Γράφει ο Γιάννης Παπαδάτος
Η ασφαλιστική ταυτότητα του κάθε Βραζιλιάνου αναγράφει αν είναι μαύρος, μιγάδας, λευκός, αυτόχθων ή κίτρινος (ασιατικής καταγωγής). Το παράξενο είναι ότι η δήλωση χρώματος επιτρέπεται να αλλάξει στην πορεία, όπως δείχνουν οι δημοτικές εκλογές του προσεχούς Νοεμβρίου.
Οσο τρελό κι αν ακούγεται, περίπου 42.000 υποψήφιοι δήμαρχοι και δημοτικοί σύμβουλοι, που διεκδικούν την εκλογή ή την επανεκλογή τους σε ολόκληρη τη χώρα, δήλωσαν διαφορετική «ράτσα» σε σχέση με τις εκλογές του 2016! Δεν το έκαναν βέβαια τυχαία, αλλά επειδή στοχεύουν σε συγκεκριμένα ακροατήρια.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Ενώ θα περίμενε κανείς οι πιο «σκούροι» να στραφούν προς το λευκό (λόγω και της δεξιάς στροφής της Βραζιλίας μετά την εκλογή Μπολσονάρου), στην πραγματικότητα οι αλλαγές γίνονται προς όλες τις κατευθύνσεις, με έντονο το στοιχείο της εθνοφυλετικής πόλωσης – που δεν είναι αποκλειστικό προνόμιο των ΗΠΑ.
Οι φετινές δημοτικές εκλογές στη Βραζιλία θεωρούνται σταθμός επειδή για πρώτη φορά οι «μη λευκοί» υποψήφιοι αποτελούν την πλειονότητα. Αυτό από μόνο του συνιστά πλήγμα στον «θεσμικό, λευκό ρατσισμό» που χαρακτηρίζει τη λατινοαμερικανική χώρα από την ίδρυσή της, παρότι το 56% του πληθυσμού της αποτελείται από μαύρους και μιγάδες. Υπέρ τους μάλιστα προβλέφθηκε ειδική ποσόστωση στις λίστες, γεγονός που εξηγεί γιατί το 36% των δηλωμένων «μιγάδων» έσπευσαν τώρα να επαναπροσδιοριστούν ως «μαύροι» και μόνο το 30% ως «λευκοί».
Στην τελευταία κατηγορία ανήκει ο δήμαρχος της Φορταλέζα και σύμμαχος του προέδρου Μπολσονάρου, Εϊτορ Φρέιρε, που από «μιγάς» έγινε «λευκός». Στο αντίπαλο στρατόπεδο, η αριστερή δήμαρχος της Μπαΐα, Μοέμα Γκραμάτσο, προτίμησε το «μαύρο» από το ντεμί. Μόνο ο Πελέ δεν θα μπορούσε να αλλαξοπιστήσει…
Από την έντυπη έκδοση