Παρά ταύτα, οι κρατικές οντότητες, ούσες υποχρεωμένες εκ της φύσεως της διεθνούς ανταγωνιστικής πορείας των κρατών μεταξύ τους και της κατά ταύτα ύπαρξης του φαινομένου της σύγκρουσης ως ρεαλιστικά υφιστάμενης συνθήκης καθημερινής πραγματικότητας στις σχέσεις των κρατικών οντοτήτων, υποχρεούνται να στρατεύουν τον πληθυσμό τους σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό και δη όχι μόνο τους στρατεύσιμους, αλλά και την εφεδρεία, καθώς η συμμετοχή της κοινωνίας στην εν στενή και εν ευρεία εννοία άμυνα της χώρας, ενισχύει αναπόδραστα τον ρόλο και τις δυνατότητες του κράτους στο διεθνές σύστημα κρατών έναντι εχθρών και φίλων.
Η στρατιωτική θητεία, όπως και το στράτευμα εν γένει συνιστούν μια ενεργό ασπίδα προάσπισης αρχών, αξιών και πολιτιστικών ιδεωδών, καθώς και διαφύλαξης εθνικής ταυτότητας και κρατικής ακεραιότητας για κάθε οντότητα που συνιστά υποκείμενο διεθνούς δικαίου.
Η εμπέδωση του ανωτέρω αξιακού πλαισίου στο κοινωνικό σύνολο και δη στις νεότερες ηλικιακά ομάδες που παραπέμπουν στο μέλλον κάθε τόπου, επιβάλλει a priori τη συμμετοχή των πολιτών στο στράτευμα σε διάφορες φάσεις της ζωής τους, με διαφορετικό περιεχόμενο στην κατά ταύτα συμβολή, αλλά με πάντοτε κοινή συνισταμένη και σταθερά την αντίληψη και θέληση συνεισφοράς στην κοινή υπόθεση υπεράσπισης κράτους, Ιστορίας, πολιτισμού και της άμυνας της χώρας εν γένει.
H Οξφόρδη και το σύνδρομο της Κίνας
Στο παράδειγμα της Ελλάδας, όπου υφίσταται μια παραδοσιακά εδραιωμένη αντίθεση και κατά ταύτα έλλειμμα εμπιστοσύνης των πολιτών έναντι του κράτους, φαινόμενο που συνιστά προϊόν μειωμένης παράστασης μιας εμπεδωμένης αίσθησης κοινού συμφέροντος, η διαχρονικά ζωηρή και δεδομένη θέληση του συνόλου των Ελλήνων, ανεξαρτήτως κοινωνικής προέλευσης, πλούτου ή φτώχειας, για ενεργό υπεράσπιση της χώρας, λειτουργεί κατά ταύτα ως ενοποιητικός κρίκος των Ελλήνων καθ’ άπασα την επικράτεια και όχι μόνο.
Για ένα κράτος, όπως η Ελλάδα, η οποία αποτελεί δέκτη μιας διαχρονικά υφιστάμενης και ικανής προς πραγμάτωση απειλής, άλλοτε και όπως συνέβη στο παρελθόν από τις δυνάμεις του Αξονα και εν συνεχεία, μετά τον Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο και μέχρι τούδε από την Τουρκία, μια χώρα, της οποίας ο επιθετικός αναθεωρητισμός συνιστά δομικό στοιχείο του πολιτικού της συστήματος, η ενεργός συμμετοχή των πολιτών στην άμυνα αποτελεί κατά ταύτα conditio sine qua non επιβίωσης.
Τούτων δεδομένων, οφείλουμε να υπογραμμίσουμε ότι στις ελληνικές «ιδιαιτερότητες» συγκαταλέγεται, εκτός των άλλων και η τεράστια ακτογραμμή της χώρας στη διασπορά ενός μεγάλου αριθμού νήσων και βραχονησίδων, καθιστώντας κατά ταύτα ευάλωτο το πλαίσιο της υπεράσπισης του ελληνικού χώρου και επομένως αναγκαία τη μέγιστη δυνατή στελέχωση των δυνάμεων υπεράσπισης του νησιωτικού χώρου, όπως και της ευρύτερης επικράτειας.
Συμπερασματικά και κατά τα ανωτέρω, δεδομένου ότι η υπόθεση της στρατιωτικής θητείας, όπως και το στράτευμα εν γένει, δεν επιτρέπεται να προσεγγίζονται με μυωπικούς φακούς μιας ιδεολογικοκομματικής αντιπαράθεσης, αλλά αντιθέτως ως υπόθεση εθνικού συμφέροντος στις απαραίτητες προεκτάσεις κοινωνικοπολιτικής συνοχής και εθνικής επιβίωσης, οι όποιες προτάσεις των καθ’ ύλην αρμοδίων επιτελών, τουτέστιν της στρατιωτικής ηγεσίας της χώρας που αφορούν σε αναγκαία αύξηση της θητείας ή κατά ταύτα στράτευση στα 18 έτη, θα πρέπει να θεσμοθετούνται σε υπερκομματικό πλαίσιο και μόνο.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής