Γράφει ο Στέφανος Καβαλλιεράκης*
Η ρητορική υπεράσπισης εκείνης της επιλογής ακουμπούσε τα όρια ηθικού και κοινωνικού φρονηματισμού. « Το παιδί του εργάτη δεν μπορεί να πηγαίνει στο ίδιο σχολείο μ εκείνο του πλουσίου» ισχυρίστηκε η τότε υφυπουργός Παιδείας, « ευκαιρία αλλαγής των διατροφικών συνηθειών» χαρακτήρισε την επιβολή του φόρου στο κρέας με φλεγματικότητα βουλευτής του Σύριζα που διακρίνεται για το υψηλό πόθεν έσχες του. Το μέτρο δεν πέρασε λόγω των αντιδράσεων αλλά υποδήλωνε εμφανώς τις πολιτικές στοχεύσεις της κυβέρνησης: την εγκατάσταση ενός νέου δίπολου στο εσωτερικό της ελληνικής κοινωνίας που ξαναέφερνε στο νου τις ξανθοπουλικές ταινίες « κακοί πλούσιοι-τίμιοι φτωχοί».
Σήμαινε όμως και κάτι άλλο την αλλαγή του κοινωνικού-παραγωγικού μοντέλου όπως το γνωρίσαμε μέχρι τις αρχές του 2000 τουλάχιστον. Μετά το τέλος του Β Παγκοσμίου πολέμου και του Εμφυλίου , το ελληνικό κοινωνικό μοντέλο με όποιες στρεβλώσεις ήταν στραμμένο προς την ανάπτυξη , την παραγωγή πλούτου, την βελτίωση του υλικού και καταναλωτικού επιπέδου ζωής. Η κοινωνική κινητικότητα μέσω των σπουδών, η ιδιοκτησία και η εκμετάλλευση της, η επιχειρηματικότητα ήταν μοχλοί που στρέφονταν σε αυτή την κατεύθυνση. Πλέον όμως και από τα πλέον επίσημα χείλη, με τον πιο άγαρμπο και σχεδόν αυταρχικό τρόπο, η επίσημη κυβερνητική βούληση στρέφεται προς ένα μοντέλο « κοινωνικού εξισωτισμού» προς τα κάτω, μιας σκληρής ταξικότητας και σαφούς και χωρίς περιστροφές υποβάθμισης της ποιότητας ζωής αλλά το κυριότερο της ταξικής και οικονομικής περιχαράκωσης που στερεί το δικαίωμα της εξέλιξης και της κινητικότητας.
Σύγχυση ταυτοτήτων, απώλεια ισορροπίας
Αν όλα αυτά μοιάζουν υπερβολικά δεν έχει κάποιος παρά να δει σήμερα τα νέα μέτρα για τους ελεύθερους επαγγελματίες: εκείνοι με μικρό ή μηδενικό τζίρο καλούνται να πληρώσουν τις ίδιες και σε κάποιες περιπτώσεις χαμηλότερες εισφορές στα ταμεία τους, ενώ όσοι προσεγγίζουν τις 2000 περίπου το μήνα θα πρέπει σχεδόν το μισό τους εισόδημα να το διαθέσουν σε άχρηστες επι της ουσίας ασφαλιστικές εισφορές καθιστώντας το κράτος συνέταιρο τους.
Η επιλογή είναι εμφανής: οικονομική συμπίεση προς τα κάτω, οικονομικός εξισωτισμός, πολιτική ριζοσπαστικοποίηση μέσω της φτωχοποίησης ελπίζοντας σε βραχυπρόθεσμα πολιτικά οφέλη . Για πρώτη φορά ίσως μεταπολεμικά , ο κοινός παρανομαστής συγκρότησης της ελληνικής κοινωνίας δεν είναι η ανάπτυξη έστω και με τις γνωστές στρεβλώσεις αλλά η προσπάθεια τοποθέτησης τεχνητών διαχωριστικών γραμμών , όπου η παραγωγή νόμιμου πλούτου τιμωρείται ενώ στους υπολοίπους φτωχοποιημένους πολίτες δίνεται απλά η αίσθηση παραμονής σ ένα τεχνητό σωλήνα.
Η χειρότερη συνέπεια όμως αυτής της πολιτικής επιλογής είναι η αποστέρηση του οράματος και της ελπίδας. Ακόμα και στις πολύ σκληρές και φτωχές δεκαετίες του 50 και του 60, όπου το κρέας στο τραπέζι αποτελούσε συχνά ζητούμενο, το συσσίτιο γάλακτος ή φρούτων στα σχολεία ήταν μια σκληρή πραγματικότητα υπήρχε η θέληση αλλά και η προοπτική για κοινωνική και εθνική ανάταση. Σήμερα η χώρα βυθίζεται σ ένα τέλμα χωρίς καμιά προοπτική , τέλμα από το οποίο ίσως χρειαστούν 2 γενιές για να καταφέρει να βγει η χώρα.
Το 1929 ο Γεώργιος Θεοτοκάς στο περίφημο δοκίμιο του « Ελεύθερο Πνεύμα» έγραφε σε μια συγκυρία πολύ δυσμενή για την Ελλάδα :
Είμαστε τσακισμένοι, μαραμένοι, χαμένοι μες στον κυκεώνα της σύγχρονης ζωής. Κανείς δεν περιμένει κάτι καλό από την Ελλάδα. Καμιά ελπίδα δεν χαράζει πουθενά. Η στιγμή αυτή είναι βέβαια μια θαυμάσια στιγμή.
Ο συγγραφέας υπονοούσε ότι είχε έρθει η στιγμή οι παραγωγικές και δημιουργικές δυνάμεις της χώρας να βγουν μπροστά , το θέμα είναι αν αυτές οι δυνάμεις υπάρχουν ακόμα στην Ελλάδα του 2017 και έχουν ακόμα την δύναμη προκαλέσουν ένα θετικό σοκ στην ελληνική κοινωνία.
* Ο Στέφανος Καβαλλιεράκης είναι Ιστορικός , Δρ. Μεσογειακών και Ανατολικών Σπουδών, Πανεπιστήμιο Στρασβούργου