Γράφει ο Παύλος Μαρινάκης*
Κάθε λέξη, κάθε αντίδραση και κάθε σχόλιο έχει τις ρίζες του στη δηλητηριασμένη Ελλάδα. Στην Ελλάδα που οι γνωστοί επαναστάτες της κυβίστησης έσπειραν απλόχερα το μίσος στους πολίτες και καλλιέργησαν τον χυδαίο πολιτικό λόγο. Βρισκόμαστε στο σημείο μηδέν, αν δεν το έχουμε ξεπεράσει κιόλας, κατά το οποίο τίποτα δεν μας εκπλήσσει και όλα είναι πιθανό να ακουστούν. Οι «είδαμε και αυτούς που φορούσαν γραβάτα» ή «αυτούς που μιλούσαν σωστά και πολιτισμένα» κυριάρχησαν οριζόντια στην ελληνική κοινωνία, κάνοντας την αμορφωσιά και την έλλειψη στοιχειωδών τρόπων συμπεριφοράς να φαίνονται προτερήματα.
Τι θα έπρεπε, όμως, να κάνει ένας πολιτικός για να είναι αρεστός σε μερικούς; Να μαθαίνει τα παιδιά του να κάνουν καταλήψεις; Να τους δείχνει τεχνικές κατασκευής μολότοφ και μετά να τα επισκέπτεται στα κρατητήρια για να τα καμαρώσει; Ποια είναι η εικόνα που έχουν στο αρρωστημένο μυαλό τους; Ποιον «ηγέτη» οραματίζονται;
Κλιμάκωση χωρίς κέρδος
Όλα αυτά βέβαια καθόλου τυχαία δεν είναι. Αυτοί που έμαθαν να ζουν σε βάρος των άλλων, θεωρώντας πως η παρανομία είναι τρόπος ζωής, επιτελούν πλέον τον πιο βρώμικο ρόλο: Μέσα από μηδενιστικές λογικές και με ρητορική που θα ζήλευαν οι μεγαλύτεροι λαϊκιστές της ιστορίας, προσπαθούν με την μέθοδο της προς τα κάτω ισοπέδωσης να προβάλουν τα πρότυπα του πολιτικού τους χώρου. Του πολιτικού χώρου που εξέθρεψε τρομοκράτες, άεργους αμπελοφιλόσοφους, συνδικαλιστές του φραπέ και καταληψίες σε σχολεία, πανεπιστήμια και κάθε λογής δημόσια κτήρια. Πως αλλιώς μπορείς να αναδείξεις έναν από τους παραπάνω; Σίγουρα δεν μπορείς με τη λογική και, σε κάθε περίπτωση, δεν γίνεται να το πετύχεις με όρους κανονικότητας.
Απέναντι σε εκείνους που έχουν αλλεργία σε αυτήν ακριβώς την κανονικότητα, που απεχθάνονται τις γνώσεις, την αριστεία, την πρόοδο, αυτούς που πολεμούν τη νομιμότητα, η μάχη είναι διαρκής και δεν επιδέχεται εκπτώσεις. Πεδίο μάχης μπορεί να είναι μια φωτογραφία, μια δημόσια τοποθέτηση ή ένα σύνθημα σε ένα πανεπιστήμιο ή ένα σχολείο. Κάθε τους λέξη είναι στοχευμένη και κάθε φορά που εμείς, οι της άλλης όχθης του ποταμού, την αφήνουμε αναπάντητη, παίζουμε το παιχνίδι τους. Δεν τους αξίζει να έχουν ακροατήριο μεγαλύτερο από πού είχαν ιστορικά: Δέκα «στέκια» και άλλα τόσα σπίτια.
Η μεγαλύτερη επίπτωση των τελευταίων δύσκολων ετών είναι πως όσοι είμαστε κανονικοί πολίτες, νομοταγείς και παλεύουμε για προσωπική και συλλογική εξέλιξη, νιώθουμε ξένοι στην ίδια μας την χώρα. Φοβόμαστε να πούμε τα αυτονόητα και πολλές φορές φοβόμαστε να κυκλοφορήσουμε. Απέναντι σε ένα χυδαίο σχόλιο για μια φωτογραφία, σε μια προσπάθεια για κατάληψη χώρου, ή σε ένα λόγο υπέρ ενός δικτάτορα, έχουμε ευθύνη να αντιδράσουμε. Με την αντίδρασή μας αυτή διαλέγουμε πλευρά. Διαλέγουμε που θα μας κατατάξει η Ιστορία, όταν τελειώσει ο εφιάλτης που ζούμε.
*Ο Παύλος Μαρινάκης είναι δικηγόρος και αντιπρόεδρος της ΟΝΝΕΔ