Γράφει ο Γιάννης Ευαγγελίδης
Συνιστά παράλληλα και μία ακόμα επιβεβαίωση ότι η πολιτική της υπερφορολόγησης που επέβαλε ο Αλ. Τσίπρας δεν αποτελούσε απαραιτήτως απαίτηση των δανειστών, αλλά μια καθαρή επιλογή της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, που έγινε προκειμένου να μη μειωθεί η κρατική σπατάλη και να συντηρείται το πελατειακό Δημόσιο με διορισμούς κομματικών φίλων, συγγενών και συμμαθητών. Επιλογή, την οποία, βεβαίως, αποδέχθηκαν ασμένως οι πιστωτές, ώστε να έχουν ήσυχο το κεφάλι τους ότι θα εξασφαλίσουν την αποπληρωμή των δανείων της Ελλάδας προς αυτούς.
Αυτό, με άλλα λόγια, σημαίνει ότι ο Κυρ. Μητσοτάκης, εφόσον εκλεγεί, όπως όλα δείχνουν, πρωθυπουργός, θα μπορέσει από την επομένη του σχηματισμού της νέας κυβέρνησης να διαπραγματευθεί σοβαρά με τους Ευρωπαίους εταίρους και να εφαρμόσει μια οικονομική πολιτική, που δεν θα βασίζεται στην υπερφορολόγηση, αλλά θα προβλέπει μείωση του κρατισμού, δραστικό περιορισμό της σπατάλης και διαφάνεια.
Ινάσιο Λούλα, ο «πρεσβευτής» του Καλού
Δημοσιονομικός χώρος για τη φορολογική ελάφρυνση των νοικοκυριών και των επιχειρήσεων και την άσκηση βιώσιμης αναπτυξιακής πολιτικής μπορεί να δημιουργηθεί, με την προϋπόθεση ότι θα υπάρξει μια νέα, ισχυρή κυβέρνηση, με διαφορετική φιλοσοφία, ρεαλισμό, κοινωνικό πρόσωπο και πολιτική βούληση για πραγματικές μεταρρυθμίσεις και προσέλκυση επενδύσεων.
Ο αριστερός κ. Τσίπρας αποδείχθηκε ο καλύτερος φίλος των Γερμανών και των Αμερικανών, περνώντας τη συμφωνία με τα Σκόπια, για την οποία πίεζε ο διεθνής παράγοντας, και τώρα παίρνει συγχαρητήρια από την κ. Μέρκελ, όχι μόνο για τη λύση στο Σκοπιανό, αλλά και για τις επιδόσεις της ελληνικής οικονομίας στην παραγωγή πλεονασμάτων κι ας βρίσκεται σε στασιμότητα. Γι’ αυτό χρειάζεται μια κυβέρνηση με πιο αξιοπρεπή στάση έναντι των ξένων.
Από την έντυπη έκδοση του Ελεύθερου Τύπου της Κυριακής
[dynamic-sidebar id=”post-area-diabaste”]