Γράφει ο Δημήτρης Δημητρίου
Πολιτική σταθερότητα νοείται όχι μόνο η εκ των προτέρων επίγνωση του πότε θα γίνουν εθνικές εκλογές αλλά και η γενικότερη ασφάλεια που αποπνέει το πολιτικό και οικονομικό σύστημα, η Κυβέρνηση, τα κόμματα και οι βασικοί πολιτικοί πρωταγωνιστές της εξουσίας. Ασφάλεια ως προς το οικονομικό μοντέλο που δεσμεύονται να ακολουθήσουν, ασφάλεια ως προς την εμπιστοσύνη τους στους κοινοβουλευτικούς θεσμούς, ασφάλεια ως προς τον μη τοξικό και διχαστικό λόγο που εκφράζουν εις βάρος των αντιπάλων τους.
Με άλλα λόγια η αξιοπιστία και η εμπιστοσύνη από πολίτες και επιχειρήσεις σε ένα πολιτικό σύστημα σχετικά με την συνέχεια και την συνέπεια του μέσα στο χρόνο αποτελούν συστατικά στοιχεία της λεγόμενης «κανονικότητας». Μιας κανονικότητας όμως που αποτυπώνεται και στην εύρυθμη λειτουργία της αγοράς αλλά και της ικανότητας ενός κράτους να μπορεί να βγει στις αγορές.
Στην Ελλάδα όλες οι παραπάνω προϋποθέσεις δεν έχουν επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια και επομένως σε καμία περίπτωση δεν μπορούμε να πούμε πως η χώρα μας χαίρει πολιτικής και οικονομικής σταθερότητας. Αν σε όλα αυτά δε προστεθεί και η διγλωσσία κορυφαίων κυβερνητικών αξιωματούχων σχετικά με την ακριβή ημερομηνία των εκλογών, τότε και ο κάθε δύσπιστος εξωτερικός παρατηρητής μπορεί να αντιληφθεί πως η εθνική οικονομία και η δημόσια διοίκηση βρίσκονται υπό προθεσμία σημαντικών αλλά απαραίτητων αλλαγών.
Παραδείγματα πολλά. Μόλις πριν από λίγες ημέρες ο κορυφαίος επενδυτής στη Βόρεια Ελλάδα, η Eldorado Gold ανακοίνωσε δια στόματος του διευθύνοντος συμβούλου της πως «οι εθνικές εκλογές θα αποτελέσουν εν δυνάμει καταλύτη προκειμένου να βρούμε έναν εποικοδομητικό τρόπο για να προχωρήσουν οι επενδύσεις μας στην Ελλάδα». Επιβεβαίωσε δε πως καμία κατασκευαστική δραστηριότητα δεν πρόκειται να υλοποιηθεί σε Σκουριές και Θράκη αν προηγουμένως δεν έχει υπάρξει αποκατάσταση της συνεργασίας με την ελληνική κυβέρνηση.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Η παραπάνω δήλωση είναι ενδεικτική του πώς σκέφτεται ένας ξένος επενδυτής που θέλει να επενδύσει τα χρήματα του σε μια ξένη χώρα. Ο κάθε επενδυτής θέλει να γνωρίζει με ποιον θα πρέπει να συνομιλήσει και αν ο συνομιλητής του έχει τόσο το εύρος χρόνου όσο και την απαραίτητη πολιτική νομιμοποίηση και βούληση για να υλοποιήσει μια από κοινού συμπεφωνημένη συνεργασία. Στην Ελλάδα όλοι ξέρουμε πως η Κυβέρνηση μετράει μήνες στην εξουσία.
Όλοι ξέρουμε πως σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπήσεις η Νέα Δημοκρατία θα αποτελέσει την επόμενη ισχυρή κυβέρνηση που έχει ανάγκη ο τόπος. Το ίδιο γνωρίζουν και οι επενδυτές. Δεν είναι χαζοί να συνομιλήσουν με κάποιον που σε λίγους μήνες από σήμερα δεν πρόκειται να βρίσκεται στη θέση του.
Με βάση αυτή τη πραγματικότητα είναι απόλυτα λογικό υπουργοί και ανώτατοι διοικητικοί υπάλληλοι να έχουν κατεβάσει τα μολύβια. Όχι γιατί βαρέθηκαν να διοικούν αλλά γιατί δεν υπάρχει ισχυρό επενδυτικό ενδιαφέρον που να τους χτυπά την πόρτα.
Ο τουριστικός κλάδος αποτελεί εξαίρεση καθώς σε μεγάλο βαθμό λειτουργεί στον αυτόματο πιλότο και δεν χρειάζεται η παρεμβολή της λεγόμενης «πολιτικής βούλησης» για να αναπτυχθεί πάρα μόνο σε μεγάλα-φαραωνικά θα έλεγα- στρατηγικά σχέδια όπως αυτά στο Ελληνικό, όπου και σε αυτή την περίπτωση η απροθυμία και η ανικανότητα του κράτους να διαχειριστεί έναν μεγάλο επενδυτή είναι χαρακτηριστική. Όλοι οι άλλοι κλάδοι όμως που λειτουργούν σωρευτικά ως κινητήριος δύναμη στην οικονομία βρίσκονται σε στάση αναμονής για τις εξελίξεις που θα έλθουν.
Χωρίς δόση υπερβολής, οι εκλογές θα έπρεπε να είχαν ήδη διεξαχθεί. Θα έπρεπε η χώρα να απολάμβανε μιας ισχυρής Κυβέρνησης με αναπτυξιακό και φιλοεπενδυτικό χαρακτήρα που θα μπορούσε συνεργαστεί άμεσα με ξένους και εγχώριους επενδυτές. Δυστυχώς κάτι τέτοιο δεν υπάρχει και ο προεκλογικός πυρετός έχει ήδη «χτυπήσει κόκκινο» στο πολιτικό μας σύστημα.
Οι άμεσες εκλογές πέραν από την αμεσότερη μορφή έκφρασης της λαϊκής βούλησης αποτελεί και επιταχυντή σημαντικών εξελίξεων στον τομέα της Οικονομίας και του επιχειρείν. Όσο νωρίτερα γίνουν τόσο περισσότερες επενδύσεις θα μπορέσουν να υλοποιηθούν και τόση λιγότερη η επιπλέον ζημιά λόγω της καθυστέρησης. Όσο καθυστερούν τόσο αυξάνονται οι πιθανότητες οι επενδυτές να στραφούν σε άλλες χώρες που δεν αντιμετωπίζουν αντίστοιχα προβλήματα και έχουν καθαρό επενδυτικό και πολιτικό τοπίο για τα επόμενα χρόνια.
Η επόμενη Κυβέρνηση που θα προκύψει θα πρέπει να αναλογιστεί την ζημιά που έχει ήδη γίνει και χωρίς καμία χρονοτριβή να πράξει τα δέοντα προς την κατεύθυνση των επενδύσεων, της εξωστρέφειας, της διευθέτησης του ιδιωτικού χρέους και των μη εξυπηρετούμενων δανείων προκειμένου να εδραιωθεί ένα φιλικό επενδυτικό κλίμα που θα διευκολύνει την διευθέτηση των οικονομικών εκκρεμοτήτων του παρελθόντος. Η πολυπόθητη επιστροφή στην πολιτική, οικονομική και θεσμική κανονικότητα είναι πλέον απαραίτητη και οι άμεσες εκλογές το πρώτο βήμα προς τη σωστή κατεύθυνση.
*Ο Δημήτρης Δημητρίου είναι Ορκωτός Ελεγκτής-Λογιστής