Δεν είναι τυχαίο ότι η Αγκυρα κλιμακώνει τις προκλήσεις κάθε φορά που η χώρα μας κερδίζει θέσεις στη διεθνή σκακιέρα.
Πριν από το θερμό καλοκαίρι του 2020 είχε προηγηθεί η αποτυχημένη προσπάθεια της Τουρκίας να εργαλειοποιήσει το μεταναστευτικό στέλνοντας χιλιάδες παράτυπους μετανάστες στον Εβρο με σκοπό να καταλύσει τα ελληνικά σύνορα.
Η Ελλάδα εξουδετέρωσε την ασύμμετρη επίθεση και ο Μητσοτάκης κάλεσε την ηγεσία της Ευρώπης στη συνοριακή γραμμή, προκειμένου να αντιληφθούν όλοι από κοντά τα επικίνδυνα παιχνίδια της Αγκυρας. Η Ε.Ε. κατάλαβε ότι τα «κλειδιά» του μεταναστευτικού δεν μπορεί να τα κρατά ο Ερντογάν και η Ελλάδα απέκτησε το ρόλο που της αρμόζει για τη φύλαξη των ευρωπαϊκών συνόρων.
Την ίδια πολιτική προκλήσεων ακολουθεί τώρα ο Τούρκος πρόεδρος διαπιστώνοντας τη γεωπολιτική και ενεργειακή αναβάθμιση της Ελλάδας, όπως προκύπτει από τις συμμαχίες με Γαλλία και ΗΠΑ, τη μετατροπή της Αλεξανδρούπολης σε κόμβο διακίνησης του φυσικού αερίου προς τα Βαλκάνια και την ενίσχυση της αποτρεπτικής μας δύναμης με σύγχρονα μαχητικά αεροσκάφη και φρεγάτες νέας γενιάς.
Η Δώρα, η Γαρυφαλλιά και αύριο;
Ο Ερντογάν πιστεύει ότι με την τακτική της έντασης θα κερδίσει πόντους στο πολιτικό παιχνίδι ενόψει των εκλογών του 2023, παριστάνει τον «δερβέναγα» της περιοχής, αλλά η εξωτερική του πολιτική αμφισβητείται ακόμη και την τουρκική αντιπολίτευση, που κάνει λόγο για «τυχοδιωκτική ρητορική και πολιτικές που θα προκαλέσουν την αλλαγή της ισορροπίας δυνάμεων σε βάρος της Αγκυρας στην Ανατολική Μεσόγειο και στο Αιγαίο».
Είναι σαφές ότι για ακόμη μία φορά η «μπουνταλάδικη» εξωτερική πολιτική της Αγκυρας δεν θα έχει αποτελέσματα. Η Τουρκία προβάλλει στη Δύση ως παράγοντας αστάθειας που αντιτίθεται στη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, απειλεί ευθέως κράτος-μέλος της Ευρωπαϊκής Ενωσης και διολισθαίνει σε πρακτικές που παραβιάζουν κάθε έννοια Διεθνούς Δικαίου.
Αυτό βέβαια δεν σημαίνει ότι η Τουρκία δεν έχει «πλάτες», με πρώτη εκείνη του Βερολίνου, που λειτουργεί ως οικονομικός εταίρος του Ερντογάν και όχι ως η ηγέτιδα δύναμη της Ευρωπαϊκής Ενωσης. Η πολιτική ίσων αποστάσεων που ακολούθησε η Γερμανία διά των δηλώσεων της αναπληρώτριας εκπροσώπου της Καγκελαρίας με την προτροπή μάλιστα προς Αθήνα και Αγκυρα «να τα βρείτε», μετά τις ύβρεις του Ερντογάν κατά του Ελληνα πρωθυπουργού θα μείνει στην ιστορία ως απαράδεκτη. Ωστόσο, φανερώνει τη στενή σχέση της Γερμανίας με την Τουρκία, που δομήθηκε επί Μέρκελ, στη βάση γιγαντιαίων συναλλαγών στην αμυντική βιομηχανία και συνεχίζεται και με τη σημερινή κυβέρνηση, παρά τη συμμετοχή των Πρασίνων, οι οποίοι προεκλογικώς τάσσονταν κατά των προκλήσεων του Ερντογάν.
Το Βερολίνο αντιμετωπίζει την Αγκυρα ως πελάτη για την προμήθεια υποβρυχίων και τη διείσδυση των γερμανικών επιχειρήσεων στην τουρκική αγορά, αδιαφορώντας για το εάν το στρατιωτικό υλικό που πουλά μπορεί να χρησιμοποιηθεί ως μέσο απειλής σε βάρος κρατών-μελών της Ε.Ε. Χθες, και ύστερα από τη συνάντηση Μητσοτάκη -Σολτς κατά τη διάρκεια της οποίας ο πρωθυπουργός έδειξε τους ψευτοχάρτες της «γαλάζιας πατρίδας» που διακινεί η Αγκυρα, η Καγκελαρία άλλαξε στάση και διαμήνυσε στην Τουρκία ότι δεν γίνεται ανεκτή η αμφισβήτηση της κυριαρχίας των ελληνικών νησιών.
Σε αυτή τη συγκυρία είναι σημαντικό ότι η Αθήνα εμβάθυνε την αμυντική της συνεργασία με το Παρίσι, που ακολουθεί ευρωπαϊκή γραμμή και στηρίζει πλήρως τις ελληνικές θέσεις. Οι δηλώσεις στήριξης του Μακρόν είναι ενδεικτικές και εάν θέλει το Βερολίνο να έχει ηγετικό ρόλο στην Ε.Ε. πρέπει να αφήσει στην άκρη το δόγμα της «Γερμανικής Ευρώπης» και να λειτουργεί χωρίς αστερίσκους υπέρ των χωρών-μελών της Ενωσης.