Γράφει η Άννα Παναγιωταρέα
Γεννήθηκε Δημήτρης στη Σκάλα Συκαμιάς στη Λέσβο και στα 14 του χρόνια είπε στους γονείς του ότι ένιωθε κορίτσι. Ενας Θεός ξέρει τι σήμαινε για τη μικρή κοινωνία του χωριού μία Δημήτρη. Νόμιζαν πως ήταν άρρωστη και την έκλεισαν σε ίδρυμα. Το ’σκασε, ήρθε στην Αθήνα και κοιμόταν στα παγκάκια. Ποιος αντέχει το μαρτύριό της; Στα είκοσι πέντε της γύρισε στο χωριό να φροντίσει τη μάνα της.
Ηταν το 2015 που είδα μια συνέντευξή της, μαζί με τον πατέρα Χριστόφορο, τον παπά του χωριού, φορώντας, και οι δύο, τα ροζ λαστιχένια γάντια, μήνυμα πως έπλεναν τα ρούχα των προσφύγων, τα σιδέρωναν και τους τα επέστρεφαν καθαρά. Δεν λέω για τη ζεστασιά που θα ένιωθαν οι ξένοι που έφταναν στην ακτή του χωριού μούσκεμα και φοβισμένοι. Λέω για την υπέροχη φιλία που έβλεπα στον ιερωμένο, με το μεγάλο ξύλινο σταυρό στο στήθος και τη Δημήτρη που καθόταν πλάι του, ταπεινή, φορώντας μια λευκή δαντελένια μπλούζα.
Τη δεύτερη μέρα των Χριστουγέννων 2020, διάβασα πως τη νύχτα μπήκαν στο σπίτι της, από το παράθυρο, γυμνασιόπαιδες, κορίτσια και αγόρια, δώδεκα και δεκατεσσάρων χρόνων, ως και μεγαλύτεροι. Χόρευαν πάνω στο κρεβάτι της, στο τραπέζι της, γύρω της ουρλιάζοντας, κι εκείνη, στο βίντεο που ανέβασαν, φαινόταν ένα κουβαράκι, στη γωνία, τρομαγμένη. Δεν έμαθα αν οι καθηγητές των τεράτων που πήγαν να σπάσουν πλάκα έκαναν κάτι. Αλλά σκεφτόμουν ότι αυτά τα παιδιά, στο σπίτι όπου μεγάλωναν, ποιος ξέρει τι άκουγαν για τη Δημήτρη, ώστε θεώρησαν παιχνίδι την παραβίαση του σπιτιού και την ψυχή της, κρατώντας αναμνηστικά βίντεο στα τηλέφωνά τους.
Χθες διάβασα πως αμέσως μετά τη βίαιη επίθεση η Δημήτρη νοσηλευόταν στο Δρομοκαΐτειο. Και πως από τις 6 Απριλίου χάθηκε, φορώντας ένα λευκό παντελόνι και κόκκινο πουλόβερ. Χάθηκε εδώ και -σχεδόν- δύο μήνες και μόνο χθες βγήκε Silver Alert για να την αναζητήσουν. Εψαχναν λέει να συγκεντρώσουν τα επίσημα χαρτιά της…
Ψάχνοντας στο Διαδίκτυο, βρήκα ένα δίλεπτο βίντεο, γυρισμένο χωριό της. Είναι ντυμένη με ένα λευκό τούλινο φόρεμα. Κατεβαίνει αργά τα σκαλιά προς την πλατεία, κοιτάζοντάς μας στα μάτια, με ένα αδιόρατο χαμόγελο στο πρόσωπό της. Και καθώς κατεβαίνει, αργά και επίσημα, προσέχοντας ένα ένα τα σκαλιά, ακούω τη Μαρία Κάλλας να τραγουδά «O mio babbino caro», την άρια από την όπερα Gianni Schicchi (1918), του Giacomo Puccini.
Δεν νομίζω να συγκινήθηκα ποτέ περισσότερο ακούγοντας την Diva και βλέποντας τη Δήμητρα να κατεβαίνει με το νυφικό της , να περνά στην πλατεία και να χάνεται στο πλήθος.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου
Δείτε όλες τις τελευταίες Ειδήσεις από την Ελλάδα και τον Κόσμο, ανά πάσα στιγμή στο EleftherosTypos.gr