα προς τα εμπρός. Πως δεν γίνεται μικρές μειοψηφίες που κραυγάζουν και συνδικαλιστές να μπλοκάρουν την πρόοδο και τον εκσυγχρονισμό. Η κυβέρνηση οφείλει να λάβει το μήνυμα και να επιμείνει στην υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων γκρεμίζοντας τον μύθο του πολιτικού κόστους.